«Κλειδί» η Ευρωπαϊκή νομοθεσία για την επαναφορά 13ου και 14ου μισθού στους δημοσίους υπαλλήλους
Πιλοτική δίκη ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ – Καθοριστική η ερμηνεία του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και της οδηγίας 2022/2041 – Σε αναμονή η απόφαση με δυνητικά γενικευμένες επιπτώσεις

Καθοριστικής σημασίας για τη μισθολογική πολιτική του Δημοσίου χαρακτηρίζεται η υπόθεση που συζητήθηκε στη μείζονα Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με αντικείμενο την επαναφορά των καταργημένων επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειας – του γνωστού 13ου και 14ου μισθού – στους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα.
Η υπόθεση φέρει χαρακτήρα πιλοτικής δίκης, καθώς το αποτέλεσμά της θα κρίνει συνολικά το δικαίωμα όλων των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων της χώρας να λάβουν τα επιδόματα αυτά, που είχαν καταργηθεί με το Μεσοπρόθεσμο του 2012 (ν. 4093/2012), στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης.
Η αίτηση και το νομικό της υπόβαθρο
Την προσφυγή υπέβαλε δημόσιος υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας, με την υποστήριξη της ΑΔΕΔΥ, ζητώντας να αναγνωριστεί η υποχρέωση του κράτους να του καταβάλει τα επίμαχα επιδόματα για τα έτη 2023 και 2024. Βασικό νομικό έρεισμα αποτέλεσε η επίκληση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της οδηγίας 2022/2041/ΕΕ για επαρκείς κατώτατους μισθούς στα κράτη-μέλη.
Ο υπάλληλος υποστηρίζει πως η μη επαναφορά των επιδομάτων αντιβαίνει στις αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, όπως κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Επιπλέον, προβάλλει ότι η μη ενσωμάτωσή τους στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων δημιουργεί δυσμενή διάκριση έναντι των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι εξακολουθούν να λαμβάνουν τα επιδόματα ως εγγυημένο τμήμα του κατώτατου μισθού τους.
Η οδηγία 2022/2041 και η ελληνική εφαρμογή της
Ο εισηγητής της υπόθεσης, Σύμβουλος Επικρατείας Ιωάννης Μιχαλακόπουλος, επισήμανε στην εμπεριστατωμένη εισήγησή του ότι η οδηγία 2022/2041 μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 5163/2024, ο οποίος καλύπτει και τους δημοσίους υπαλλήλους. Ο προσφεύγων, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι η μεταφορά της οδηγίας είναι πλημμελής, καθώς δεν προβλέφθηκε η επαναφορά των επιδομάτων, κάτι που παραβιάζει τις διατάξεις περί ίσης μεταχείρισης (άρ. 5 παρ. 2 της οδηγίας), ιδίως ως προς την αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών.
Επικουρικά, προβάλλεται και το επιχείρημα ότι η διατήρηση της κατάργησης των επιδομάτων δεν δικαιολογείται πλέον, καθώς εξέλειψαν οι έκτακτες συνθήκες που ίσχυαν κατά το 2012. Επομένως, η «επικαιροποίηση» του κατώτατου μισθού, όπως επιτάσσει η οδηγία, θα έπρεπε να περιλαμβάνει και τα επιδόματα εορτών και αδείας.
Οι θέσεις του Δημοσίου
Το Δημόσιο, δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αντιτείνει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς από τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα και δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του Δημοσίου, η μισθολογική μεταχείριση των υπαλλήλων ρυθμίζεται από ειδικούς νόμους (ν. 4354/2015, ν. 5045/2023), ενώ η μόνιμη σχέση εργασίας και οι διαφορετικές συνθήκες υπηρεσίας δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής.
Επιπλέον, υπογραμμίστηκε το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος της επαναφοράς των επιδομάτων, το οποίο εκτιμάται σε 1,37 δισ. ευρώ ετησίως (χωρίς εργοδοτικές εισφορές) και συνολικά 1,55 δισ. ευρώ μαζί με τις εισφορές.
Ευρωπαϊκό δίκαιο ή εσωτερική πολιτική;
Ένα κρίσιμο σημείο της νομικής αντιπαράθεσης αφορά την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Το Δημόσιο υποστηρίζει ότι ο Χάρτης αφορά μόνον περιπτώσεις όπου τα κράτη-μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ και όχι ζητήματα αμιγώς εσωτερικής μισθολογικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι δεν γεννάται ατομικό δικαίωμα που να μπορεί να διεκδικηθεί δικαστικά.
Από την άλλη πλευρά, η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ, Μαργαρίτα Παναγοπούλου, επεσήμανε πως τα επιδόματα θεσπίστηκαν ήδη από το 1951 και καταργήθηκαν λόγω της έκτακτης οικονομικής κατάστασης. Τώρα, όμως, που τα δημοσιονομικά δεδομένα έχουν μεταβληθεί θετικά, η Πολιτεία παραλείπει αδικαιολόγητα να τα επαναφέρει, παραβιάζοντας το ενωσιακό δίκαιο και τη συνταγματική αρχή της ισότητας.
Το ΣτΕ σε ρόλο… νομοθέτη;
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, οι δικηγόροι του Δημοσίου έθεσαν και θεσμικό ζήτημα: κατά πόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να ελέγξει ή και να υποκαταστήσει την Πολιτεία στη νομοθέτηση περί αποδοχών, εισερχόμενο ουσιαστικά στη σφαίρα της πολιτικής διακριτικής ευχέρειας.
Το Δικαστήριο, υπό την προεδρία του Μιχάλη Πικραμένου, επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του, η οποία θα αποτελέσει πιλότο για δεκάδες χιλιάδες ενδεχομένως αξιώσεις.
Κινητοποιήσεις και προσδοκίες
Την ώρα της συζήτησης, έξω από το κτίριο του ΣτΕ είχαν συγκεντρωθεί περίπου 500 δημόσιοι υπάλληλοι, εκφράζοντας την υποστήριξή τους στο αίτημα για επιστροφή των επιδομάτων. Η απόφαση που αναμένεται το προσεχές διάστημα δεν θα κρίνει μόνο ένα επιμέρους μισθολογικό ζήτημα, αλλά ενδέχεται να ανοίξει τον δρόμο για γενικευμένες διεκδικήσεις και επανακαθορισμό των όρων μισθοδοσίας στο Δημόσιο υπό το φως του ευρωπαϊκού δικαίου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News