Αυτόχθονες και Ετερόχθονες!

* Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.

                             “Αν είναι να μείνωμεν ημείς νηστικοί

                              ας πάγη στον διάβολον η Ελευθερία!

                              Εφαγαν αυτοί, ας φάμεν και ημείς τώρα.”

                             (Φράση αποδιδόμενη στον στρατηγό

Μακρυγιάννη σε λόγο του την 12/1/1844

στην Εθνοσυνέλευση).

 

Η φράση του υπότιτλου είναι μιά από τις πιό παρεξηγημένες φράσεις στην ελληνική πολιτική ιστορία.

Πρίν όμως πάμε στό αν είπε τη φράση ο Μακρυγιάννης, τι είπε και κάτω απο ποιές συνθήκες, ας μπούμε στην χρονοκάψουλα της ιστορίας και ας πετάξουμε στις στήλες* του Ολυμπίου Διός την 7η Φεβρουαρίου του 1844, που έπεφτε Καθαρά Δευτέρα.

Κόσμος πολύς είναι μαζεμένος στις «Κολώνες», όπως αποκαλούσε ο λαός τις στήλες για να γιορτάσει, να φάει τα νηστίσιμά του να πιεί το κρασάκι του (που στην Ελλάδα είναι πάντα νηστήσιμο) να γλεντήσει και να χορέψει.

Στη γιορτή είναι καλεσμένοι του Στρατού (!) και οι βασιλιάδες Οθων και Αμαλία. Το γλέντι έχει ξεκινήσει, όταν ξαφνικά γίνεται σούσουρο. Κάτι ακτιβιστές έχουν ξεδιπλώσει στις κολώνες δύο μεγάλα μαύρα πανό. Με μεγάλα γράμματα στο ένα πανό γράφουν «Οι αδικηθέντες Κρήτες» και στο άλλο «Οι ξενηλατούμενοι Μακεδόνες»!

Σε χρόνο ντε τε η αστυνομία τρέχει και μαζεύει τα πανό. Γιατί έγινε η διαμαρτυρία; Γιατί ο «σάραξ της διαιρέσεως», το σαράκι που διαιρεί τα ελληνικά κύτταρα διχάζοντάς τα χωρίς να τα πολλαπλα-σιάζει, όπως γίνεται στην πλάση, είχε κάνει πάλι το θαύμα του. Είχε διχάσει τους Ελληνες, αυτή τη φορά σε «αυτόχθονες» και «ετερόχθονες». Σε «ντόπιους» δηλαδή και «ξένους».

Αυτός ο καθαρευουσιάνικος διχασμός που επισημοποιήθηκε με το Β’ Ψήφισμα στο Σύνταγμα του 1844, σκοπό είχε να απολυθούν όλοι οι ετερόχθονες από όλες τις θέσεις του Δημοσίου και να μη διορίζονται άλλοι στο μέλλον. Η δημοσιοϋπαλληλία και τα αξιώματα προορίζονταν εφεξής για τους «αυτόχθονας κατοίκους της επικρατείας» και κατ’ εξαίρεση αυτούς που ήλθαν, αγωνίστηκαν μέχρι το 1829 και διαμένουν. Για τους «ξένους» της Στερεάς και των Νήσων, το χρονικό όριο έφτανε μέχρι το 1837. Η βαθύτερη αιτία πάνω στην οποία τράφηκε ο «σάραξ» του φαινομενικά ακατανόητου διχασμού σε αυτόχθονες και ετερόχθονες, ήταν ο πιο ουσιαστικός διχασμός σε «κουμπούρες» και «καλαμαράδες». Σε Ελληνες δηλαδή των επαναστατημένων περιοχών της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας που ήξεραν από κουμπούρια και σε Ελληνες που ήλθαν από το εξωτερικό και ήξεραν από γράμματα. Ετσι, μετά τον πόλεμο, οι γραμματισμένοι έπιασαν τα πόστα και οι αγωνιστές έμειναν απ’ έξω. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και σήμερα αυτός που δεν παίρνει τα γράμματα είναι «κουμπούρας» και ο υποπλοίαρχος στα εμπορικά καράβια λέγεται και «γραμματικός», επειδή παλιά χρειαζόταν και ένας που να μιλάει και να γράφει τα Ελληνικά και τα ξένα. Θα μου πείτε, τόσο μεγάλοι ήταν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων; Οχι, αλλά από την ανεργία καλύτεροι.

Ετσι λοιπόν, μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση οι Παλαιοί αγωνιστές θέλησαν να διώξουν τους γραμματισμένους ετερόχθονες από τα πόστα που είχαν μονοπωλήσει.

Από πέντε εφημερίδες της εποχής, μία αναγράφει την επίμαχη φράση του Μακρυγιάννη στην εθνοσυνέλευση, όπως την αντιγράφει ο υπότιτλός μας, μία αναγράφει ότι ο στρατηγός είπε: «Αν άπαξ εμείναμεν νηστικοί ως τώρα, πάντοτε θα μένωμεν;» και οι άλλες αναφέρονται «περί διαγραμμάτων». Τα πρακτικά γράφουν:

«Επειδή εκείνοι επί πολυετίαν κατέσχον τα πράγματα πρέπει ήδη να παραχωρήσωσι και εις ημάς τούτο». Μόνο που το στυλ των πρακτικών δεν είναι το στυλ του Μακρυγιάννη, για να θυμηθούμε την ιστορική ατάκα του στρατηγού στον Γιάννη Γκούρα, «Να την χ@σ@ τέτοια λευτεριά όπου θα κάνω εγώ εσένα Πασιά!».

Σήμερα αντίθετα, οι ταγοί του δημοσίου μας βίου τσακώνονται για το ποιανού (ετερόχθονος) τα… Αγγλικά είναι τα καλύτερα!
—————————

*Νομίζω ότι το σωστό (αν και δεν συνηθίζεται) είναι «οι στύλοι του Ολυμπίου Διός».

* Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.