Ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
Ο διευθυντής σύνταξης της “Π” Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…
Ποιος ήταν εν τέλει ο μπάτης; Μας πήρε κάτι χρόνια για να το μάθουμε. Αλλά για να φύσηξε, κάτι σαν άνεμος θα ήταν, που σβήνει τις γραφές. Κάθε που φτιάνουμε στην άμμο κάστρα και υψώματα, έρχεται το κύμα και μας εξηγεί ότι αυτά θέλουν Μετσόβιο. Αλλά δε φανταζόμαστε ότι όλο αυτό ήταν τόσο τρομερή καταστροφή για να το κάνει κανείς τραγούδι. Πήραμε τη ζωή μας λάθος που σκάβαμε στη λάσπη για να περάσει η ώρα μας;
Eίναι όπως ο χριστιανισμός. Γεννιέσαι στο θρησκευτικό περιβάλλον. Κάθε τόσο χτυπούν καμπάνες, μαθαίνεις να σταυροκοπιέσαι, γαλουχείσαι μέσα σε συνθήκες και προσλαμβάνουσες που έχουν θρησκευτική καταγωγή ή περιεχόμενο, κάθε Πάσχα νηστεύεις και εκκλησιάζεσαι και ακολουθείς τα γνωστά έθιμα, ενώ το όνομά σου το φέρεις δια της βαπτίσεως, με αποτέλεσμα να είσαι ένας χριστιανός ορθόδοξος, ανεξάρτητα από την προσωπική σου σχέση με το θείον. Ετσι και με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μεγαλώσαμε και ανδρωθήκαμε στο κλίμα των τραγουδιών του και της πληθωρικής του παρουσίας, ήταν ένα είδος ανέμου που φυσούσε στην καθημερινότητα, στις γιορτές, στα γραμμόφωνα, στις διαδηλώσεις, στις σχολικές εκδρομές και στα ηχεία του πούλμαν, ένας άνεμος από νότες τον οποίο σήκωνε ο ίδιος διευθύνοντας την ορχήστρα του, στην ουσία όμως διευθύνοντας το πανελλήνιο σαν μια ορχήστρα και χορωδία. Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή. Ο Ελύτης θα ήταν ο ίδιος και χωρίς τον Θεοδωράκη. Αλλά στη συνείδηση των Ελλήνων η θέση του χωρίς τον Θεοδωράκη θα ήταν μικρή. Ο μουσικός κατάφερε με μια απλή σύνθεση πάνω στο πιάνο του- πόση ώρα να του πήρε – να κάνει τον ποιητή πρώτο μας φιλαράκι και τους στίχους του ευαγγέλιο, ακατανόητοι οι στίχοι, αλλά σάματις καταλαβαίνουμε και το ευαγγέλιο τι λέει; Το ίδιο με το τραγούδι λέει. Τη δικαιοσύνης ο ήλιος είναι νοητός, αλλά μπορεί ο θεός να αργεί, όμως δεν συγχωρεί. Θέλει βέβαια δουλειά πολλή, αλλά δεν μπαίνεις στον παράδεισο με απλά σταυροκοπήματα.
Πρέπει να είναι 1972 ή κάπου εκεί. Παίζοντας στην πλατεία, μαθαίνουμε από έναν σχετικά μεγαλωμένο φιλαράκο, γιο πανεπιστημιακού, ότι υπάρχει ένας μουσικός, Θεοδωράκης, αγνώστων λοιπών στοιχείων, τον οποίο ακούει ο ίδιος κατά μόνας. Και γιατί τον ακούει κατά μόνας και εμείς δεν τον ξέρουμε και εμείς ξέρουμε μόνο τον Γιαννάκη τον Καλατζή που είναι σαν το κύμα του γιαλού και μέρα νύχτα έρχεται και πάει; Ηταν ο καιρός που ψυχανεμιζόμαστε ότι υπήρχε κι άλλη πλευρά στο φεγγάρι του κοινού μας βίου, η οποία αποκαλύφθηκε περιτράνως όταν οι φοιτητές έζωσαν το παράρτημα. Δεν μας τα έλεγαν όλα οι εφημερίδες ούτε και η τηλεόραση ούτε και οι γονείς μας, παρά μόνο όταν δέχονταν κάποιους συγκεκριμένους φίλους έκλειναν τις πόρτες και απλά από τις γυναίκες που μιλιά δεν είχαν, ακούγαμε καθώς ραβόντουσαν ότι κάποτε υπήρχε ένας Καραμανλής (και γιατί έχει φύγει;) και ένας Κανέλλος, ήτοι ο Κανελλόπουλος, και μέχρι να ραφτούν τα ταγιέρ, είχε πάει 1974 και στο πικάπ μας πλέον το καινούργιο, το στερεοφωνικό, ακούμε παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, και είμαστε απολύτως έτοιμοι να βγούμε και εμείς στους δρόμους, χωρίς να έχουμε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση (ποιος μάγκας σκέφτηκε πρώτος την αμερικάνικη πρεσβεία και έδωσε λύση;), απλά και μόνο για να αισθανθούμε μέλος της κοινότητας εκείνων που βγαίνουν στους δρόμους για να διεκδικήσουν μια δημοκρατία η οποία έχει πλέον αποκατασταθεί, αλλά πάντα υπάρχει λόγος να βγαίνεις στους δρόμους, άλλωστε το να βγεις στους δρόμους είναι επαρκής λόγος αφ’ εαυτού για να βγεις στους δρόμους. Κατάλαβες; Κατάλαβες.
Ετσι έγιναν τα πράγματα, λοιπόν που λες, και τώρα νιώθεις πολύ μικρός για να μιλήσεις για τον Θεοδωράκη, και ακόμα μικρότερος για να εξηγήσεις πώς γίνεται ένας άνθρωπος να μεταβάλλεται σε ένα αερόστατο που παράγει τον άνεμο και κινεί τον εαυτό του και τον υπερυψώνει πάνω από τις ταράτσες και τις κεραίες και τον μετατρέπει σε αστρικό σώμα που υπερβαίνει τις παραδοσιακές γραμμές μεταξύ των εννοιών και των βαθμίδων. Είναι ένας άνθρωπος που παράγει ενέργεια, και φως, και δίκαιο, και αισθητική, έχει εισπνεύσει των ποιητών τα λόγια, των πολιτικών τη σκέψη, των ανθρώπων τους καημούς και των αριθμών την τάξη, και πλέκει με όλα αυτά έναν ιστό που παγιδεύει τους πάντες, αλλά δεν καταπίνει κανέναν μας, απλά τον εγγράφει στη χορωδία του και τον βάζει να τραγουδάει.
Ετσι λοιπόν εμείς ζήσαμε και καταλάβαμε την κατάσταση. Δεν είναι εύκολο να την εξηγήσεις στους νεότερους. Αλλά τουλάχιστον την εξηγήσαμε στον εαυτό μας. Και ακόμα κατεβαίνουμε στην άμμο, και γράφουμε το όνομά μας και φυσάει ο μπάτης, και το σβήνει και εμείς το ξαναγράφουμε. Ωραία φυσάει ο μπάτης, τελικά. Αν δεν φυσούσε, θα αφήναμε απλά το όνομά μας και θα φεύγαμε. Χαρά στο πράγμα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News