Διαμάντια – Γυναίκα: Η ακατανίκητη διευθύντρια του χάους μας

Το «Διαμάντια » δεν έχει την παραδοσιακή θεαματικότητα: δεν μας μπουκώνει στα εφέ ή στη δράση, μας βυθίζει στην απόλυτη λεπτομέρεια του χρόνου της τέχνης.

Διαμάντια - Γυναίκα: Η ακατανίκητη διευθύντρια του χάους μας

Η γυναίκα, πηγή ζωής και μυστήριο αέναο, ράβει την ιστορία με δύναμη και ευαισθησία, κρατώντας σε μαγική ισορροπία τις επιθυμίες, τον χρόνο και τα όνειρα της.

Ένας σκηνοθέτης μαζεύει τις αγαπημένες του ηθοποιούς για να γυρίσουν μια ταινία στη Ρώμη της δεκαετίας του ’70, σε έναν οίκο μόδας γεμάτο αριστοκρατία και μυστήριο. Χωρίς να αποκαλύπτει πολλά, τις παρατηρεί με προσοχή, παίρνει τις διαστάσεις τους και τις βυθίζει σε έναν κόσμο όπου ο ήχος των ραπτομηχανών κυριαρχεί, οι άνδρες μένουν στη σκιά και η γυναικεία παρουσία γίνεται η καρδιά της ιστορίας. Καθώς ξετυλίγεται η πλοκή του «Διαμάντια» του Φερζάν Όζπετεκ νιώθει κανείς ότι εισέρχεται σε έναν αέρινο καθρέφτη όπου το παρελθόν συναντά το παρόν, η τέχνη συναντά το πάθος, κι οι γυναίκες, όλες εκείνες οι ηρωίδες, λαμβάνουν φωνή μέσα από τη σιωπή της δουλειάς και του ραψίματος.

Η ιστορία εκκινεί σε έναν μυστηριώδη, ρητά «αριστοκρατικό» οίκο ραπτικής, κάπου στο κέντρο της Ρώμης. Ο δημιουργός της ταινίας δεν μας δίνει εξηγήσεις αυτές τις πρώτες στιγμές. Δεν χρειάζεται. Ο χώρος είναι ήδη φορτισμένος: βελόνες και πατρόν, ψαλίδια και υφάσματα, ρολόγια που δεν μετρούν χρόνο εκεί, όπου οι ραπτομηχανές παίζουν τη μελωδία της δημιουργίας, και οι ρυθμοί υφαίνουν τα όνειρα, τις αναμνήσεις, τις αναζητήσεις.

Στο επίκεντρο, δεκαοκτώ σημαντικές Ιταλίδες ηθοποιοί, σαν χορός γυναικών, αυτοκρατόρων της υποκριτικής, καλούνται να «μετρηθούν» όχι μόνο με τις διαστάσεις του σώματος αλλά κυρίως με την εσωτερική τους γραμμή, την ποίηση που κρύβεται στη στάση, στη φωνή, στην κίνηση. Και ο σκηνοθέτης είναι ελάχιστος στις οδηγίες: παρατηρεί. Αλλά αυτή η παρατήρηση δεν είναι κρύο βλέμμα, είναι ένα καλειδοσκόπιο: ανοίγει τις δυνατότητες των ηθοποιών, τις μεταφέρει πίσω σε μια άλλη εποχή, όπου οι ηρωίδες δεν λένε πάντα την αλήθεια, αλλά τη φοράνε.

Και τότε η ταινία εξελίσσεται όχι μέσα από λέξεις, αλλά μέσα από την τέχνη του «φαίνεσθαι»: το τι συμβαίνει όταν μια ραπτομηχανή ζωντανεύει ύφασμα, όταν μια φούστα διαγράφει γραμμές που δεν είχε γνωρίσει το σώμα πριν. Μια γοητευτική σιωπή διακόπτεται από το κλικ των μηχανών.  Οι γυναίκες δουλεύουν, η δουλειά είναι ο περίβολος όπου εκδηλώνονται οι μικρές εξομολογήσεις, οι σκιές του παρελθόντος, τα τραύματα, τα μυστικά και είναι αλήθεια ανάμεσα σε όλα αυτά κυριαρχεί ένας ατέρμονος μηρυκασμός της νοσταλγίας.

Ο ρόλος των ανδρών είναι περιθωριακός. Υπάρχουν, αλλά δεν κρατούν τα ηνία. Σαν καπνός απέναντι στο ύφασμα, σαν στάχτη στο απαστράπτον  διαμάντι. Το ενδιαφέρον δεν είναι η αντίθεση φύλων, είναι πώς οι γυναίκες, αφήνοντας τη δημιουργία να ξεδιπλωθεί στις παλάμες τους, γίνονται κάτοχοι της αφήγησης. Και κάθε μία από τις γυναίκες γίνεται μικρο-κορυφή της συλλογικής αφήγησης: η μία θρηνεί, μια άλλη ερωτεύεται τη σιωπή της ραπτομηχανής, μια τρίτη δοκιμάζει την ενσυναίσθηση, μια άλλη αρνείται να μετρηθεί σε νούμερα, μια άλλη φαντασιώνεται το ρούχο που θα της αλλάξει τη ζωή. Όλες μαζί, όμως, σχηματίζουν ένα πολυφωνικό πορτρέτο γυναίκας. Μια εξομολόγηση με ύφασμα που όμως δεν καταφέρνει να κρύψει τις ραφές της.

Το «Διαμάντια » δεν έχει την παραδοσιακή θεαματικότητα: δεν μας μπουκώνει στα εφέ ή στη δράση, μας βυθίζει στην απόλυτη λεπτομέρεια του χρόνου της τέχνης. Πώς χάνεται το ένα δευτερόλεπτο στη ραφή, πώς το ύφασμα αλλάζει φιλότιμα μορφή, πώς το βλέμμα μιας ηθοποιού φωτίζεται όταν φορέσει το «κουστούμι» της νέας ταυτότητας κι όλα αυτά μέχρις υπερβολής.

Καθώς η ταινία προχωρά, τίποτα δεν αποκαλύπτεται πλήρως, πολλά αφήνονται στην άκρη, σε ένα παιχνίδι σκόπιμης απόκρυψης. Η αινιγματικότητά της λειτουργεί σαν ανοιχτή πόρτα: ο θεατής παρακολουθεί τον παλμό της αίθουσας ραπτικής, τον σταθερό ρυθμό των μηχανών, το βάρος των σιωπών και των βλεμμάτων. Αυτόνομες ιστορίες, με διαφορετικές αποχρώσεις και διαδρομές, υφαίνονται σε μία ενιαία αφήγηση. Βέβαια ενίοτε, τα «Διαμάντια»   μοιάζουν με υπερφορτωμένο μπουκέτο από κοινότοπες θεματικές που εμπεριέχουν σχεδόν όλο το εύρος του «γυναικείου δράματος»: έρωτες, απώλειες, βία, μητρότητα, τραγικά μυστικά, αλλά όλα μαζί, χωρίς πλήρη ανάπτυξη και  χωρίς  βάθος, έτσι η ταινία κάποιες φορές παρασύρεται σε ρηχά, μελοδραματικά μοτίβα που εξαντλούν το συναίσθημα χωρίς να το σκάβουν.

Πάντως 2,5 εκατομμύρια θεατές στην Ιταλία έσπευσαν να δουν την ταινία. Δεν αναζητούσαν απλώς μια ταινία, αναζητούσαν την ατμόσφαιρα μιας εποχής που επιστρέφει όχι ως αναπαράσταση, αλλά ως ζωντανή εμπειρία μέσα από το έργο των γυναικών. Η πλοκή, λειτουργεί ως σταθερός αλλά παραφορτωμένος ύμνος στην ομορφιά, μέσα από την τέχνη, την πειθαρχία και την ήρεμη κυριαρχία, γιατί ξέρουμε ότι η γυναίκα είναι ο αόρατος σφυγμός της ζωής, η δύναμη πίσω από κάθε αλλαγή, η σιωπηλή ηρωίδα που κρατά τον κόσμο όρθιο με χαμόγελο και συνοχή.