Λάζαρε, δεύρο μέσα
Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντής Σύνταξης εφημερίδας «Πελοπόννησος»
Δεν ξέρουμε τι θα πει «καλό τραγούδι» πια, αυτό που ξέρουμε είναι ότι στη Γιουροβίζιον στέλνονται τραγούδια που υπηρετούν διάφορες σκοπιμότητες. Άλλη χώρα βγάζει τον εθνικισμό της, άλλη βγάζει το δάκρυ της, άλλη βγάζει τον πισινό της. Εμείς παίζουμε σε διάφορα ταμπλό. Φέτος κινηθήκαμε με βάση τους κανόνες του πιασάρικου τραγουδιού, εκείνου που θα παιχτεί στα κλαμπ και θα γίνει βάιραλ στο διαδίκτυο. Αλλά γιατί θα γίνει βάιραλ; Εδώ σας θέλουμε. Αν σήκωνες τον προπάππου από το μνήμα- το Ψυχοσάββατο προσφέρεται για μια απόπειρα- και άκουγε το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι, είτε θα επέστρεφε στον τάφο με βουτιά, είτε θα μας έστελνε σε κάποιο ίδρυμα της εποχής του, μέσω των οποίων οι υπερήφανες παλιές γενιές ξεμπέρδευαν με τους σαλούς.
Πράγματι, το τραγούδι έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που λατρεύει η νεολαία, μπιτάκι, τσαχπινιά, τετακέ γλουτών, τραπιά, ραπιά και ελληνουριά, αυτά που κάνουν τον κόσμο των κλαμπ να ανεβαίνουν στο τραπέζι και στη μπάρα και όλα επίσης τα στοιχεία που ένας παλιός αποστρέφεται. Η μνήμη μας πήγε σε μια άλλη απόπειρα να αφηγηθούμε μέσω Γιουροβίζιον την αίσθησή μας για τον τόπο μας: Η Μαρίζα Κωχ, με εκείνη τη φωνή τη γεμάτη ωχ, να τραγουδάει «κάμποι γεμάτοι πορτοκάλια» και κάτι τέτοια, και η νεολαία να ψάχνεται και να νιώθει όπως όταν ο ελληνικός στίβος πάτωνε στις Ολυμπιάδες από τον προκριματικό και οι ποδοσφαιρικές ομάδες της χώρας τρώγανε στην Ευρώπη τεσσάρες άμα τη εμφανίσει.
Από τα ’75 μέχρι σήμέρα άλλαξε ο τόπος μας, οι πορτοκαλιές συνεχίζουν να βγάζουν πορτοκάλια, αλλά βγαίνουν και άλλα φρούτα, άλλαξε όμως και η αίσθησή μας γι’ αυτόν. Η μουσική μας τέχνη αστικοποιήθηκε πολεοδομικά. Από τα τραγούδια που εξυμνούσαν χάρτινα φεγγαράκια και ακρογιαλιές, περάσαμε σε μια σκληρή, προκλητική, αυθάδη, απροκάλυπτα ερωτική και μαγκιόρικη πρακτική, το τραγούδι του ραδιοφώνου, του γραμμοφώνου και της κιθαρίτσας της μπουάτ, έδωσε τη θέση του στο τραγούδι του κλαμπ. Το οποίο μουσικολογικά κινείται στα πρότυπα της λαϊκοράπ, ένα αφόρητο- στα αυτά τα δικά μας- υβρίδιο βαλκανικής αφομοίωσης του αμερικάνικου ήχου, με έθνικ αποχρώσεις, ζυμωμένες με τραλαλά, χαβαλέ και «κοιτάτε μας», μια ατμόσφαιρα επίδειξης και επίθεσης. Δεν ψυχαγωγούμαστε ακριβώς, φτύνουμε το τραγούδι στα μούτρα των άλλων. Στο σημείο αυτό οι μεγαλύτεροι απολαμβάνουμε την ευεργεσία της ωρίμασης, ανοίγουμε την πόρτα και βγαίνουμε στον δρόμο για οξυγόνο.
Το τραγούδι υποστηρίζεται από εικόνες, που αναδεικνύουν παιχνιδιάρικα, με μια σοκαριστική ειλικρίνεια, τη σημερινή πολιτισμική πραγματικότητα της ατάκτως ερριμμένης ερωτιάρικης ακαλαισθησίας, του σύγχρονου αστικού χώρου. Τι’ ν’ η πατρίδα μας; ρωτάει ο ποιητής. Και αυτά, και εκείνα, απαντάει μόνος του, εννοώντας βέβαια, πριν ενάμιση αιώνα, βουνά και θάλασσες, λεμονιές και έλατα, ψαράδες και ξυλοκόπους και εκκλησιές άνευ γάμων ομοφύλων. Πλέον, το ερώτημα αναβαθμίζεται.
Τι είναι πατρίδα μας, τελικά; Ο νομιμοποιημένος, θριαμβευτής μικροαστισμός που κυριαρχεί στην ψυχαγωγική έκφραση; Ναι, εφόσον «η ποιότητα» έχει βάλει την ουρά στα σκέλια και τρέχει κλαίγοντας μέσα στη νύχτα. Ναι, εφόσον διαπνέεται από έναν ξεσηκωτικό δυναμισμό, σαν τα πολυάνθρωπα γκρουπ του Καρναβαλιού που ξεχύνονται ξεροκέφαλα με τη μαυροδάφνη τους και τους χυμούς τους. Ναι, εφόσον οι ίδιοι μέσα μας έχουμε αποφασίσει ότι αυτό είμαστε και αυτό θέλουμε να είμαστε. Το βίντεο κορυφώνεται με μια επίδειξη δεξιότητας στον χειρισμό αυτοκινήτου. Ζήτω τα γκάζια.
Το ελληνικό τραγούδι φέτος δεν έρχεται να ασκήσει παιδαγωγική, αλλά να κολακέψει τον αντάρτη εαυτό μας. Αν προτιμάς Χατζηδάκη, γιατί βλέπεις ακόμα Γιουροβίζιον; Και η γκρίνια είναι το ίδιο ανυπόφορη με αυτό το άνισο, τεχνητό, εμπορικό, μαϊμουδοσυμπίλημα ρυθμών και φράσεων που στέλνουμε να μας εκπροσωπήσει.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News