Η κυρία Αθηνούλα και το κρεβάτι του Σαίξπηρ

* Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.

Του ΝΤΙΝΟΥ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ*

«Τα νεκροταφεία
είναι γεμάτα από ανθρώπους
που δεν πρόλαβαν
να τελειώσουν τις δουλειές τους».
(Δεν ξέρω ποιος το πρωτοείπε).

Μη φοβάστε το θέμα. Μες τη λουλουδιασμένη άνοιξη δεν πρόκειται να σας στενοχωρήσω. Αλλο πράγμα βέβαια μήπως προκαλέσω βαρεμάρα, λέξη που την ξορκίζω συνέχεια.

Οταν ήμουν φοιτητής (κατά την πλειστόκαινο περίοδο) είχαμε έναν καθηγητή που δίδασκε κληρονομικό.
Το μικρό του όνομα ήταν Ανδρέας. Ο κύριος Ανδρέας, όταν ακόμα ήταν νέος δικηγόρος, είχε μια πελάτισσα που συγκέντρωνε τα εξής χαρακτηριστικά: πλούτο, τσιγγουνιά, γήρας και καχυποψία. Το μικρό της όνομα ήταν Αθηνούλα. Μια μέρα λέει η Αθηνούλα στον καθηγητή μας:
-«Ξέρεις Ανδρέα θέλω να κάνω τη διαθήκη μου, αλλά με απασχολεί κάτι. Αν αλλάξω γνώμη τι γίνεται;».
-Συντάσσετε άλλη διαθήκη. Απάντησε ο κύριος Ανδρέας.

-Και την παλιά πώς θα την πάρω πίσω;.
-Δεν χρειάζεται. Την καταργεί η νεότερη.
-Είσαι σίγουρος Ανδρέα;
-Ελάτε τώρα κυρία Αθηνούλα, με προσβάλλετε.

Ακολούθησε φροντιστήριο για το πώς συντάσσεται μια διαθήκη, η κυρία Αθηνούλα τα κατάλαβε και έφυγε ευτυχής.
Μετά από καιρό, η κυρία Αθηνούλα έκανε μια σημαντική εγχείρηση, αλλά ο χειρουργός δεν τόλμησε να ζητήσει λεφτά, γιατί η γηραιά αρχόντισσα του έδωσε να φυλάξει ιδιόγραφη διαθήκη της, στην οποία άφηνε ένα διαμέρισμα στην μοναχοκόρη του γιατρού. Πέρασε πάλι κάποιο διάστημα και η κυρία Αθηνούλα έκανε ανακαίνιση στη μονοκατοικία της στην Κηφισιά. Ο αρχιτέκτονας δεν τόλμησε να ζητήσει χρήματα, γιατί η κυρία Αθηνούλα του έδωσε να φυλάξει μιαν ιδιόγραφη διαθήκη. Κάποτε ο κύριος Ανδρέας είπε στην κυρία Αθηνούλα ότι είχαν μαζευτεί πολλές δουλειές που είχαν τελειώσει και της έδωσε τον λογαριασμό. Η κυρία Αθηνούλα φόρεσε ένα χαμόγελο, και είπε στον κύριο Ανδρέα:

-Ανδρέα μου, εγώ παιδιά όπως ξέρεις δεν έχω. Τι θα έλεγες αν στη διαθήκη μου τον γιο σου…
-Ε όχι και σε μας κυρία Αθηνούλα! Τη διέκοψε ο κύριος Ανδρέας.

Δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε με την κυρία Αθηνούλα, αλλά το μάθημα έμεινε σαν ένα εντυπωσιακό παράδειγμα για το πώς η ανάπτυξη ενός ανιαρού θέματος, όπως η ανακλητότητα των διαθηκών, μπορεί ν’ αποκτήσει ζωντάνια.
Και ένα ραβασάκι προς πονηρές αρχόντισσες (πριν πάει ο νους τους στο κακό). Το επικίνδυνο με τα χωράφια του ποινικού δικαίου είναι ότι δεν έχουν φράχτες και η καημένη όποια κυρία Αθηνούλα μπορεί να την πατήσει και χωρίς να το καταλάβει να μπει απ’ την πολλή της εξυπνάδα, στο χωράφι της απάτης.

Και τώρα λέω να κάνουμε λίγο κουτσομπολιό, αλλά επιπέδου, και να κουτσομπολέψουμε μία παγκόσμια διασημότητα. Τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Στις 25 Μαρτίου του 1616, ο Σαίξπηρ παρέα με τον δικηγόρο του κύριο Κόλλινς έγραψε και υπέγραψε τη διαθήκη του. Και τι μας ενδιαφέρει θα μου πείτε. Περιμένετε και δεν θα χάσετε. Ο Σαίξπηρ που λέτε άφησε την περιουσία του βασικά στις δύο του κόρες και στην αδελφή του. Στη γυναίκα του άφησε… το δεύτερο καλύτερο κρεβάτι (;!) (my second best bed στο ορίτζιναλ κείμενο της διαθήκης).

Οι ιστορικοί έχουν φαγωθεί να καταλάβουν τι εννοούσε ο ποιητής. Χωρίστηκαν οι ερευνητές σε δύο χοντρικά ομάδες. Η πρώτη πιστεύει ότι πίσω από τη γριφώδη φράση κρύβεται μια υποτιμητική μεταχείριση της κυρίας Σαίξπηρ. Η δεύτερη πιστεύει ότι το «πρώτο και καλύτερο» κρεβάτι στα καλά σπίτια του 1600 ήταν το κρεβάτι του ξενώνα, και το “δεύτερο καλύτερο” ήταν του ζευγαριού. Αυτό εννοούσε ο ποιητής. Σύμφωνοι. Αλλά μόνο ένα κρεβάτι άφησε στη= γυναίκα του ο δημιουργός του Αμλετ; και τίποτε άλλο; τίποτε άλλο. Το δικαίωμα να συνεχίσει να μένει η κυρία Σαίξπηρ στο σπίτι χωρίς νοίκι (δικαίωμα οίκησης), το έδινε στη χήρα ο νόμος κατευθείαν. Τέσσερα ακίνητα και μετρητά πήραν οι άλλοι κληρονόμοι. Μήπως όμως (λέμε τώρα) το «δεύτερο καλύτερο κρεβάτι», που στα χρόνια εκείνα ήταν θεόρατο με «ουρανό» και κουρτίνες, έκρυβε κάποια έξυπνη κρύπτη με μηχανισμό από εκείνες που δεν τις έβρισκες με τίποτε αν δεν το ήξερες, γεμάτη χρυσές λίρες; Θυμίζει λιγάκι την ταινία «ο θησαυρός του μακαρίτη». Αδικο έχουν μετά ερευνητές και κουτσομπόληδες να ασχολούνται τετρακόσια χρόνια με το κρεβάτι του Σαίξπηρ;

* Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.