Παναχαϊκή 132 χρόνια ιστορίας, η άνοδος, η δόξα, η πτώση, το τέλμα
«Πρώτα απ’ όλα να μπορέσουμε, εμείς οι Πατρινοί, να καταλάβουμε, ότι η Παναχαϊκή αποτελούσε, πάντα, ένα πολύ σημαντικό αθλητικό, ιστορικό, πολιτιστικό και κοινωνικό στοιχείο της πόλης»
Από τον γνωστό φίλο της Παναχαϊκής, Κώστα Σταμπολίτη, λάβαμε και δημοσιεύουμε την παρακάτω επιστολή:
«Είμαι από τους τυχερούς, που έζησαν την ανοδική πορεία της Παναχαϊκής, από την αρχή της, το έτος 1969 (ήμουν τότε οκτώ ετών, αλλά καθημερινά μέσα στο στάδιο) μέχρι και την κορύφωση της ανοδικής αυτής πορείας, το φθινόπωρο του 1973, όταν η ομάδα έπαιξε στο κύπελλο UEFA. Θα προσπαθήσω να αναφερθώ – περιληπτικά – στους λόγους, που, κατά την άποψή μου, συνετέλεσαν, ώστε να υπάρξει η ανοδική αυτή πορεία, η κορύφωσή της, αλλά – και στην συνέχεια – ο κατήφορος και – ακολούθως – το τέλμα.
Η Παναχαϊκή προσπαθούσε, για αρκετά χρόνια, να ΄΄ανέβει΄΄ στην Α’ Εθνική κατηγορία. Δεν τα κατάφερνε, παρότι άλλες επαρχιακές ομάδες (Δόξα Δράμας, Πιερικός, Παναιγιάλειος, Χαλκίδα, Βέροια, Τρίκαλα, Πανσερραϊκός κ.λπ.) τα είχαν ήδη καταφέρει. Η συνταγή να ΄΄ψωνίζει΄΄ έμπειρους ποδοσφαιριστές από την Αθήνα (συνήθως προς το τέλος της καριέρας τους), δεν είχε αποδώσει. Μέχρι, που φθάνουμε στο καθεστώς της επταετίας. Ο τότε Γ.Γ.Α. Κωνσταντίνος Ασλανίδης, είχε σαν στόχο να ενισχύσει το ποδόσφαιρο στην επαρχία (αυτό ήθελε το καθεστώς εκείνο, για τους δικούς του ευνόητους λόγους), έτσι, στο μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, επέβαλε τις – αναγκαστικές – συγχωνεύσεις ομάδων, με σκοπό την δημιουργία ισχυρότερων επαρχιακών ομάδων. Έτσι, κάποιες ομάδες διαλύθηκαν, αφού συγχωνεύθηκαν μεταξύ τους, με σκοπό να προκύψει μια ισχυρότερη ομάδα. Αυτό, στην Πάτρα, έγινε με την αναγκαστική συγχώνευση (αν δεν κάνω κάποιο λάθος) του Ολυμπιακού, της Θύελλας, του Αχιλλέα, του Ηρακλή, της Προοδευτικής και του Απόλλωνα, από την οποία προέκυψε, τότε, ο Α.Π.Σ. Πάτραι (το γνωστό στους παλιούς ΄΄ΠΑΤΡΑΙ΄΄).
Το ίδιο έγινε και σε αρκετές άλλες πόλεις, ιδίως στις πρωτεύουσες των νομών, όπου δημιουργήθηκαν ισχυρές ομάδες που τόνωσαν το ενδιαφέρον του κόσμου για το ποδόσφαιρο. Όμως, εκτός από την πιο πάνω συγχώνευση, στην Πάτρα, στα παραπάνω πλαίσια, υπήρξαν και κάποιες μετακινήσεις ποδοσφαιριστών προς την Παναχαϊκή (κάποιων ταλέντων από τον Ολυμπιακό Πατρών, την Θύελλα και άλλες ομάδες).
Έτσι, η Παναχαϊκή, στην οποία είχε ήδη αρχίσει να αποδίδει η δουλειά του Σπύρου Βουλγαράκη (Κώστας Δαβουρλής, Ανδρέας Μιχαλόπουλος, Χρήστος Νικολάου, Κυριάκος Ανδρούτσος, Γιώργος Σπανοσωτηρόπουλος κ.α., που, εκείνα τα χρόνια, πήγαν στην Παναχαϊκή από την θυγατρική της, τότε, τον Πανιώνιο Πατρών, που είχε την έδρα του στη Αγυιά), στελεχώθηκε και με άλλους πολύ καλούς ποδοσφαιριστές που έπαιζαν σε ομάδες της Πάτρας (Βασίλης Στραβοπόδης, Θέμης Ρήγας που επανήλθε στην Παναχαϊκή, Σωτήρης Λεγάτος, Διονύσης Καπανδρίτης, Γιώργος Σίδερης, Σωτήρης Αυγερινόπουλος, Θύμιος Πεφάνης κ.α.), με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας πολύ καλής ομάδας, με ρόστερ, στην συντριπτική του πλειοψηφία από πατρινά παιδιά (μια φουρνιά με, πραγματικά, πολύ μεγάλο ταλέντο, που πολύ δύσκολα θα υπάρξει και πάλι).
Αυτά, δηλαδή η σπουδαία και αποτελεσματική δουλειά του Σπύρου Βουλγαράκη αλλά και η μεταγραφή στην Παναχαϊκή πολύ καλών πατρινών ποδοσφαιριστών, ήταν τα πρώτα πολύ σημαντικά βήματα για την ομάδα, στην προσπάθεια της να ανέβει στην Α’ Εθνική Κατηγορία, κάτι που πλησίασε – αλλά δεν κατάφερε – την περίοδο 1967- 1968.
Η πιο πάνω ενδυνάμωση της Παναχαϊκής έφερε ακόμη περισσότερο κόσμο (που διψούσε για διάκριση) στο γήπεδο (τότε, στάδιο), το οποίο, μέχρι το 1970, είχε μόνο 2.500 – 3.000 θέσεις καθημένων στη νότια κερκίδα – τα σημερινά δώδεκα πρώτα σκαλοπάτια (οι υπόλοιποι – είτε με ήλιο είτε με βροχή – όρθιοι στα – πότε με σκόνη και πότε με λάσπη – χωμάτινα τούμπια γύρω από τον αγωνιστικό χώρο).
Η ομάδα, έχοντας την μεγάλη στήριξη του κόσμου (τόσο εντός όσο και εκτός έδρας) την περίοδο 1968 – 1969, ανέβηκε στην Α’ Εθνική Κατηγορία (με προπονητή τον Τάκη Παπαρσενίου). Την επόμενη χρονιά, 1969 -1970, ακόμη περισσότερος κόσμος ήλθε κοντά στην ομάδα (χωρίς κάποια ανακατασκευή ή βελτίωση του γηπέδου), όμως η χρονιά δεν ήταν καλή (η ομάδα, λόγω της γνωστής υπόθεσης δωροδοκίας, τον Μάρτη του 1970, στο παιχνίδι με τον Άρη στην Θεσσαλονίκη, μηδενίσθηκε, αποβλήθηκε από το πρωτάθλημα και έπεσε στην Β’ Εθνική).
Ο μεγάλος φόβος ήταν, τότε, μήπως φύγουν από την ομάδα τα μεγάλα ταλέντα της (Κώστας Δαβουρλής, Θέμης Ρήγας, Ανδρέας Μιχαλόπουλος, Βασίλης Στραβοπόδης κ.λπ.).
Αυτό, διότι, ενώ το καθεστώς της επταετίας απαγόρευε τις μεταγραφές μεταξύ των ομάδων Α’ Εθνικής (αυτός ήταν ο κανόνας, με σπανιότατες εξαιρέσεις, τις οποίες ήλεγχε προσωπικά – σε απόλυτο σχεδόν βαθμό – ο τότε Γ.Γ.Α. Κωνσταντίνος Ασλανίδης), επειδή, τότε, η ομάδα ΄΄έπεσε΄΄ στην Β’ Εθνική, ο κίνδυνος αυτός ήταν άμεσος. Δηλαδή, να φύγουν κάποιοι παίκτες της για μεγαλύτερες ομάδες. Αυτό τελικά, ευτυχώς, δεν έγινε, η ομάδα κράτησε και στην Β’ Εθνική όλα τα ταλέντα της, γενικά όλους τους παίκτες της, και, έτσι, κατάφερε (με ελάχιστες ουσιαστικές προσθήκες) να ανέβει (αμέσως) και πάλι στην Α’ Εθνική Κατηγορία. Αυτή τη φορά πιο δυνατή, πιο ώριμη, πιο έμπειρη και πιο αποφασισμένη.
Η τότε διοίκηση βλέποντας, ότι ο κόσμος έρχεται μαζικά στο γήπεδο και γενικά ενδιαφέρεται για την ομάδα, κατάλαβε ότι μπορεί να στηριχθεί βάσιμα σ’ αυτόν. Έτσι, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (το πολύ, σε δύο χρόνια) ΄΄μεγάλωσε΄΄ σημαντικά τις κερκίδες, ώστε προς τα τέλη του 1972 (από 2.500 – 3.000 καθήμενοι, το 1970) να χωρούν σ’ αυτές 16 – 17.000 καθήμενοι (συν 3.000 περίπου όρθιοι, γύρω από τον αγωνιστικό χώρο, όπου βελτιώθηκε σημαντικά ο χώρος αυτός – με νέα κιγκλιδώματα και τσιμέντο – για την υποδοχή εκεί των ορθίων, με φθηνότερο εισιτήριο).
Η πρώτη χρονιά στην Α’ Εθνική μετά την επάνοδο, δηλαδή η χρονιά 1971 – 1972, είχε μεγάλη προσέλευση κόσμου εντός έδρας (μέσος όρος 8.900 περίπου εισιτήρια ανά παιχνίδι, επομένως – κατά μέσο όρο – 11.000 άτομα στο γήπεδο ανά παιχνίδι, τότε που η Πάτρα δεν ξεπερνούσε τους 110.000 κατοίκους- χωρίς ακόμη ολοκλήρωση της κατασκευής των νέων κερκίδων), επίσης δε πολύς κόσμος ακολουθούσε την ομάδα εκτός έδρας.
Ιδίως, στο κέντρο, υπήρχαν παιχνίδια με 6 – 8.000 Πατρινούς (εκδρομείς από την Πάτρα αλλά και Πατρινοί της Αθήνας). Την χρονιά αυτή, η ομάδα πήγε πολύ καλά, αφού τερμάτισε στην 6η θέση. Φαινόταν, ότι είχαν μπει οι βάσεις για κάτι πολύ καλό στη συνέχεια.
Ειδικότερα, με αμιγώς Πατρινή διοίκηση (σημαντικές προσωπικότητες της πόλης, που δεν ήταν εφοπλιστές, ούτε επενδυτές, αλλά, επί της ουσίας, απλά διαχειρίζονταν το σωματείο – ενδεικτικά να αναφερθώ στους πιο γνωστούς στο κοινό προέδρους της περιόδου 1968 – 1973, που ήταν ο πολιτικός μηχανικός Χρήστος Χριστόπουλος, ο γιατρός Μιχάλης Φειδίας και ο δικηγόρος Βαγγέλης Ματσούκης – φυσικά, υπήρχαν και άλλοι αξιόλογοι παράγοντες, που βοήθησαν σημαντικά), με ένα ρόστερ από Πατρινά παιδιά (πολύ μεγάλα ταλέντα, που έπαιζαν αρκετά χρόνια μαζί), με τον Σπύρο Βουλγαράκη να βγάζει συνεχώς νέα σπουδαία ταλέντα (έτοιμους ποδοσφαιριστές για την πρώτη ομάδα) από τις υποδομές, με πολύ ουσιαστικές (και σχετικά ακριβές) μεταγραφές (την τριετία 1970 – 1973) αλλά με χαρακτήρα επένδυσης – μονιμότητας (Μανώλης Παππάς, Γιώργος Σπυρόπουλος, Κώστας Λεβέντης, Πέτρος Λεβεντάκος, Αβραάμ Καλφίν, Δημήτρης Σπεντζόπουλος, Αντώνης Τζανετουλάκος κ.α.), με προσλήψεις σημαντικών προπονητών την ίδια αυτή τριετία (Νταν Γεωργιάδης, Τομ Έγγλεστον, Κώστας Καραπατής, Λιούμπισα Σπάϊτς), με τον κόσμο να έρχεται μαζικά στο γήπεδο (σε ένα γήπεδο που, πλέον, μπορούσε να χωρέσει μέχρι και 20.000 κόσμο και που γέμιζε ασφυκτικά στα μεγάλα παιχνίδια – σε κάποια από αυτά φαινόταν ότι δεν ήταν αρκετό) και με την πόλη και τους φορείς να βοηθούν στο οικονομικό κομμάτι, με πολλές διαφημίσεις, με συνδρομές, με δωρεές, γιορτές κ.λπ. (θυμάμαι, ότι, την δεκαετία του ’70 εργάζονταν, καθημερινά, στο στάδιο μέλη διαφημιστικού γραφείου της πόλης, για την φροντίδα των διαφημιστικών πινακίδων …!!!!), ήταν βέβαιο, ότι η ανοδική πορεία θα συνεχιζόταν.
Και, πράγματι, αυτό έγινε. Την επόμενη χρονιά, 1972 – 1973, η Παναχαϊκή πήρε την 4η θέση στο πρωτάθλημα και ήταν η πρώτη επαρχιακή ομάδα που κέρδισε την συμμετοχή της στο κύπελλο UEFA. Η κορύφωση της προσπάθειας, με τον ενθουσιασμό στα ύψη. Επίσης, για τρεις περιόδους (1972-1973, 1973-1974 και 1974-1975), ήταν πρώτη επαρχιακή ομάδα στο πρωτάθλημα.
Το καλοκαίρι του 1973 τοποθετήθηκε για πρώτη φορά χλοοτάπητας στο γήπεδο, τότε στάδιο (υποχρεωτικός για τα παιγνίδια στην Ευρώπη, όχι, όμως, ακόμα για το Ελληνικό πρωτάθλημα).
Με τις τότε τεχνικές μεθόδους, απαιτήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα, περίπου τρεις μήνες για την ολοκλήρωσή του, κάτι που ταλαιπώρησε πολύ την ομάδα (εν τέλει, ετοιμάσθηκε το γήπεδο για το παιχνίδι με την ΤΒΕΝΤΕ, την 24.10.1973). Ο χλοοτάπητας, ήταν, τότε, μια νέα κατάσταση, που, εκτός από μεγάλη χαρά, προκάλεσε και έντονο προβληματισμό.
Τότε, έγινε αντιληπτό στην πράξη, ότι ο χλοοτάπητας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται καθημερινά και χρειάζεται άμεσα ένα βοηθητικό γήπεδο για τις προπονήσεις (τόσο της επαγγελματικής ομάδας όσο και των υποδομών). Όμως, τα παιχνίδια στην Ευρώπη, η γενική ευφορία από την πρόσφατη μεγάλη επιτυχία της ομάδας, οι υποχρεώσεις του νέου πρωταθλήματος (περίοδος 1973 – 1974), που η ομάδα πήγε και πάλι πολύ καλά (τερμάτισε στην 6η θέση), η μεγάλη ταλαιπωρία από την γνωστή υπόθεση τιμωρίας του Θέμη Ρήγα (σε σχέση με το παιγνίδι του 3 – 5 στην Τούμπα, με άδικες αλλά σοβαρές συνέπειες για την ομάδα και τον παίκτη – μέσω της υπόθεσης αυτής εξυπηρετήθηκαν άλλες ανάγκες τρίτων και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο) δεν άφησαν και πολλά περιθώρια για την σοβαρή αντιμετώπιση και τη λύση του νέου αυτού και επείγοντος, τότε, προβλήματος του βοηθητικού γηπέδου. Προσωρινή, τότε, ΄΄λύση΄΄ ήταν το γηπεδάκι απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αλεξίου (οικόπεδο Κέντρου Οχημάτων Μηχανημάτων Δημοσίων Έργων ή ΚΟΜΒΕ όπως συνηθίζαμε να το αποκαλούμε), το οποίο, όμως, ήταν ανεπαρκές για τον σκοπό αυτό (σαφώς μικρότερες διαστάσεις σε σχέση με τις κανονικές, κακός έως επικίνδυνος σε κάποια σημεία του αγωνιστικός χώρος, πάντα χωρίς συντήρηση ή βελτίωση, χωρίς καμία εγκατάσταση εξυπηρέτησης των αναγκών των προπονήσεων, με δοκάρια μόνιμα αλλά χωρίς δίχτυα, κακή περίφραξη με την ανάγκη να φθάνουμε την μπάλα κάθε τόσο στους γύρω δρόμους κ.λπ. κ.λπ. – ουσιαστικά μια αλάνα, που εξυπηρετούσε, εντελώς άναρχα και ανεπίσημα, όλες τις ποδοσφαιρικές – αλλά και κάποιες άλλες – άλλες ανάγκες της γύρω περιοχής και όχι μόνο την ομάδα και τις υποδομές της).
Το καλοκαίρι του 1974, νομίζω, ότι ήταν κομβικής σημασίας για την μετέπειτα πορεία της ομάδας. Πιο συγκεκριμένα, τα πιο ουσιώδη θέματα εκείνης της περιόδου ήταν τα εξής :
α) Η ομάδα ταλαιπωρήθηκε πολύ από την υπόθεση Θέμη Ρήγα, η οποία, κυρίως, για πολιτικούς λόγους και με σκοπό να τηρηθούν ισορροπίες, πήρε αδικαιολόγητα μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα – άδικα – δυσμενείς συνέπειες για την ομάδα (και λόγω της αγωνιστικής τιμωρίας του Θέμη Ρήγα, για χρονικό διάστημα ενός περίπου χρόνου – με την πτώση της χούντας ακυρώθηκε η ποινή του – αργότερα αθωώθηκε και στο ποινικό δικαστήριο που έγινε στον Πειραιά). Η όλη αυτή κατάσταση έφερε σοβαρή αναταραχή στην ομάδα.
β) Με την πτώση της χούντας, απελευθερώθηκαν οι μεταγραφές των ποδοσφαιριστών. Έτσι, όπως έντονα ήδη εφημολογείτο εκείνη την χρονική περίοδο, ένας ή δύο ποδοσφαιριστές της Παναχαϊκής θα ΄΄πήγαιναν΄΄ σε μεγάλες ομάδες του κέντρου. Τελικά, παραχωρήθηκε μόνο ο Κώστας Δαβουρλής, η μεταγραφή του δε αυτή ήταν η πιο ακριβή, μέχρι τότε, στο Ελληνικό Ποδόσφαιρο (περίπου 10.000.000 δραχμές). Η μεταγραφή αυτή δυσαρέστησε έντονα μεγάλο μέρος του κόσμου στην Πάτρα (υπήρξαν – για αρκετές ημέρες – έντονες αντιδράσεις), ο οποίος (κόσμος) είχε απαίτηση για ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες (έτσι αποκλείστηκε κάθε σκέψη πώλησης και δεύτερου ποδοσφαιριστή – οι φήμες αναφέρονταν, κυρίως, στον Βασίλη Στραβοπόδη).
γ) Για το βοηθητικό γήπεδο, δεν υπήρχε καμία απολύτως πρόοδος. Έτσι, είχε δυσκολέψει τόσο η προπόνηση της επαγγελματικής ομάδας, πολύ δε περισσότερο αυτή των υποδομών. Με την μεταγραφή του Κώστα Δαβουρλή, ο Σπύρος Βουλγαράκης, αντιλαμβανόμενος πλήρως το μεγάλο αυτό πρόβλημα και τις δυσμενείς συνέπειες του για το μέλλον, ζήτησε να βρεθεί άμεσα (ενόψει και των χρημάτων που εισέρρευσαν στα ταμεία της ομάδας από την μεταγραφή αυτή) μία έκταση (με αγορά ή μίσθωση) για να δημιουργηθεί προπονητικό κέντρο (υποσχόμενος – μετά βεβαιότητας – ότι, με ένα τέτοιο κέντρο, σε 2 – 3 χρόνια θα μπορούσαν να ΄΄βγουν΄΄ νέοι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές). Δυστυχώς, δεν εισακούσθηκε (και, ως ΄΄βοηθητικό΄΄, παρέμενε το γηπεδάκι στον Άγιο Αλέξιο …!!!). Υπήρχαν, πάντως, αρκετοί τρόποι επίλυσης του σπουδαίου αυτού προβλήματος, αλλά φάνηκε, ότι δεν υπήρχε η βούληση ……… !!!.
δ) Υπήρχε εμφανής αδυναμία να υπάρξει μια μακρόχρονη συνεργασία με προπονητή. Ο Λιούμπισα Σπάϊτς έφυγε το καλοκαίρι του 1973 (γιατί ;), ο Γουίλφ Μακ Γκίνες έμεινε μόνο για ένα χρόνο (γιατί 😉 και από τότε (1974) μέχρι και το 1980 στην καρέκλα του προπονητή (συμπεριλαμβανομένων και των μονίμων βοηθών προπονητή αλλά και ΄΄υπηρεσιακών΄΄, Τίμου Πατρώνη και Σωτήρη Λεγάτου), κάθησαν παραπάνω από 12 πρόσωπα, μεταξύ των οποίων πολύ σπουδαία ονόματα, όπως ο Φράντισεκ Φάντροκ, ο Λες Σάννον, ο Αντώνης Γεωργιάδης, πάλι ο Λιούμπισα Σπάϊτς κ.α. (γιατί, τόσοι πολλοί ….. τι δεν πήγαινε καλά …. γιατί δεν έμεναν παραπάνω ….. ;). Σε όλα αυτά τα γιατί δεν θυμάμαι να δόθηκαν ποτέ επαρκείς απαντήσεις.
ε) Μετά τα παιχνίδια στην Ευρώπη, είχε διαφανεί, ότι η ομάδα δεν βάζει μεγαλύτερους στόχους. Αυτό γίνεται σαφώς αντιληπτό και από τα αμέσως παραπάνω. Ο στόχος, πλέον, ήταν η συντήρηση σε ένα καλό επίπεδο (με την εκμετάλλευση της μεγάλης δυναμικής που ήδη είχε αποκτήσει η ομάδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο) και όχι κάτι παραπάνω. Ορισμένες από τις μεταγραφές που γίνονταν, μετά την έξοδο στη Ευρώπη, ΄΄βγήκαν΄΄ αρκετά καλές (Βασίλης Γεωργόπουλος, Έλβιο Μάνα, Χρήστος Αποστολίδης, Νίκος Καραμανλής, αργότερα Δημήτρης Νταλάκας, Αγγελος Κρεμμύδας, Δημήτρης Κίζας, Βασίλης Χαρδαλιάς, κ. α.), άλλες απλά καλές ή μέτριες, άλλες, όμως, αποδείχθηκαν επιεικώς ΄΄πολύ λίγες΄΄. Σε γενικές γραμμές, όμως, σχεδόν όλες – μετά το 1974 – εντάσσονταν στο παραπάνω γενικό πλαίσιο της απλής ΄΄συντήρησης΄΄. Έτσι, ο κόσμος άρχισε σιγά – σιγά να κουράζεται και να απογοητεύεται, οι παλιοί σπουδαίοι ποδοσφαιριστές μεγάλωναν, τα κορμιά βάρυναν, όραμα για κάτι παραπάνω δεν υπήρχε, τα παραπάνω προβλήματα (βοηθητικό – υποδομές) δεν είχαν βρει λύση.
Πλέον, οι υποδομές λειτουργούσαν, ουσιαστικά, με την υπερπροσπάθεια, την πίστη, την φιλοτιμία και το πείσμα του Σπύρου Βουλγαράκη, που, έστω και με σαφώς περισσότερα προβλήματα, όσο περνούσε ο καιρός, συνέχιζε – για αρκετά χρόνια ακόμα – να είναι αποτελεσματικός (μόνο την περίοδο 1976 – 1980, ο Γιάννης Ψαρράς, ο Νίκος Παπαγιαννόπουλος, ο Τάκης Κυριακόπουλος, ο Μπάμπης Σπανοσωτηρόπουλος, ο Άρης Νικολόπουλος, ο Θόδωρος Μουγκογιάννης, ο Ανδρέας Αλεβιζόπουλος, ο Ανδρέας Γιώτης, ο Ανδρέας Φιλιππόπουλος, ο Κώστας Τσαμπάς, ο Θόδωρος Πατρώνης, ο Χρήστος Βασιλόπουλος, ο Κώστας Αραβανής κ.α. ΄΄ανέβηκαν΄΄ από τις υποδομές στην πρώτη ομάδα (αν είχε καλύτερες συνθήκες θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα …!!!). Η όλη αυτή κατάσταση, δεν άλλαξε, ούτε όταν επέστρεψε ο Κώστας Δαβουρλής στην ομάδα, το καλοκαίρι του 1977.
στ) Κάποιες σκέψεις εκείνης της περιόδου, για περαιτέρω αξιοποίηση του σταδίου (νέα επέκταση των κερκίδων – νέου πετάλου στην δυτική πλευρά, τοποθέτηση ταρτάν στο στίβο, προβολείς κ.λπ. – ελπίζοντας και σε κρατική βοήθεια) δεν συζητήθηκαν ποτέ σοβαρά και δεν απέκτησαν ποτέ κάποια δυναμική.
Μοιραία συνέπεια όλων των παραπάνω, ήταν, από το καλοκαίρι του 1974 και στην συνέχεια, η συνεχής καθοδική πορεία της ομάδας. Έτσι, το 1981, η ομάδα ΄΄έπεσε΄΄ στην Β’ Εθνική (για πρώτη φορά, μετά από 10 χρόνια συνεχούς παρουσίας στην Α’ Εθνική), κάτι που θα μπορούσε να είχε συμβεί και νωρίτερα (η πτώση αυτή δεν ήταν κάτι το ξαφνικό, αντίθετα, αργά ή γρήγορα, αναμενόταν να συμβεί – ήδη τουλάχιστον δύο φορές μετά το 1976 είχε αποτραπεί στο παραπέντε). Φυσικά, ο στόχος για κάτι παραπάνω – μετά την έξοδο στην Ευρώπη – δεν ήταν κάτι το εύκολο. Δεν ήταν εύκολο να τα βάλεις με το τότε Π.Ο.Κ. (Ποδοσφαιρικός Οργανισμός Κέντρου), αλλά, αυτό, όμως, που φαινόταν καθαρά, ήταν ότι υπήρξε παραίτηση από το να διεκδικήσει η ομάδα κάτι περισσότερο από αυτό που είχε πετύχει, μέχρι την έξοδο στην Ευρώπη. Αντίθετα, με την Λάρισα, η οποία, μάλλον είδε διαφορετικά τα πράγματα, επέμεινε περισσότερο και, έτσι, στην δεκαετία του 1980, αλλά και μεταγενέστερα, κατάφερε πολύ περισσότερα.
Ακολούθησε, για δύο περίπου δεκαετίες, η περίοδος Άρη Λουκόπουλου, με την ομάδα ασανσέρ ανάμεσα στην Α’ και Β’ Εθνική (συνήθως, με δυσκολία στεκόταν στην Α’ Εθνική, αντίθετα, με μεγάλη ευκολία επέστρεφε άμεσα από την Β’ Εθνική στην Α’ Εθνική). Ο κόσμος, που είχε ήδη αρχίσει να απογοητεύεται και (σιγά – σιγά) να απομακρύνεται (σιγά – σιγά, από το 1975 και μετά), επί της ουσίας, συνέχιζε να μένει μακριά από την ομάδα (μιλάμε σε σχέση με αυτό που συνέβαινε στις αρχές της δεκαετίας του 1970), με κάποιες εξαιρέσεις (όταν η ομάδα έπαιζε με κάποια μεγάλη ομάδα στην Πάτρα ή είχε συνεχόμενα 3 – 4 καλά αποτελέσματα ή διεκδικούσε σε σημαντικά παιγνίδια την επάνοδο της στη Α’ Εθνική ή την παραμονή της σ’ αυτήν). Γενικά, την περίοδο αυτή, η σχέση της ομάδας με την πόλη χαλάρωσε αρκετά, έχασε την παλιά δυναμική της, δύσκολα καλός παίκτης έμενε στην ομάδα (σχετικά γρήγορα θα έπαιρνε μεταγραφή), το ρόστερ άλλαζε συνεχώς, πάντα δε έλειπε το όραμα για το κάτι παραπάνω, δηλαδή για κάτι ανάλογο με αυτό των αρχών της δεκαετίας 1970. Αυτό το φαινόμενο (ασανσέρ, κινούμενο, πάντα στα πλαίσια της μετριότητας) είχε κουράσει – σκουριάσει τον κόσμο, που όσο περνούσε ο καιρός απομακρυνόταν (δεν μπορούσε να πεισθεί, ότι κάτι καλύτερο μπορεί να γίνει). Τελικά, μετά την απομάκρυνση και την απογοήτευση, ήλθε η πτώχευση στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (κάτι, επίσης, αναμενόμενο), με τα γνωστά, περαιτέρω, δυσάρεστα αποτελέσματα. Δεν νομίζω, ότι χρειάζεται να αναφέρω κάτι περισσότερο για την περίοδο αυτή.
Τα υπόλοιπα που ακολούθησαν – τα τελευταία 21 χρόνια – είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα. Δεν χρειάζεται επανάληψή τους. Είναι γνωστό, ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες είμασθε σε τέλμα. Το μόνο που θα μπορούσα να αναφέρω είναι, ότι όσοι από εμάς ζήσαμε την δεκαετία του 1970, δεν μπορούσαμε ποτέ να φαντασθούμε – εκείνα τα χρόνια – ότι θα μπορούσαν ποτέ να συμβούν, όλα αυτά που συνέβησαν μετά το 2000.
Ούτε μία στις χίλιες. Ούτε ως αστείο. Δυστυχώς, όμως, όλοι μας, μέσα και γύρω από την Παναχαϊκή, εμφανισθήκαμε – για πάρα πολλά χρόνια – κατώτεροι έως πολύ κατώτεροι των περιστάσεων, με αποτέλεσμα το πράγμα να χαλαρώσει πολύ, να ξεφύγει και, εν τέλει, να απαξιωθεί. Είναι σίγουρο, ότι, τουλάχιστον τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, ως φίλαθλοι, ως πόλη κ.λπ., δεν έχουμε κάνει αυτό που – εκάστοτε – πραγματικά χρειαζόταν η ομάδα.
Υπήρχε και υπάρχει σημαντικό έλλειμα ενδιαφέροντος από την πόλη και τον κόσμο (κάποιες λίγες εξαιρέσεις, φυσικά, πάντα, υπήρχαν και υπάρχουν), το οποίο (έλλειμα), με τον καιρό, μεγαλώνει. Μπορεί αυτό να στενοχωρεί, αλλά νομίζω ότι είναι η αλήθεια. Δεν είναι η ώρα να το συζητήσουμε. Μακάρι, η νέα προσπάθεια των φίλων της ομάδας (ΠΑΝΑΧΑΪΚΗ ΙΔΕΑ) να μπορέσει να δώσει το οξυγόνο και την ελπίδα που – εδώ και χρόνια – χρειάζεται απαραίτητα ο κόσμος και η ομάδα. Αξίζει να στηριχθεί, κάθε τέτοια προσπάθεια.
Τελειώνοντας, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 132 χρόνων ιστορίας, να ευχηθούμε η Παναχαϊκή να βρει την δύναμη να μαζέψει τα συντρίμια της, να αντέξει, να δυναμώσει, και στην επόμενη επέτειο τα πράγματα να είναι πολύ καλύτερα. Πρώτα απ’ όλα (το κυριότερο, νομίζω), να μπορέσουμε, εμείς οι Πατρινοί, να καταλάβουμε, ότι η Παναχαϊκή αποτελούσε, πάντα, ένα πολύ σημαντικό αθλητικό, ιστορικό, πολιτιστικό και κοινωνικό στοιχείο της πόλης και, ως τέτοιο, πρέπει, όχι μόνο να το διατηρήσουμε αλλά και να το αξιοποιήσουμε. Δεν παραβλέπουμε την γενικευμένη προβληματική κατάσταση του ελληνικού ποδοσφαίρου, όμως, παρ’ όλα αυτά, πιστεύουμε, ότι υπάρχουν περιθώρια για βελτίωση».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News