Ποιος ν’ αλλάξει: αυτοί ή εμείς;
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής – πρώην πρύτανης Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εάν οι υπεύθυνοι για την ασφαλή λειτουργία της μοναδικής σιδηροδρομικής γραμμής ήταν άνθρωποι υπεύθυνοι κι έντιμοι, που γνώριζαν ότι τα τρένα μπαίνουν στη γραμμή αντίθετης κατεύθυνσης και τρέχουν με ταχύτητα μεγαλύτερη των 100 χλμ./ώρα, είναι βέβαιο πως δε θα μπορούσαν να κοιμηθούν ώσπου να βρουν λύσεις ασφαλείας για αυτό το εν δυνάμει θανάσιμα επικίνδυνο πρόβλημα.
Και υπήρχαν πολλές με τις διαθέσιμες τεχνολογικές δυνατότητες και, μάλιστα, πολύ εύκολα. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη απλής εφαρμογής στο κινητό του κάθε μηχανοδηγού (Viber ή WhatsApp), με την οποία κάθε φορά που το τρένο εισερχόταν σε αντίθετη κατεύθυνση θα έστελνε μήνυμα με το σημείο εισόδου του στους αναγκαίους αποδέκτες. Με απλή ρύθμιση να χτυπάει συναγερμός όταν δύο τρένα κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή. Μόνο, που οι υπεύθυνοι κοιμόντουσαν ήσυχοι, παρότι δεν είχαν κάνει τίποτα από αυτά. Επειδή δεν τους ενδιέφερε, γιατί είχαν άλλες προτεραιότητες ή γιατί δεν ήθελαν να κάνουν κάτι, διότι το «θέμα» έπρεπε να παραμένει σε εκκρεμότητα ώστε να γίνονται καλύτερα, και προς «αμοιβαίο» όφελος, οι παράπλευρες συνεννοήσεις για την τεράστια επένδυση στο νέο Σύστημα Τηλεδιοίκησης.
Το να συμβαίνουν «7 παραβιάσεις του Πρωτοκόλλου Ασφαλείας» σε Οργανισμό με ευθύνη για την ασφάλεια της ζωής ανθρώπων, δεν μπορεί να είναι δικαιολογία και απόδειξη της ύπαρξης «ανθρωπίνου λάθους», όπως φαίνεται να πιστεύει ο κ. πρωθυπουργός. Αντιθέτως, είναι εκκωφαντική απόδειξη πως, σε έναν Οργανισμό υπό την εποπτεία κυβέρνησης και κόμματος, τίποτε και κανείς δεν ασχολείται με την ομαλή κι εύρυθμη λειτουργία του. Μάλλον όλοι ασχολούνται με την καταλεηλάτησή του, με κάθε τρόπο και σε βαθμό παράκρουσης, χωρίς να ανησυχούν για τα περαιτέρω.
Ο θάνατος 57 ανθρώπων στα Τέμπη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα έγκλημα από ένα σύστημα το οποίο λεηλατεί τον δημόσιο πλούτο προς ίδιον όφελος. Και είναι φυσικό, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τα ατυχήματα και οι ανθρωποθυσίες να γίνονται αναπόφευκτες.
Είναι αφελές να προσπαθεί κάποιος να εγκαλέσει τους κυβερνώντες, ζητώντας τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να ζητήσουν συγγνώμη και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Τί να έλεγαν, δηλαδή, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί στους πολίτες για τα Τέμπη; Οτι αν θέλουν μία κυβέρνηση, που να μοιράζει αφειδώς επιδόματα, σαν να μην υπάρχει αύριο, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να δεχτούν και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, μαζί με όλα όσα αυτό συνεπάγεται ως «παράπλευρες απώλειες», περιλαμβανομένων ενίοτε και ανθρωποθυσιών; Τέτοιο πράγμα θα ήταν πολιτική αυτοκτονία και καταστροφή. Γι’ αυτό, η μόνη λύση που είχε ήταν να περάσει στην αντεπίθεση. Να βάλει συνεργάτες του να κουνάνε το δάχτυλο στους συγγενείς θυμάτων, να χαρακτηρίζουν τοξικότητα το αίτημα για δικαιοσύνη, και να ασχημονούν στη μνήμη αδικοχαμένων. Κινητοποιώντας αδίστακτους κονδυλοφόρους, σιτιζόμενους από σχετικά κονδύλια «ενημέρωσης», να κατηγορούν χαροκαμένους γονείς ότι κινούνται από προσωπικά κίνητρα για προβολή και από ταπεινές επιδιώξεις συμφέροντος. Ποτέ μία κυβέρνηση δεν έχει φτάσει τόσο χαμηλά σε αήθεια και χυδαιότητα!
Το χειρότερο είναι πόσο βαθιά έχει βυθιστεί η ελληνική κοινωνία στον κυνισμό, ώστε μεγάλο μέρος της να ανέχεται ή και να υποστηρίζει αυτήν τη αήθεια. Διότι, είναι η ίδια που έχει δημιουργήσει, στηρίξει και ανεχθεί πολιτικούς και κόμματα εμπαιγμού, ψεύδους και χυδαιότητας.
Το δράμα της Σκύλας και της Χάρυβδης, που αντιμετωπίζει στις επιλογές της, είναι η ίδια που το έχει στήσει μπρος της. Οσοι την κακοποιούν και την ατιμάζουν, εδώ και χρόνια, από εκείνη έχουν επιλεγεί, από εμάς.
Το ζητούμενο δεν είναι να αλλάξουν «αυτοί», αλλά εμείς όλοι. Αλλιώς, αν δεν αλλάξει πραγματικά, όπως πορεύεται η χώρα δεν έχει κανένα μέλλον. Το έγκλημα των Τεμπών είναι, ίσως, η ύστατη προειδοποίηση.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News