Η ελευθερία και το ελληνικό καλοκαίρι
Η Μαίρη Σιδηρά είναι φιλόλογος.
Η ελευθερία είναι οξυγόνο, περήφανη, ενστικτώδης, έλλογη, λιτή, δωρική, λεπίδα, χαριτωμένη, τρομερή, φωτιά, άνεμος, δρόμος ατραπός, πλατεία, όνειρο, αλήθεια, ουσία, αξιοπρέπεια, δικαίωμα, πόλεμος, το κράτος της ειρήνης.
Είναι οντολογική αναγκαιότητα, ανθρωπολογική ποιότητα, πολιτικό δικαίωμα, συνειδησιακή ταυτότητα, άρωμα ζωής, όραμα ζωής, Ιστορία και αγώνας…
Είναι διεκδίκηση μα και εθελούσια παραχώρηση, αγαπητική υπόταξη και οργανική παράταξη. Είναι ο άλλος και το εγώ, «το εγώ ως άλλος», είναι βλέμμα, ανάγκη, πεμπτουσία.
Μέσα στην πολυμορφία των εκδηλώσεων και των αναγνωριστικών της σημάνσεων, κυματίζει ωσάν μυστικός παλμός ευχαρίστησης η ελευθερία που θρέφεται από και μεταλαμβάνεται στο… ελληνικό καλοκαίρι.
Η ελληνική θερινή ελευθερία αναγεννά το κύμα, φανερώνει τ’ αστέρια, μυρώνει τις απογευματινές βόλτες, δοξάζει το καλοκαίρι. Είναι αρωγός ώστε το σώμα ν’ αφεθεί και οι αισθήσεις ν’ αποστάξουν το έλαιο της ποιητικότητάς τους. Συνήθως όμως η πορεία της απόλαυσης λειτουργεί αντίστροφα, ωσάν η ομορφιά να επαναρρυθμίζει την τροχιά του ελεύθερου φρονήματος. Τότε η «φυσική» της ζωής γίνεται αρωγός πρόγευσης παραδείσιου κήπου.
Αυτό το συγκεκριμένο είδος ελευθερίας αραιώνει τα ρούχα και αίρει την ταξική σχεδίαση των σωμάτων. Χλευάζει τον φασισμό της εμπορικής θέσπισης του ωραίου και, παρά τις δεκαετίες συστηματικής ειδωλοποίησης της ζωής μας και παρά τον πρόσφατο εκφυλισμό της σωματικής μας αξιοπρέπειας –μέσω τηλεοπτικών εκπομπών του πλέον επονείδιστου life system που, όσο κι αν μη μας αφορούν, μας θίγουν και μας απαξιώνουν- η ωραία των χειμερινών μας ονείρων εφορμά απόλεμα, φιλήδονα, σιγανά, με συγκίνηση, αξιοπρέπεια, παιδικότητα, για να μας μυήσει ξανά και απρόοπτα και σχεδόν ξεχασμένα στο χάδι του νερού, στην αντανάκλαση του βότσαλου, στην ανύποπτη δωρεά βασιλικού και νυχτολούλουδου.
Κι επίσης, φωτίζει με εάλω ευγένειας και λύπης καβαφικής τις πόλεις μας. Εξαίρει τη ρυμοτομία τους, μαρτυρά το παρελθόν τους, αναδεικνύει δεσμούς συγγένειας ανάμεσα στους εναπομείναντες κατοίκους ή τους επισκέπτες τους, διεγείρει τη φιλοσοφική τους ματιά, καθιστά θυμίαμα τέρψης και ανακούφισης το αιφνίδιο αεράκι στις καθόδους και τις διασταυρώσεις, τυλίγει με αέρα Βαν Γκογκ τα απομονωμένα ουζερί, ξεχωρίζει κάποτε μέσα στο κάμα του ήλιου κάποιους ξεχασμένους αγίους…
Ακόμη, η πλέον αταξική και κοινωνικά ισότιμη εποχή ανανεώνει ορμητικά τη δυνατότητα απόλαυσης, τι έχοντες και μη έχοντες, εγκρατείς και μη, όλοι θα δώσουν τον οβολό τους για μια και δυο και τρεις, που λέει ο λόγος, αθερίνες κάτω απ’ τ’ άστρα, όταν το κρασάκι κλείνει το μάτι στο σύμπαν, κίτρινο στο κίτρινο, εεεεε, διατρανώνει πονηρά, εμείς εδώ κάτω πολλά πάσχουμε… Μα που και που, ιδίως το θέρος, ομιλούμε μεταξύ μας και τερπόμεθα ομιλώντας, μετά οίνου και μεζέ…
Κι ακόμη, έχοντες και μη έχοντες, οικονόμοι και μη, όλοι θα κλέψουν κάτι απ’ την αιθρία μιας βραδιάς, το χρώμα μιας σκεπής ή μιας βάρκας, μια σκιά τρυφηλή που πέφτει τη νύχτα, κι όλοι θα αναφωνήσουν ένα Δόξα τω Θεώ ή θα μουρμουρίσουν ένα τραγούδι ή θ’ ανέβει σιγανά εντός τους η ικανοποίηση για τη μάχη που έδωσαν.
Οχι επί ματαίω…, όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Γιατί το ελληνικό καλοκαίρι -και όχι μόνο στα νησιά μας- αναπτερώνει την ανάγκη της χειμερινής μάχης… Κι εκείνος ο αριστοφανικός Δικαιόπολις («Αχαρνής») που θέσπισε ειρήνη μεσούντος του Πελοποννησιακού για την αφεντιά του και τους πιστούς του, γλέντι που θα στήνει κάθε καλοκαίρι, ακόμη και τώρα που ο πλανήτης ξερνά το επιτήδειο είδος μας, ακόμη και τώρα που ασθένεια, δυσπραγία, κλιματική αλλαγή, κοινωνική αδικία και πόλεμος καίνε την οικουμένη. Ξέρει αυτός, γέννημα θρέμμα Αθηναίος, βλέπετε, ξέρει αυτός πως λάθη και δάκρυα, μοναξιά και αδικία, ματαιότητα και κίνδυνος, ασέβεια και άλωση των τιμαλφή, μάσκες και τυραννία, όλα εκτιμώνται και καθίστανται αντιμετωπίσιμα ιδωμένα υπό την ιαματική στέγη του ελληνικού θέρους. Ή τουλάχιστον έτσι μας κάνει καλό ακόμη να πιστεύουμε…
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News