Ο Πραματευτής

* Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.

«Ηρθε από την Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια
[…….]
και με γλυκά τα μαύρα μάτια».
(Γιάννη Γρυπάρη «ο Πραματευτής» 1899)

Μια φορά και έναν καιρό, κατά Μεσοποταμία μεριά, ζούσαν σε ένα φανταστικά όμορφο μέρος ο Αδαμάντιος και η Ευανθία. Ησαν κι’ οι δυο τους αγνά παιδιά της Φύσης με λουλούδια στα μαλλιά, πιο χίπις κι’ απ’ τους χίπις, χιλιάδες χρόνια πριν. Ζούσαν ξένοιαστα, γιατί ελάχιστες ανάγκες είχαν, και το αφεντικό του χτήματος είχε χρυσή καρδιά.

Ενα πρωί, εκεί που η Ευανθία καθρεφτιζότανε στο ποταμάκι, χτύπησε το μπρούτζινο καμπανέλο στο πορτόνι του χτήματος. Ετρεξε η Ευανθία ολόγυμνη καθώς ήταν να δει ποιος είναι, χωρίς να ντρέπεται καθόλου, γιατί μέσα στην αθωότητά της δεν ήξερε τι θα πει γύμνια. Στο πορτόνι περίμενε ένας νέος άντρας όμορφος, ντυμένος φανταχτερά, με δυο μαύρα γλυκά σαν πετιμέζι μάτια.
-Ποιος είσαι συ; Ρώτησε η Ευανθία.

-Με λένε Περαποδώ και είμαι πραματευτής. Απάντησε ο νέος και άρχισε να βγάζει από δύο μεγάλα κοφίνια που ήσαν στα πλάγια ενός ψηλού μουλαριού φουστάνια. Μα τι φουστάνια ήσαν αυτά! Ολομέταξα από την Κίνα, βελούδινα από την Περσία, δαμασκηνά από τη Συρία, και κάτι άλλα πράγματα φανταχτερά από την Αίγυπτο, που ο πραματευτής τα έλεγε «αξεσουάρ» και ήσαν από ένα κίτρινο μέταλλο πολύ γυαλιστερό και κάτι μικρές «πετρούλες» που άστραφταν στον μεσοποταμιακό ήλιο.

Ξαφνικά η Ευανθία ένιωσε δύο συναισθήματα πολύ έντονα δυνατά και πρωτόγνωρα να την πλημμυρίζουν. Το ένα ήταν το αίσθημα της ντροπής γιατί πρώτη φορά αισθάνθηκε γυμνή. Το άλλο ήταν το αίσθημα της επιθυμίας να κάνει δικά της όλα αυτά που είχε ο πραματευτής. Η καημένη μέχρι τότε δεν είχε νιώσει την ηδονή του «αγοράζω και αποκτώ» που ωραιοποιημένα τη λένε «σόππιγκ θέραπυ», αλλά που στην υπερβολή της καταλήγει σε ψυχαναγκαστική διαταραχή. Υπάρχει μάλιστα και διεθνής ιατρικός όρος γι’ αυτήν. Η oniomania. Στα ελληνικά «ωνιομανία», από τα ψώνια (ώνια) στα αρχαία ελληνικά. Να μη σας τα πολυλογώ, η Ευανθία φόρεσε αμέσως ένα πανέμορφο κατακόκκινο μεταξωτό φουστάνι που της πήγαινε μούρλια και έβαλε στο λαιμό της ένα κολιέ από ‘κείνες της αστραφτερές «πετρούλες». Ηθελε όμως και τα υπόλοιπα. Είπε του πραματευτή να μπει στο χτήμα, αλλά ο Περαποδώ σαν να ανατρίχιασε και είπε μια δικαιολογία για να μη μπει.

Η Ευανθία ήταν τρισευτυχισμένη, αλλά ο πραματευτής την έβαλε σε έγνοιες όταν έπαψε να της μιλάει για την πραμάτεια και άρχισε να της μιλάει για λεφτά. Μια άγνωστη λέξη για την Ευανθία. Τότε ο Περαποδώ είπε όλο γλύκα και μια άλλη λέξη: Πίστωση. Μπορούσε η Ευανθία να τα πάρει τώρα, και να πληρώσει αργότερα με δόσεις! Η Ευανθία ζαλίστηκε και άρχισε να φωνάζει τον Αδαμάντιο. Ο Αδαμάντιος άσχετος, όπως όλοι οι άντρες όταν πρόκειται για γυναικεία θέματα, κατέφθασε και βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά. Του Περαποδώ που εξηγούσε στον Αδαμάντιο τι είναι τα λεφτά, η πίστωση και οι δόσεις, και από την άλλη την Ευανθία που ήθελε την πραμάτεια, που ήταν γυμνή κ.λπ., κ.λπ. Επειδή δεν άντεχε άλλο ο Αδαμάντιος, είπε το πολυπόθητο «ναι», η πραμάτεια ξεφορτώθηκε και ο Περαποδώ έφυγε τραγουδώντας «τραλαλά, τραλαλά».

Είχε πια αρχίσει σιγά-σιγά το δειλινό, και το αφεντικό του χτήματος είχε βγει να κάνει τον περίπατό του. Είδε τον Αδαμάντιο και την Ευανθία φορτωμένους και θύμωσε. Το αφεντικό ήξερε και τα λεφτά και την πίστωση και τις δόσεις και τα πάντα. Αστραψε και βρόντησε.
-Βρε αθεόφοβοι, δεν ντρέπεστε λίγο να έχετε εδώ σ’ αυτό το υπέροχο μέρος όλα τα καλά χωρίς να δουλεύετε (την ήξερε και την εργασία το αφεντικό) και χρωστάτε τώρα του Περαποδώ!; Να σηκωθείτε να φύγετε.

Ετσι χάσανε τη θέση τους στο χτήμα ο Αδαμάντιος και η Ευανθία. Και τι απόγινε μετά; Μα αγαπημένοι μου φίλες και φίλοι τι θέλετε να απόγινε; ακόμα πληρώνει τις δόσεις το καημένο το ζευγάρι!

Βέβαια δεν ήσαν όλοι οι πραματευτάδες σαν τον Περαποδώ. Οι καημένοι προσπαθούσαν και αυτοί να βγάλουν ένα μεροκάματο. «Δοσατζήδες» τους έλεγε ο Λαός. Μήπως θυμάστε τον Θανάση Βέγγο στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο παρέα με τον Νίκο Σταυρίδη στην ομώνυμη ταινία; Τώρα τα πράγματα προχώρησαν. Ανάμεσα στον πραματευτή και την Ευανθία ξεφύτρωσε ένα πλαστικό πράγμα σαν τραπουλόχαρτο, που πλαστικό μπορεί να είναι, αλλά δεν είναι τραπουλόχαρτο. Λέγεται «πιστωτική κάρτα».

* Ο Ντίνος Λασκαράτος είναι επίτιμος δικηγόρος.