Θέατρο: Η απενοχοποίηση του ονείρου

Μια παράσταση κατά το μάλλον ή ήττον εύρυθμη, με καλές, αλλά και αδύναμες στιγμές.

Θέατρο

Θα αρκούσε και μόνον ο «Δον Κιχώτης», ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, για να περάσει ο δημιουργός του στον χώρο της αθανασίας και να διασφαλίσει μια περίοπτη θέση στων «ιδεών την πόλη». Σε μια εποχή στερημένη από οράματα και ιδανικά, βαλτωμένη στην πεζότητα και τη λογική της ισοπέδωσης, ο λόγος του Μιγκέλ ντε Θερβάντες ακούγεται ως υπέρβαση μιας αποκρουστικής πραγματικότητας, γιατί επιτρέπει στον ήρωά του -έναν ιδαλγό ιππότη- να ονειρεύεται και να μεταπλάθει την δυσφορία της ζωής σε ονειρική ευφορία.

Η εκλεκτική συγγένεια του Δον Κιχώτη με την κορυφαία τριάδα των γοητευτικών μορφών της παγκόσμιας σκηνής –τον Αμλετ, τον Δον Ζουάν και τον Φάουστ– δεν αναιρεί τη θεμελιώδη διαφοροποίησή του από αυτές, ότι δηλαδή ο γηραλέος ισπανός ιππότης δεν θεωρεί το «εγώ» του κέντρο του κόσμου, αλλά αντίθετα, χωρίς ίχνος εγωϊσμού αγωνίζεται πεισματικά, -για πολλούς ανεδαφικά- για τα ιδανικά της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της αγάπης.

Χαρακτηριστικά εξάλλου, που προσάπτουν χλευαστικά στον ιδεολόγο ήρωα, όπως αυτό της μεγαλοφαντασίας και φαντασιοπληξίας, της ψευδαισθητικής αντίληψης των πραγμάτων και της ουτοπικής αίσθησης της ζωής δεν είναι ικανά να αμαυρώσουν ούτε την γοητεία της μορφής του ούτε τον συμβολισμό της μεγαλοφυούς σύλληψής του από τον Θερβάντες. Και αυτό γιατί το δίδυμο του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα προσλαμβάνει οικουμενικές και συμβολικές διαστάσεις, καθώς συνθέτει με τρόπο μοναδικό το δίπτυχο της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας και συγκερνάει με ανεπανάληπτη ευρηματικότητα τη διφυΐα της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης.

Γιατί σε τι άλλο μπορεί να παραπέμπει το αντιθετικό ντουέτο του ιδεολόγου αφέντη και του προσγειωμένου δούλου παρά στον αιώνιο αγώνα της ποίησης και της πεζότητας της ίδιας της ζωής; Τι άλλο μπορεί να συμβολίζει παρά τις αντίρροπες τάσεις της ψυχής μας, ανάμεσα στο όνειρο και την φαντασία, την ψευδαίσθηση και την ουτοπία, που αντιπροσωπεύει ο Δον Κιχώτης, και στην απτή πραγματικότητα, αλλά και στη θετιστική και γειωμένη αντίληψη για τη ζωή, που εκπροσωπεί ο Σάντσο; Ας το παραδεχθούμε, είμαστε Δον Κιχώτες και Σάντσο μαζί!

Η διασκευή του έργου από τον Ακη Δήμου δομήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε η ανάπτυξη των ιδεών του συγγραφέα να συνωστίζεται στο τέλος, στοιχείο που επηρέασε αναπόφευκτα το παραστασιακό αποτέλεσμα. Σκηνοθετικά αντιμετωπίστηκε από το Γιάννη Μπέζο με ανάλαφρη διάθεση, πρόσφορη στην εξωστρέφεια των ανοιχτών θεατρικών χώρων, που υπηρέτησε περισσότερο την κωμικότητα και τη μελοδραματικότητα των καταστάσεων παρά την τραγική τους διάσταση.

Μια σκηνοθετική γραμμή, που προσέκρουσε στην επιδίωξη του ώριμου ερμηνευτικά Βλαδίμηρου Κυριακίδη να υποστηρίξει τον Δον Κιχώτη με φιλοσοφικό υπόβαθρο, προσαρμόζοντας ανάλογα τη φωνή του, αφήνοντας όμως μια αίσθηση αχρείαστης κόπωσης, παρά την αρχική πρόθεσή του, η ερμηνεία του να λειτουργήσει ως ακροβασία μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Αεικίνητος ο Θανάσης Τσαλταμπάσης στον ρόλο του γήινου και προσγειωμένου Σάντσο Πάντσα, έχασε το μέτρο υπερβάλλοντας και επαναλαμβάνοντας τον τηλεοπτικό εαυτό του.

Η Δουλτσινέα της Νάντιας Κοντογιώργη αναμφισβήτητα ευτύχησε φωνητικά, όχι όμως και υποκριτικά στερημένη από τη θελτικότητα, τη χάρη και το πάθος της ηρωίδας. Η πληθωρική Παρθένα Χοροζίδου, στον διπλό ρόλο της Μαριτόρνα και της Βασίλισσας, απέδειξε ότι είναι μια στέρεη γελαστική παρουσία, που διαχειρίζεται άριστα την ατάκα, δρέποντας με πληρότητα τους χυμώδεις καρπούς της κωμωδίας.

Λεπτοδουλεμένα τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη απέδωσαν με ιστορική συνέπεια την ατμόσφαιρα της εποχής του μυθιστορήματος, σε αντίθεση με την αφαιρετική σκηνογραφία του Γιώργου Γαβαλά που αποδείχθηκε λειψή για την ονειροφαντασία του Θερβάντες. Λειτουργικοί και σημειολογικά φορτισμένοι οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου.

Μια παράσταση κατά το μάλλον ή ήττον εύρυθμη, με καλές, αλλά και αδύναμες στιγμές.