Μύρισε θάλασσα: Τα μπάνια των Πατρινών

Το προνόμιο των Πατρινών

Ενα «προνόμιο» που είχαν οι Πατρινοί τα χρόνια πριν το ’70, ήταν η εύκολη και κοντινή πρόσβαση στη θάλασσα. Δεν χρειαζόταν δηλαδή να μετακινηθούν μακριά, ακόμα και μπροστά στον Αγιο Ανδρέα μπορούσε να κολυμπήσει κανείς.

Δεν ήταν απαραίτητο να πάει -τουλάχιστον- στην Πλαζ, στο ύψος της Τερψιθέας μια χαρά κολυμπούσε. Δυο μονάχα απαραίτητα πράγματα μέσα στην τσάντα και με ξεκινούσε με το πόδι για μια γρήγορη βουτιά.

Αλλωστε η Πάτρα έδινε την ευκαιρία για κοντινές αποδράσεις, διέθετε (και διαθέτει) υπέροχες παραλίες, μερικές τότε ήταν «μέσα στα πόδια» μας.

Τα χρόνια πέρασαν, ο κακός προγραμματισμός και η άγνοια είχαν ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν οι παραλίες κι ένα μεγάλο τμήμα από τα Ροΐτικα έως τον Καστελλόκαμπο να καταστεί σχεδόν ακατάλληλο.

Η λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού άλλαξε και πάλι τα δεδομένα, πλέον επιστρέψαμε για μπάνιο στου Μουρτά ή και στη Ρομάντζα.

Το μόνο που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω είναι τα παλιά εκείνα καλοκαίρια.

Ας περιοριστούμε λοιπόν στο νοσταλγικό αυτό οδοιπορικό τού ανά χείρας τεύχους των «Επιλογών».

 

Ο Φώτης Κόντογλου ευτυχισμένος στο Ρίο

Ο αγαπημένος λογοτέχνης και ζωγράφος Φώτης Κόντογλου ήταν ένας από αυτούς που μαγεύτηκε από το Ρίο. Το 1947 κυκλοφόρησε από την «Εστία» ο «Καστρολόγος» του, γραμμένος ασφαλώς πολλά χρόνια πριν, όταν τίποτα στην περιοχή δεν θύμιζε το τώρα.

Περιέχει πληροφορίες για κάπου 800 κάστρα στην Ελλάδα, ενώ μαγεύεται από τη θέα και τη θάλασσα.

Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Στο μέρος που στενεύει ο κόρφος της Πάτρας παραέξω απ’ τον Επαχτο, είναι χτισμένο αυτό το κάστρο απάνου σ’ έναν κάβο. Η Ρούμελη κι ο Μοριάς αντικρύζονται με δυο μύτες, κι απάνω στην κάθε μύτη είναι χτισμένο απόνα κάστρο. Στο Μοριά βρίσκεται το Ρίο και στη Ρούμελη βρίσκεται τ’ Αντίρριο. Το μπουγάζι έχει φάρδος ίσαμε ενάμισι μίλι, μ’ άλλα λόγια αν έχεις δυνατό μάτι μπορείς να ξεχωρίσεις άνθρωπο από τη μια μεριά στην άλλη.

Το κάστρο πούναι χτισμένο απάνω στο Μοριά δεν είναι θεωρητικό, επειδή είναι χτισμένο σ’ έναν κάβο χαμηλόν, στο ίσιο της θάλασσας. Σ’ αρχαία χρόνια αυτόν τον κάβο τον λέγανε Ρίον, μα και σήμερα Ρίο τόνε λένε. Ρίο θα πει μύτη, μύτικας, γιατί στ’ αρχαία ρις θα πει μύτη, όπως λένε οι Τούρκοι μπουρούν τη μύτη και τη μύτη της στεριάς που τραβά μέσα στη θάλασσα Μπαμπαμπουρνού, Καραμπουρνού και τέτοια. Ο Στράβωνας λαθεύει γράφοντας πως τον λένε Δρέπανο, τον μπέρδεψε με τον άλλο κάβο πούναι παραπέρα και που τονέ λένε ίσαμε τώρα Δρέπανο ή Δράπανο.

Λέει πως είχε και ναό του Ποσειδώνα. Ολες τούτες οι ακρογιαλιές είναι σα μώλος από ποταμολίθαρα κι από άμμο που κατεβαίνουν ίσα κάτου με τις βροχές. Στα παμπάλαια χρόνια η θάλασσα πάγαινε ίσαμε μια ώρα δρόμο παραμέσα από το μέρος που βρίσκεται η σημερινή ακρογιαλιά. Σιγά – σιγά, χρόνο με το χρόνο, η στεριά πάτησε τη θάλασσα, έθρεψε η γης και χέρσωσε το μέρος ίσαμε π’ απόμεινε σαν ένα στενό αυλάκι, όπως το βλέπουμε σήμερα. Τα τειχιά του κάστρου στέκουνται σε λίγο πατήματα από τη θάλασσα. Κατά – κάβα είναι μια τούμπα χώμα, πεντέξι οργιές παραπέρα τελειώνει ο κάβος, το φημισμένο Ρίο.

Σηκώνεις όμως το κεφάλι σου και βλέπεις πως ο ήλιος λαμποκοπά στον ουρανό πούνα σαν κρούσταλλο απ’ το ξεροβόρι. Ανοιχτά τα ρέματα χοχλακάνε ανάμεσα Ρίο κι Αντίρριο.

Ρωτώ μέσα μου «γιατί είμαι φτυχισμένος;». Κοιτάζω τα βουνά, κοιτάζω τη θάλασσα, ο νους μου πάει στις πολιτείες π’ ανεβοκατεβαίνουνε οι άνθρωποι σαν ποντίκια μέσα στη φάκα. Αυτοί ζούνε εν σκότει και σκιά θανάτου. Ευτυχία λένε κι ευτυχία δε βλέπουνε. Που να τη βρούνε! Η ευτυχία βρίσκεται εδώ που κάθουμαι, ανάμεσα στα χαλίκια, στο χώμα που πατώ, στα μερμίγκια στην αμολόγητη αρμονία πόχουνε τα πιο τιποτένια πράματα».

Η μέθη της ωραίας παραλίας

Στις 17 Ιουνίου του 1887 η αθηναϊκή εφημερίδα «Ακρόπολις», στο πλαίσιο ρεπορτάζ για τις φυλακές στο φρούριο του Ρίου, στέλνει απεσταλμένο στην Πάτρα, ο οποίος μαγεύεται από την παραλία του Ρίου.

Εξίσου εντυπωσιακό και το κείμενο, που παραθέτουμε αυτούσιο:

«Τυχόντες της δεούσης παρά του κ. εν Πάτραις νομάρχου αδείας και της προθύμου συνδρομής του γραμματέως της νομαρχίας κυρίου Παλαμά (Σ.Σ. Χρήστος, ο μεγαλύτερος αδελφός του ποιητή Κωστή Παλαμά) ελάβομεν την προς το Ρίον άγουσαν. Η οδός κατ’ αρχάς κανονική και ομαλή καθίσταται ακολούθως δύσβατος και ακανόνιστος, η άμαξα κινδυνεύει να συντριβή εκ των αεννάων κυματισμών και κραδασμών. Επί μίαν ώραν διερχόμεθα τα μαγικώτατα τοπία των Πατρών, ο δε όμμα χάνεται επί των ατελεύτητων αμπελώνων, οποίον γοητευτικόν θέαμα!

Είνε αυτόχρημα Σαχάρα η Αττική παραβαλλομένη προς την γόνιμον οργώσαν πλουσίαν αχαϊκήν γην. Αι άμπελοι καλύπτουσι τα πέριξ λοφύδρια με τα δροσερά και ζωηρά αυτών φυλλώματα και φθάνουσαι μέχρι της ακτής αφίνουσι τα άκρα των να βρέχωνται με της θαλάσσης το κύμα. Ουρανός, γη και θάλασσα σχηματίζουσι τρεις κεχρωματισμένας ζώνας συναλειφομένας εις γοητευτικήν αρμονίαν.

Παραπλεύρως της οδού ουχί πολύ μακριάν, χρυσίζουσιν υπό ταις ηλικαίς ακτίσιν αι σιδηραί ράβδοι του σιδηροδρόμου οίτινες αν και ακίνητοι και ψυχραί είναι αληθείς φλέβες οίτινες θα διοχετεύσωσι μετ’ ολίγον τοσαύτην ζωήν, τοσούτον σφριγών αίμα εις τας εκτάσεις ταύτας.

Μετά τον επίγειον τούτον παράδεισον άρχεται εκτεινομένη χέρσος γη επί αρκετόν διάστημα, ήτις διά του ερειπίων θέων εμφαίνοντος παλαιού φρουρίου παρέχει όψιν θλιβεράν, μελαγχολικήν. Προ της θέας των μεμονωμένων εκείνων πύργων του Ρίου κατακλυζομένων πανταχόθεν υπό των θαλασσίων υδάτων και του αντικρύ εντός των υδάτων ομοίως υψουμένου κατηρειπωμένου Αντιρρίου κατελήφθημεν προς στιγμήν υπό φρίκης. Φθάνει να συλλογισθώμεν ότι εντός των ερειπίων εκίνων ζώσι περί τας δις εκατόν ψυχάς. Οποία αόρατος δύναμις τας έκλεισεν εκεί μέσα!

Ιαματικά λουτρά Αραχωβιτίκων

Σχεδόν …πανηγυρική ήταν η έναρξη της λουτρικής περιόδου 1949.

Η κρατική ιαματική πηγή Αραχωβιτίκων ήταν έτοιμη να δεχθεί τους πρώτους επισκέπτες, τα ιαματικά λουτρά ήταν πάντα περιζήτητα άλλωστε.

Πληροφορίες δίνονταν από τον Ανδρέα Γριτσόπουλο, Μαιζώνος 89 Α’, απέναντι από την Ευαγγελίστρια.

Πρόκειται για μεγάλη καταχώρηση στον τοπικό Τύπο.

Μικρά – μικρά

– Ξύλινα παραπήγματα εστήθησαν και πάσης τάξεως και φύλου τρέχουν διά λουτρόν θαλάσσιον «μετά πατάγου και αλλαλαγμού» από πρωίας έως εσπέρας («Φοίνιξ» 6.7.1873).

– Υπάρχουν τα αρκτ. αιμασιάς («Φορολογούμενος» 24.6.77).

– Ολίγα βήματα πέραν Αγ. Ανδρέου τα θαλάσσια, άλλα τώρα είναι ζώα εκεί θνησιμαία («Πάτραι» 9.3.79).

– Πρό του ναού Αγ. Ανδρέου κατεσκευάσθησαν ξύλινα παραπήγματα και η είσοδος με πληρωμήν. Πλησίον του (τότε) εργοστασίου Αεριόφωτος (προ ναού Αγ. Ανδρέου) «καλώς ευπρεπισμένα διά νιπτήρων και ταπήτων καθ’ όλον το εμβαδόν εκάστου λουτήρος» («Φορολογούμενος» 24.7.81).

– Πηγαίνουν εφ’ αμάξης και αι κυρίαι («Αχαΐα» 24.7.83).

– Εδόθησαν το 1880 εις εργολάβον του Δημοσίου και κατεσκευάσθησαν εις θέσιν Κόγκου (Αγ. Διονυσίου) και εκείνα του Αγ. Ανδρέου διά μίαν δεκαετίαν, αλλά εχάλασαν τα παραπήγματα («Φορολογούμενος» 29.5.87).

Από τις “Επιλογές” της “Π” στις 27 Ιουλίου 2019