Δημοσιογραφική επιτυχία

Υπάρχουν διάφορες δημοσιογραφικές σχολές, όπως και διάφορες εθνικές κουλτούρες και βέβαια διάφορες ταχύτητες στις εθνικές κοινωνίες.  Οποιος βαυκαλίζεται πως κατέχει τους κώδικες της «σωστής δημοσιογραφίας»  οφείλει να λαμβάνει υπόψη μια βασική αρχή: Πρωτεύουσα επιδίωξη της δημοσιογραφίας είναι να μην ασκείται εν κενώ. Με άλλα λόγια, τι να σε κάνω αν ξέρεις πώς παίζεται η μπάλα, αλλά έτσι και σε βουτήξει ο αντίπαλος αμυντικός χαφ, σου δίνει και τα δύο πόδια στο χέρι χωρίς ο διαιτητής να δει κάτι επιλήψιμο; Μπάλα είναι αυτή, αν δεν αντέχεις το ξύλο, γίνε τενίστας. Αν και εκεί θα αρχίσουν σύντομα τις φάπες, έτσι όπως τους κόβουμε.

Αφορμή για την θεωρητική αυτή εισαγωγή, ήταν η συνέντευξη την οποία υπέστη- κυριολεκτικά- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκ παραλλήλου με τον ολλανδό ομόλογό του, τον πολύ κ. Ρούτε. Ο Ελληνας πρωθυπουργός, αν δεν το πήρατε είδηση, δέχθηκε ερώτηση που αφορούσε τις «περίφημες» σκληρές απωθήσεις μεταναστών που προσεγγίζουν τις ελληνικές ακτές, που αποσκοπούν στην επαναπροώθησή τους προς τις εκτάσεις ευθύνης της Τουρκίας. Η ερώτηση εισήχθη ως εξής: «Πότε θα σταματήσετε να ψεύδεστε; Γιατί προσβάλλετε τη νοημοσύνη μας;». Ο Κ. Μητσοτάκης επέλεξε να απαντήσει στην ουσία του ερωτήματος αποδοκιμάζοντας απερίφραστα και αυστηρά το ύφος του.

Στην πραγματικότητα, η ουσία του ερωτήματος είναι το ύφος του. Εχει εδώ και καιρό έχει νομιμοποιηθεί η δημοσιογραφία που κινείται μεταξύ ακτιβισμού και διαπόμπευσης. Την αποζητούσε άλλωστε ο κόσμος: «Είχατε τον τάδε βουλευτή στον αέρα το πρωί. Τον ρωτήσατε αυτό, και σας είπε εκείνο». «Πράγματι». «Δεν του είπατε όμως: Αυτά να πας να τα πεις αλλού». Δεν είναι υποθετικός ο διάλογος. Είναι πραγματικός και επαναληπτικός. Ένα μεγάλο μέρος του κοινού αντιλαμβανόταν και αντιλαμβάνεται τον δημοσιογράφο κάτι ανάμεσα σε εισαγγελέα και πυγμάχο. Η αντίληψη αυτή έσυρε σιγά τον κλάδο μας προς το σόου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κείμενο που διαβάζετε. Στη συνέντευξη Μητσοτάκη και Ρούτε έγιναν πολλές ενδιαφέρουσες, επαγγελματικά δομημένες ερωτήσεις. Αλλά εμείς διαλέξαμε να ασχοληθούμε με αυτήν που προκάλεσε το επεισόδιο.

Είναι γεγονός, βέβαια, ότι ο δημόσιος βίος υπηρετείται από πολλούς λειτουργούς του κατά τρόπο προκλητικό. Όχι απαραίτητα επειδή είναι γεννημένοι να προκαλούν, αλλά επειδή αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό η φύση της πολιτικής:  Είναι, στη δημόσια έκθεση, η άσκηση ενός ρόλου, που προϋποθέτει και υποκριτικά χαρίσματα. Θα λες εσύ, τον χαβά μου εγώ. Η αποστολή του δημοσιογράφου είναι να ενημερώνει. Στοιχείο της ενημέρωσης είναι η αποκάλυψη της αλήθειας. Για το κοινό, αυτό θα πει «ξεμπρόστιασμα». Οφείλεις , πράγματι, να εντοπίζεις το ψέμα, την ανακρίβεια, την υπεκφυγή, τη στρέβλωση και να μην την καταπίνει  χάριν των δημοσίων σχέσεων και των συμφερόντων της ενημερωτικής επιχείρησης στην οποία απασχολείσαι (αν και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο: Η εξουσία φέρεται στον δημοσιογράφο, πολλές φορές, σαν να είναι επαγγελματικά υποχρεωμένος να την υπηρετεί, χωρίς καν να περιμένει να του το παραγγείλει ο ιδιοκτήτης). Αν όμως διαχειριστείς το δημόσιο πρόσωπο σαν να είναι ψεύτης, απατεώνας και ποινικά κολάσιμος, έχεις παραβεί τη δεοντολογία. Όμως, αυτό είναι που σου ζητά  ο πολύς κόσμος. Αν μπορούσες να τραβήξεις και καμία σβουριχτή στον πολιτικό την ώρα της συνέντευξης, πολύς κόσμος θα το θεωρήσει δημοσιογραφική επιτυχία. Αλλά είναι κουτό και σνομπίστικο να τα βάζεις με τον κόσμο. Οφείλεις να ψάχνεις τις ισορροπίες, αναθεωρώντας κάθε φορά τα χθεσινά όρια. Κυρίως όμως οφείλεις να διδάσκεις- μπορείς;- στο κοινό την αξία της δεοντολογίας και να πείθεις τους πολίτες ότι ο δημοσιογραφικός επαγγελματισμός που συνδυάζει μαχητικότητα με ευπρέπεια, επάρκεια με φλέγμα, του είναι, αν όχι χρησιμότερος από τη δημοσιογραφία του κραξίματος, αλλά αναγκαίος, σαν ένας θύλακας πολιτισμού.

Είχαμε κάποτε ρωτήσει έναν πολίτη από αυτούς που μας πιλάτευαν, απαιτώντας βαναυσότητες κατά των δημοσίων προσώπων: Αφού έχει ίδια άποψη για τη χαμηλή ποιότητα, τον αμοραλισμό και τη διπροσωπία ορισμένων, γιατί πάει και τους ψηφίζει; Τα ερωτήματά μας, τους εκθέτουν μια χαρά. Γιατί πρέπει να τους κλωτσήσουμε και την περόνη από πάνω; Μας είχε αφήσει να καταλάβουμε κάτι που δεν είχε καταλάβει και ο ίδιος: Ψοφούσε να ηδονιστεί από την ταπείνωση των ίδιων του των επιλογών. Ηταν ένα πλέγμα εγκλωβισμού με σαδομαχιστικά χαρακτηριστικά. Εν τέλει ο δημόσιος βίος είναι αφροδισιακή υπόθεση.