Εύελπις στην Ευελπίδων

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Φρικτό να πεθαίνεις από το χέρι της μητέρας σου- αν αυτή είναι η αλήθεια στη μακάβρια ιστορία- και ακόμα φρικτότερο να το διαισθάνεσαι όταν επέρχεται. Συμβαίνει ωστόσο κάποιες φορές το φρικτό να επισκιάζεται από το οικτρό: Τα κοριτσάκια της Ρούλας (και του Μάνου) μετατρέπονται σιγά σιγά σε απούσες ηρωίδες ενός θλιβερού τραγέλαφου, όπου ο αποτροπιασμός αρχίζει να υποχωρεί κάτω από το ακαταμάχητο βάρος του καγχασμού που είναι το επόμενο στάδιο πριν την οριστική κάθαρση και τη θρυλοποίηση, μέσω των οποίων η κοινωνική άμυνα αποκαθιστά την τάξη και μετατρέπει τις τραγωδίες σε διδακτικά ή και ψυχαγωγικά αφηγήματα.

Ο τίτλος «ο Μάνος στην Ευελπίδων» λίγο έλλειψε να αποκτήσει
τα θαυμαστικά που συνόδευαν τον κινηματογραφικό γόη της δεκαετίας του ’60 όταν περνούσε μπροστά από διδακτήρια θηλέων. Ο γόης εκείνος δεν είναι βέβαιο ότι το επιδίωκε ούτε ότι το απολάμβανε. Οι διαθέσεις του Μάνου, μας (ή και «του Μάνου μας»), είναι δυσεξιχνίαστες. Υποχρεούται ωστόσο να δίνει άραγε εξηγήσεις για την ψυχολογική του κατάσταση και να διαχειρίζεται τη δημόσια εικόνα του κατά τρόπο έγκριτο για την κοινωνική μάζα και τους παρατηρητές της Ευελπίδων φάσιον και του στάιλινγκ των
καταθέσεων στους ανακριτές; Οφείλει, λακωνικότερα μιλώντας, να μας δίνει λογαριασμό;

Ο,τι και αν απαντήσουμε εμείς, η απάντηση είναι εν τέλει «ναι». Η ιστορία αυτή εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό αίρονται. Ο λόγος είναι ότι το έγκλημα- ενδεχομένως και τριπλό- έχει αναχθεί στα επίπεδα της δημόσιας
σφαίρας, και κάθε του διάσταση μας αφορά. Η τραγωδία των κοριτσιών είναι ένα δημόσιο ζήτημα γιατί αποτελεί κορυφαία διατάραξη και πρόκληση για κοινές παραδόσεις και αξίες. Η Στέλλα έχει μαχαιρωθεί και η γειτονιά με το βλέμμα της ή σπαράζει ή δικάζει ή χαζεύει. Η δικαιοσύνη, η ηθική, η αλήθεια, η ακεραιότητα, η αισθητική, είναι έννοιες με συμπαντικό χαρακτήρα.

Η οικογένεια Δασκαλάκη- Πισπιρίγκου, όχι χωρίς ευθύνη της, απώλεσε τους τοίχους του σπιτιού της. Το κοινωνικό μάτι επιθεωρεί τους χώρους, μοιράζεται φωτογραφίες από αγαπημένες στιγμές, εκδρομές, γιορτάσια, αγκαλιές, ενημερώνεται για διαδικτυακές περιηγήσεις και αναρτήσεις, πληροφορείται λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής, και όλα, προγενέστεροι ή και ενδιάμεσοι εραστές, διαγωγή της σχολικής ζωής, χόμπι, μουσικές ηχογραφήσεις, αφηγήσεις των συμμαθητών παρελαύνουν από τις οθόνες, τα
τερματικά μας, τα κουτσομπολιά μας στο γραφείο, και πίσω από το προκάλυμμα του δέους και άλλα συναφή προσχήματα και άλλοθι, ακούγεται το χωρατό που φέρνει γέλωτες ανάμεσα σε ηδονοβλεπτικές διεργασίες.

Κάτω από αυτές τις παραμέτρους, ο Μάνος βρίσκεται σε θέση να οφείλει μια συμπεριφορά εντός πλαισίων. Δεν είναι μόνο τα εκκρεμή ποινικά ερωτήματα- κάποιος κόσμος, πολίτες ή
δημοσιογράφοι και ινφλουένσερ ή οπίνιον λίντερ, περιφέρουν την εικασία της συνευθύνης- είναι και τα μεγάλα ηθικά ζητήματα που έχουν εγερθεί από τη διασαλευθείσα κοινωνική τάξη: Η εικόνα σου αποτυπώνει το ποιόν σου και το μέγεθος της συναίσθησης μιας
τραγωδίας που πρώτον εσένα έχει πλήξει. Εχεις χάσει τρία παιδιά, και τουλάχιστον το ένα φαίνεται ότι το σκότωσε η γυναίκα σου και μητέρα του κάτω από τη μύτη σου, τι έχεις να πεις (τι έχεις να δείξεις για να δείξεις τι νιώθεις) για όλα αυτά, πέρα από μια ανεπίκαιρη και παράταιρη φροντίδα της προσωπικής εικόνας; Το ερώτημα μας πάει στις κοινωνίες τις παλιότερες, όταν τα μαύρα των γυναικών και η γενειάδα των ανδρών ήταν δηλωτικό του πένθους και ως θεατρικό στοιχείο, σύμβολο σεβασμού στους τεθνεώτες. Η εκκωφαντική απουσία των σημείων αυτών προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, αν και ίσως η απουσία αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας αδυναμίας για μετατόπιση έξω από τον προσωπικό άξονα. Ο
άνθρωπος αυτός, ό,τι και να γινόταν, ό,τι και να έγινε, ό,τι και να γίνεται ήταν και είναι «Μάνος», αποκλειστικά και μονοσήμαντα. Αρκέσου σε ένα μαύρο γυαλί, ένα μαύρο ρούχο, μια αξυρισιά και ένα ύφος βλοσυρό. Αυτά θα είχε άλλωστε και χωρίς το πένθος.

Ο Μάνος δικάζεται χωρίς να είναι κατηγορούμενος. Η μομφή που τον βαραίνει, το «δεν πήρες είδηση, λόγω αφέλειας ή λόγω κορυφαίου εγωκεντρισμού που αποφέρει μια εξαιρετικά βολική τύφλωση;», προσλαμβάνει φυλετικά χαρακτηριστικά. Με έναν περίεργο τρόπο, η Ρούλα κερδίζει κάποιους αδιόρατους πόντους συμπάθειας και συγκατάβασης: Καλά αυτή. Αλλά εκείνος; Ιπταται τώρα πάνω από το κεφάλι του η απαξία για μια στάση και
μια αντίδραση που αποτελούν σπάνια μορφή ύβρεως που μέχρι σήμερα δεν βρήκε τον Αισχύλο της. Αλλά ο καιρός τρέχει, η σκόνη θα καθίσει, και ποιος ξέρει;, μετά από κάμποσο καιρό, οι ήρωες της ιστορίας «μας», θα μετέχουν σε κάποιο σαρβάιβορ. Ο χρόνος του 21ου αιώνα είναι ένα τρένο με αλλοπρόσαλλες διαδρομές. Σας αφήνουμε τώρα γιατί προσάγεται ο Μπάμπης.