Τo ατομικό καθήκον στην υπεράσπιση της Δημοκρατίας

ΚΡΕΜΑΣΤΗΚΕ η χώρα χθες από τα βραδινά δελτία. Θα επιτρεπόταν ή όχι στα ακραία και τα φιλοναζιστικά κόμματα να πάρουν μέρος στις εκλογές; Καίριο το ερώτημα. Αλλά γιατί; Διότι γνωρίζουμε ότι ένα σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών έχουν πρόθεση να ψηφίσουν τα κόμματα αυτά, παρά την ιδεολογία και τα προτάγματά τους. Κάποιοι, μάλιστα, να τα ψηφίσουν ακριβώς επειδή συμμερίζονται την ιδεολογία και τα προτάγματα αυτά. Πλέον, δεν εκπλησσόμαστε: Διαπιστώσαμε το ρεύμα αυτό να διογκώνεται την περασμένη δεκαετία για λόγους που υπεραναλύθηκαν, αλλά δεν θεραπεύθηκαν.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ Αρείου Πάγου και πολιτικών παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να αναληφθούν για να αναχαιτιστεί το φαινόμενο αυτό, ίσως θα πρέπει όλοι μας να αναλογιστούμε τη δική μας συνυπευθυνότητα στη δημιουργία και τη διαιώνιση του κλίματος που τρέφει αυτές τις τάσεις. Μιλάμε για τον διάχυτο αρνητισμό σε βάρος της δημόσιας ζωής και των πυλώνων της, την επικριτική ισοπέδωση των θεσμών, τον εύκολο, και ενίοτε φθηνό και άδικο αφορισμό. Μέσα σε ένα τέτοιο πνεύμα, το οποίο νομιμοποιεί την αντισυστημική χολερικότητα και επιτρέπει το καμουφλάρισμά της, ποτίζεται το ρεύμα που στη συνέχεια ξορκίζουμε όταν το βλέπουμε ενσαρκωμένο σε ποσοστιαία απήχηση και ανάδειξη των γνωστών και μη εξαιρετέων εκπροσώπων.

ΞΕΧΑΣΑΜΕ -κάτω από το βάρος των δικών μας παραπόνων και δυσκολιών- ότι η υπεράσπιση της δημοκρατίας εναπόκειται στον πατριωτισμό και την υπευθυνότητα κάθε πολίτη. Αρκεί να φρενάρει τις υπερβολές, να γίνει πιο δίκαιος απέναντι στο σύστημα και τις επιδόσεις του. Μια χώρα που στάθηκε στα πόδια της μετά από μια χρεοκοπία, δεν είναι εις όλα «για πέταμα». Ας σταματήσουμε να ψυχαγωγούμαστε με την καταστροφολογία και την τοξικότητα και ας ξαναβρούμε το μέτρο. Το πολιτικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας στάσης θα μας ωφελήσει πολύ περισσότερο.