Ηλίθια ερώτηση

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημέριδας «Πελοπόννησος».

Σήκω ήλιε πιο ψηλά, παρότρυνε τον ήλιο ο Σαββόπουλος, και- περιέργως- ο ήλιος τον άκουγε και σηκωνότανε όλο και ψηλότερα, να τον δούνε τα παιδιά, που θα μεγαλώσουν, και θα αγαπήσουν τα κοπελιά, και θα είναι όλα διά μας, ήλιος, ουρανός, χαρά, προφήτευε αισιόδοξα ο ποιητής. Και καθώς εμείς αναλογιζόμαστε τους στίχους του, ενώ ο ήλιος σηκωνόταν ψηλά πάνω από την παραλιακή των Πατρών, να σου μια οδηγός που θεωρεί αναγκαίο να κάνει προσπέραση στον δρόμο του παλιού λιμανιού, ανάμεσα στην ακτογραμμή και τον κοσμάκη που διέσχιζε την οδό περπατώντας σε ένα απίθανο σκηνικό για καρδιά χειμώνα. Θυμώνει ο Σαββόπουλος και αποσύρει την κιθάρα του, θυμώνει και ο ήλιος και μένει ακίνητος, θυμώνουμε κι εμείς φευγαλέα, αλλά μάλλον απορούμε: Τι κόσμος υπάρχει; Δεν της κάνει η ταχύτητα των 40 χιλιομέτρων σε έναν δρόμο πέντε μέτρων πλάτος,
θέλει να τρέξει με 55, να κερδίσει 10 μέτρα μήκος, να κολλήσει στο επόμενο
προπορευόμενο αυτοκίνητο.

Τι κόσμος υπάρχει; Ηλίθια ερώτηση. Ακόμα ρωτάς; Ανοιξε την εφημερίδα και κοίτα. Ο άλλος δικάζεται γιατί μαχαίρωσε έναν νεαρό μουσικό από κόμπλεξ, επενδυμένο με ιδεολογικό φανατισμό. Η άλλη επειδή έπνιξε ή φαρμάκωσε ένα, δύο, τρία παιδιά, όσα είχε, αν και ο δικηγόρος μιλάει για τη μεγαλύτερη πλάνη όλων των εποχών. Δική μας ή δική του; Ο άλλος σκότωσε τη γυναίκα του και κρέμασε τον σκύλο τους, με το μωρό τους μπροστά και έκανε το θύμα ληστείας από ανθρώπινα κτήνη που δεν υπήρχαν, αλλά που όλοι πιστέψαμε πως υπήρχαν για τον απλό λόγο ότι έχουν γίνει και ληστείες με ανθρωποκτονία κατ’οίκον. Ο άλλος την έπεφτε σε όποια γυναίκα φορούσε παντελόνι ή φουστάνι επειδή τον άναβε κάθε γυναίκα και περισσότερο τον άναβε η ανάγκη η κάθε γυναίκα να τον επιθυμεί, και τώρα δηλώνει κατεστραμμένος εξ αιτίας των γυναικών. Και τώρα η άλλη: Εδωσε τα λεφτά της σε έναν συνοικιακό λογιστή ο οποίος την έπεισε ότι μπορούσε να τα
αυγατίσει, ποιες τράπεζες και ποια χρηματιστήρια, ποια επενδυτικά γραφεία και
εξειδικευμένοι διαχειριστές χαρτοφυλακίων, ποια επιτόκια μισό και ένα τοις εκατό, ο συνοικιακός λογιστής έχει τις άκρες με τη Χαναάν των αποδόσεων, και τώρα τον ψάχνει, και τον πολιορκεί, και τώρα τον πνίγει, και το γυρίζει σε βίντεο, και εκείνος πάει να διευκολύνει αυτοκτονώντας μόνος του και εκείνη δίνει κλωτσιά στην καρέκλα ώστε να σιγουρέψει τον απαγχονισμό, κι εσύ τώρα περιμένεις τον ήλιο να σηκωθεί, να ζεστάνει τις καρδιές και να χορέψει η κοπελλιά, με στεφάνι στα μαλλιά.

Τι κόσμος υπάρχει; συλλογάται η οδηγός που γκαζώνει για να επισπεύσει την άφιξή της στο επόμενο κόκκινο φανάρι. Απορεί που οι μπροστινοί οδηγοί τηρούν τις αποστάσεις. Παραξενεύεται που ο περαστικός την κοιτάζει με κατάπληξη ενώ κάνει προσπέραση. Ολοι οι αλλόκοτοι μαζεμένοι μπροστά της και πλάι της. Θα πρέπει να εξοικειωθεί με τα παρδαλά είδη της πανίδας που σκάνε μύτη από παντού στην πλάση. Όλα πλέον μπορείς να τα περιμένεις από όλους, δεν ξέρεις από πού σου έρχεται, δεν βλέπεις τι γίνεται κάθε μέρα;

Τι κόσμος υπάρχει; Αλλά γιατί πίστεψες ότι ο κόσμος όφειλε να είναι «αλλιώς»; Εδωσες βάση στα τραγούδια, στην ποίηση, στην καλλιτεχνία των ζωγράφων, στα όνειρα των φιλοσόφων και τις προσευχές, και έπεσες πάνω στον στύλο ενώ χάζευες τη γυναίκα που έκανε μια ξεκούδουνη προσπέραση.