Η υπόθεση της Πάτρας στο μικροσκόπιο του Φώτη Σπυρόπουλου: «Προσεκτικοί πριν ασκηθούν διώξεις»

Ο Φώτιος Σπυρόπουλος, διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλά αποκλειστικά στην «ΠτΚ» με αφορμή το θρίλερ με τα τρία νεκρά κορίτσια της οικογένειας Δασκαλάκη

υπόθεση

Οποιο κανάλι κι αν ανοίξεις, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, το ίδιο «έργο» εδώ και δυο μήνες! Το μυστηριώδες θρίλερ των θανάτων των τριών κοριτσιών της οικογένειας Δασκαλάκη. Στα δε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εκεί ξεφεύγει η κατάσταση. Πιάνει ο καθένας ένα πληκτρολόγιο ή ένα κινητό κι όποιον πάρει ο Χάρος!

Για όλο αυτό το σκηνικό, αλλά κυρίως για το καθαρά ρεαλιστικό και επιστημονικό κομμάτι της υπόθεσης και τις προεκτάσεις που έχει αυτή σε κάθε επίπεδο (καθώς και το εάν η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει ώριμα ή ανώριμα αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση), η «ΠτΚμίλησε με τον διακεκριμένο ποινικολόγο-εγκληματολόγο Δρ. Φώτη Σπυρόπουλο.

Είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – οικονομολόγος, μεαδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και διδάκτωρ στο Ποινικό Δίκαιο και την Εγκληματολογία στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η φιγούρα του κ. Σπυρόπουλου θα ‘ναι στους περισσότερους ιδιαίτερα γνώριμη, μια και είναι τακτικός καλεσμένος της Αγγελικής Νικολούλη στο «Φως στο Τούνελ».

-Αν τελικά αποδειχθεί, στην περίπτωση των τριών θανάτων των κοριτσιών της οικογένειας Δασκαλάκη, πως πρόκειται για εγκληματική ενέργεια, θα μιλάμε πράγματι για το έγκλημα του αιώνα;
Αν υποτεθεί και κυρίως αν αποδειχθεί ότι κάθε θάνατος είναι αποτέλεσμα εγκληματικής ενέργειας, τότε θα μιλάμε για τρία εγκλήματα. Πάνω σε αυτή τη βάση, αυτό που μπορούμε σίγουρα να πούμε είναι τέτοιου είδους περιστατικά δεν θυμάμαι να έχουν καταγραφεί ξανά στα εγκληματολογικά χρονικά στη χώρα μας. Επισημαίνεται, βέβαια, ότι στην παρούσα φάση, εξ όσων γνωρίζουμε από τα ΜΜΕ, δεν υπάρχει καν κατηγορούμενος για κανενός είδους αδίκημα.

-Σε τέτοιου είδους υποθέσεις, το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας λειτουργεί αυτόνομα και ανεξάρτητα, μέχρι να φτάσει στην άκρη του νήματος, ή πάντα σε συνεννόηση με τις δικαστικές-εισαγγελικές αρχές; Προσέξτε, δεν ρωτώ τι πρέπει να γίνεται αλλά τι γίνεται…
Οι αστυνομικές αρχές αποτελούν την μακρά χείρα των εισαγγελικών αρχών ιδίως ως προς τη συλλογή ανακριτικού υλικού. Οι αρμόδιοι εισαγγελείς ενημερώνονται άμεσα, ιδίως σε υποθέσεις βαρύτατων κακουργημάτων, όπως π.χ. οι ανθρωποκτονίες. Είναι γεγονός ότι η εμπειρία συγκεκριμένων αστυνομικών στην εξιχνίαση υποθέσεων με τη λεπτομερή μελέτη των στοιχείων έχουν οδηγήσει σημαντικές υποθέσεις ενώπιον της δικαιοσύνης. Τέλος, αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψιν μας είναι ότι οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στις μέρες μας κατά τη διάρκεια μιας έρευνας έχουν και ως ρόλο την προστασία των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων.

-Πόσο ώριμη είναι η ελληνική κοινωνία για ορθή διαχείριση τέτοιου είδους περιστατικών; Και ειδικά τώρα που υπάρχει τόσο μεγάλη «άνθηση» των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, όπου ο καθένας καταδικάζει ή αθωώνει κατά το δοκούν;
Οι περιπτώσεις εγκλημάτων με θύματα ανηλίκους πάντα συγκλονίζουν και είναι εύλογο η κοινή γνώμη να εξεγείρεται. Επισημαίνεται, βέβαια, ξανά ότι ο θάνατος των τριών κοριτσιών στην Πάτρα, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, δεν αποδίδεται σε εγκληματική ενέργεια. Ωστόσο, αυτό που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί πριν ασκηθούν διώξεις από τα αρμόδια όργανα και προφανώς δεν πρέπει σε κανέναν να αρνούμαστε ως κοινωνία να δικαστεί σύννομα, με δίκαιη δίκη και από τον φυσικό του δικαστή ακόμη και για το ειδεχθέστερο έγκλημα. Η δύναμη των κοινωνικών δικτύων είναι σημαντική, πρέπει όμως να χρησιμοποιείται με μέτρο και προκειμένου να αποκαλυφθούν υποθέσεις και όχι αφοριστικά.

-Εδώ και λίγα χρόνια οι εγκληματολόγοι μιλούν για μία «ποιοτική» διαφοροποίηση στα εγκλήματα, για πράξεις βίας με πιο σκληρές διαστάσεις, για βία που πλέον είναι διάχυτη στην ελληνική κοινωνία του σήμερα. Εχετε εξήγηση;
Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι ότι η ύπαρξη αρκετών (μεμονωμένων;) περιστατικών βίαιων εγκλημάτων τα τελευταία χρόνια μάλλον δεν είναι σύμπτωση. Τολμώ να πω ότι βιώνουμε πλέον μάλλον αγριότερα εγκλήματα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και μάλλον αντίστοιχης βιαιότητας εγκλήματα μπορούμε να βρούμε ίσως στη δεκαετία του ΄80 στη χώρα μας. Σε κάθε περίπτωση, το έγκλημα και η βία είναι φαινόμενα πολυπαραγοντικά και συνεπώς δεν μπορεί να δοθεί μια και μοναδική εξήγηση. Η ανάλυση κάθε περίπτωσης ξεχωριστά και η αναζήτηση κοινών στοιχείων, χρησιμοποιώντας βεβαίως μεθοδολογία επιστημονικής έρευνας, μπορεί ίσως να μας δώσει κάποια συμπεράσματα, τα οποία θα βοηθήσουν στην πρόληψη των εγκλημάτων. Αυτός είναι άλλος ένας από τους λόγους για τους οποίους πρέπει να στηριχθεί η επιστημονική εγκληματολογική έρευνα.

-Εκτιμάτε ότι τελικά λειτουργεί θετικά ή αρνητικά η επιλογή της πλειοψηφίας των ΜΜΕ να «σηκώνουν στα ύψη» τέτοιου είδους εγκλήματα, προσδοκώντας σε νούμερα τηλεθέασης;
Το φαινόμενο αυτό έχει ήδη μελετηθεί από τη δεκαετία του ’60 από τον S. Cohen και ονομάζεται «ηθικός πανικός». Ειδικότερα, ως ηθικός πανικός ορίζεται η «δυσανάλογη και εχθρική κοινωνική αντίδραση απέναντι σε μια κατάσταση, πρόσωπο ή ομάδα που ορίζεται ως μια απειλή στις κοινωνικές αξίες, εμπλέκει στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των ΜΜΕ και οδηγεί σε απαιτήσεις για περισσότερο κοινωνικό έλεγχο, ενώ δημιουργεί ένα σπιράλ αντιδράσεων».
Η προσέγγιση του «ηθικού πανικού» στηρίζεται κυρίως στην υπερβολή με την οποία προβάλλονται τα γεγονότα καθώς και την υπερβολή των αντιδράσεων οι οποίες προκαλούνται από τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων αυτών από τα ΜΜΕ και για αυτόν τον λόγο ασκείται και η σχετική κριτική. Επομένως, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που προκαλούν αυτές οι υποθέσεις, τα ΜΜΕ δρέπουν προφανώς κέρδη. Ωστόσο, τα ρεαλιστικά ζητήματα για την κοινωνική πραγματικότητα κείνται μακράν αυτού και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το έγκλημα πρέπει να προσεγγίζεται και να αποτελεί αντικείμενο μελέτης για πλείστους άλλους λόγους και όχι ένεκα της υπερβολικής αντίδρασης που προκαλείται από τα ΜΜΕ.

-Επιμένουν κάποιοι, όχι και λίγοι, ότι η εξάλειψη τόσο ακραίων εγκληματικών συμπεριφορών δεν επιτυγχάνεται ούτε με «ιεραποστολικά κηρύγματα» ούτε με παρεμβάσεις ψυχολόγων και ψυχιάτρων, ούτε με μια ιδανική γονική μέριμνα. Και προσθέτουν πως μόνο ο φόβος της «μέγιστης» τιμωρίας περιορίζει σε μεγάλο βαθμό συμπεριφορές ανθρώπων που στρέφονται κατά της ανθρώπινης ζωής. Δηλαδή το «όταν λέμε ισόβια, να εννοούμε ισόβια». Συμφωνείτε ή διαφωνείτε;
Οπως έχω δηλώσει και σε παλαιότερο άρθρο μου στην εφημερίδα σας, «η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει καταλήξει συγκεκριμένα για την επιβολή ισόβιας κάθειρξης ότι αυτή δεν είναι συμβατή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αν δεν υπάρχει τόσο μια προοπτική απελευθέρωσης για τον κρατούμενο όσο και η δυνατότητα μιας ενδεχόμενης επανεξέτασης της ποινής του. Οι αταβιστικές προτάσεις επιβολής ποινών «ρίχνουν νερό στο μύλο» της βαρβαρότητας. Υπάρχουν αρκετές επιλογές (έχουν διατυπωθεί σε πλείστες εγκληματολογικές θεωρίες) αναφορικά με την αναζήτηση των πολυπαραγοντικών αιτίων των εγκληματικών πράξεων. Η αυστηροποίηση των ποινών είναι μάλλον η πλέον εύκολη πρόταση, γοητευτική για τον δημόσιο διάλογο (η σκέψη της στυγνής αντεκδίκησης τέρπει το φιλοθεάμον κοινό) αλλά αλυσιτελής σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των παραγόντων εγκληματογένεσης σε μια κοινωνία που αρνείται να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη».
Προφανώς και εμμένω στις ως άνω απόψεις, χωρίς τούτο να σημαίνει, όπως ξεκάθαρα προκύπτει, ότι δράστες εγκληματικών ενεργειών πρέπει να μένουν ατιμώρητοι.

-Διαπιστώνουμε, κύριε Σπυρόπουλε, μέρα με τη μέρα πως δολοφόνοι δεν είναι πλέον μόνο «η νύχτα», ο υπόκοσμος, το περιθώριο, αλλά άνθρωποι της διπλανής ή και της δικής μας πόρτας. Θεωρείτε ότι έχουμε μια νέα κατηγορία δολοφόνων;
Εχει υποστηριχθεί πως όλοι είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες: Εξαρτάται από τον χρόνο, τις συνθήκες και από πολλούς άλλους παράγοντες. Η αντιμετώπιση της βίας με νομικά και κοινωνικά όπλα και η υιοθέτηση μέτρων ενίσχυσης των κοινωνικών δεσμών και ανάπτυξης ενσυναίσθησης θα αμβλύνουν το φαινόμενο αυτό, προς επίρρωση των προσπαθειών για κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια.