Τρεις θάνατοι σε φρενοκομείο

Το άρθρο του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος», από την έντυπη έκδοση.

Είναι γνωστό ότι το όνομα υψηλών σκοπών έχουν διαπραχθεί του κόσμου τα ανομήματα. Ισχύει για τη θρησκεία. Ισχύει για τα ιδεώδη. Ισχύει και για τη δικαιοσύνη, όπως προκύπτει, και για την αλήθεια.

Ο λόγος για την πολυδιάστατα εξωφρενική ιστορία που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και έναν μήνα, με επίκεντρο τον τριπλό θάνατο που έπληξε μια πατρινή οικογένεια.

Η υπόθεση βγήκε στον αέρα και στα πρωτοσέλιδα με τη βαριά αφορμή του τρίτου θανάτου, συγκεκριμένα της μικρής Τζωρτζίνας, το όνομα της οποίας μεσουράνησε έκτοτε, ενώ η άτυχη μικρούλα δεν υπήρχε στη ζωή.

Ο τύπος αρχικά μίλησε για ανείπωτο δράμα, με τα γνωστά κλισέ στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά πολύ σύντομα- με πρώτη την εφημερίδα «Πελοπόννησος» που επανήλθε πολύ προσεκτικά- αναδιπλώθηκε έπειτα από ένα κύμα δυσπιστίας που ανέβλυσε από προσωπικά και ιατρικά περιβάλλοντα. Η δυσπιστία αυτή άνοιξε παράθυρο στην εικασία ότι χωρεί αστυνομικού χαρακτήρα πιστοποίηση στην αιτία θανάτου τουλάχιστον ενός εκ των τριών παιδιών, καθώς ιατρικά δεν θεωρείτο εξηγήσιμος. Ο,τι και αν αυτό θα μπορούσε να σημαίνει.

Και μετά, χάθηκε η μπάλα.

Η δυσπιστία, στο μέτρο που δεν αναχαιτίστηκε από ξεκάθαρα και οριστικά επιστημονικά δεδομένα (είναι εντυπωσιακά πολύς ο χρόνος που έχει απαιτήσει αυτή η διαδικασία) έστρεψε το βλέμμα στην περιοχή των οικείων προσώπων, που είναι οι πρώτοι που «κοιτάς» όταν κάτι πάει στραβά. Ανεξαρτήτως οτι οι αυτοί οι άνθρωποι, ενδεχομένως, γνωρίζουν πράγματα που εμείς αγνοούμε, παρατηρήθηκε στην περίπτωσή τους οποιαδήποτε κίνηση ή προσωπικό δεδομένο να εκλαμβάνεται ως ένδειξη με ενδεχόμενη νομική σημασία.

Ακολούθησε μια αλυσίδα από παράδοξα, παράταιρα, πρωτοφανή και ακραία φαινόμενα.

>Τα οικεία πρόσωπα, αντί να εξαγριωθούν με την υπαινικτική, και στη συνέχεια απροκάλυπτη στοχοποίηση, και να αντιδράσουν σ’ αυτήν αναλόγως, επέλεξαν να δράσουν μάλλον αμυντικά, με δημόσιες εμφανίσεις αλλά και αναφορές στο διαδίκτυο, σαν να αισθάνονται ότι έχουν να δώσουν παρά να ζητήσουν εξηγήσεις από γιατρούς και δημοσιογράφους.

Πιθανόν να έπαιξε ρόλο σ’ αυτό μια κατάσταση αμηχανίας και σύγχυσης, ενώ φάνηκε ότι στην περίπτωση της μητέρας εκδηλώθηκε μια ροπή προς την προσωπική έκθεση και τη δημοσιότητα, που από μόνη της, βέβαια, δεν λέει κάτι. Αλλοι άνθρωποι σε κατάσταση σοκ επιλέγουν την περιχαράκωση, και άλλοι βρίσκουν την κάθαρση μέσα από τη δημόσια προσοχή.

>Οπως και να έχει, οι μη συνηθισμένες συμπεριφορές δεν νομιμοποιούν αλματώδεις εικασίες, αλλά η ροπή όλων μας να κάνουμε τον ντετέκτιβ, έχει πάρει στην εποχή μας άλλη διάσταση, λόγω της δυνατότητας που παρέχει το διαδίκτυο στην εξωτερίκευση ευρείας κλίμακας, η οποία με τη σειρά της ενθαρρύνει την εξωτερίκευση των άλλων, και το φαινόμενο βαίνει αυτό-αναπαραγόμενο πολλαπλασιαστικά. Γράφω, γράφεις, γράφει, γράφουμε όλοι επειδή όλοι γράφουν.

Καταλήγει να δημιουργείται ένα χαώδες πλέγμα από δημόσιες τοποθετήσεις που γελοιοποιεί το αξιόποινο της δυσφήμισης και της ηθικής βλάβης. Μια κουβέντα παραπάνω- μια ανάρτηση παρακάτω, τι αλλάζει; Αυτό που σίγουρα δεν αλλάζει, είναι η νομοθεσία: Δεν υπάρχει θεσμικός μηχανισμός ικανός να παρέμβει σε μια τέτοια κατάσταση, ούτε να την αποτρέψει αλλά ούτε και να την τιμωρήσει.

>Ο κόσμος της ενημέρωσης πήρε φωτιά διαπιστώνοντας ότι η περίπτωση εξιτάρει το δημόσιο ενδιαφέρον στον υπερθετικό. Η ενασχόληση ήταν εύλογη και αναγκαία, αλλά σε πλείστες περιπτώσεις κραυγαλέα αντιδεοντολογική, στο μέτρο που πολλές δημοσιεύσεις βρέθηκαν με ενάμιση πόδι μέσα στην αμφισβήτηση του τεκμήριου της αθωότητας. Δεν ήταν η πρώτη φορά.

Το ιδιάζον και απολύτως πρωτοφανές σε σχέση με άλλες περιπτώσεις αστυνομικού ενδιαφέροντος είναι ότι εν προκειμένω δεν έχει καν βεβαιωθεί ότι πρόκειται για έγκλημα.

Τα ΜΜΕ χωρίστηκαν σε τρεις ταχύτητες:

Στη μεν, οι προσεγγίσεις πληρούσαν τους κανόνες της επαγγελματικής ειδησεογραφίας, και είχαν χαρακτήρα ρεπορτάζ που εστίαζε στα ανοιχτά ερωτήματα.

Στη δε, γινόταν μια συνεχής αναπαραγωγή στοιχείων και «στοιχείων», εικασιών και υπαινιγμών, αυθαιρέτων ερμηνειών και επιθετικών λιντ και τίτλων, με πιασάρικη φόρμα.

Προέκυψε και τρίτη εκδοχή: Μια απίθανη χορογραφία από εμπλοκή σχετικών και ασχέτων προσώπων, μερικοί από τους οποίους ήταν Μάρτηδες που δεν θέλησαν να λείψουν από αυτή την περιζήτητη Σαρακοστή. Μέρα παραμέρα διαβάζαμε για κάποιον επιστήμονα που μακρόθεν σχολίαζε με πιθανολογήσεις μια ιστορία στην οποία δεν είχε καμία επαγγελματική εμπλοκή, με προκάλυμμα την ειδικότητα. Στην πορεία προέκυπτε διεύρυνση της χορογραφίας, σε βαθμό που κατέληγες να νομίζεις πως είχαμε μια ανοιχτή ιατροδικαστική διαδικασία στην οποία έκανε καθένας τη βόλτα του και σχολίαζε με όρους επιστημονικούς, διφορούμενους και ακατάληπτους, στο όνομα της αλήθειας και της δίψας για δικαιοσύνη.

Αλλά αν σας ενόχλησε η αντιδεοντολογική συγχορδία, οι άνθρωποι της ενημέρωσης είναι αφοπλιστικοί: Κάθε ενασχόληση με το θέμα, παράγει καταιγιστικό, μετρήσιμο κοινωνικό ενδιαφέρον. Αν δεν ασχοληθείς, ελλείψει ουσιαστικού στοιχείου, θα ασχοληθεί ο ανταγωνιστής. Ζούμε ένα γνωστό φαινόμενο: Η κοινωνία διψάει για παραφιλολογία, η οποία υποδύεται την ενημέρωση, αλλά και εκπαιδεύεται από αυτήν, ώστε να την αναζητά. Ακόμα και αν γνωρίζει ότι παραπλανάται, δεν έχει αντίρρηση σ’ αυτό, αρκεί να της προσφέρεται ύλη για ίντριγκα, τριβή και περίσπαση.

>Οι «Μάρτηδες» που αναφέραμε ήταν η τέταρτη παράμετρος της ιστορίας: Ενα πλήθος από σχετικο-άσχετους παράγοντες και λειτουργούς που εμφανίστηκαν να έχουν την ίδια ανάγκη προσοχής με τα πρόσωπα της ιστορίας. Ενα ακόμα φαινόμενο της τρελής εποχής μας, όπου η δημοσιότητα παρέχεται με μεγάλη ευκολία και σε ευρεία κλίμακα και αυτό προσφέρει διάδρομο απογείωσης για πρόσωπα που επιδιώκουν την καριέρα ή την προβολή ή και τα δύο.

>Η πέμπτη παράμετρος είναι το κράτος. Το οποίο ερευνά, με τις δικές του ταχύτητες και τις δικές του τακτικές, μια από τις οποίες ήταν οι διαρροές που αποσκοπούσαν στην άσκηση πιέσεων, μέσα από σκηνοθεσία ενδείξεων ποινικού ενδιαφέροντος: «Η μάνα ήταν μπροστά όταν πέθαιναν τα παιδιά» (ποιος θα ήταν; Ο αρχιεπίσκοπος;) «Γιατί ζητείτο επιμόνως μονόκλινο δωμάτιο;» (υπάρχει οικογένεια που δεν το ζητάει;).

>Κρατάμε τη φράση της προέδρου των ιατροδικαστών Ελλης Ζαγγελίδου προς την «Π»: «Σύντομα θα δούμε τη θλιβερή αυτή ιστορία να γίνεται ταινία». Πράγματι, είναι πολύ πιθανό. Σε τι να πρωτοεστιάσει κανείς όμως;

Στη χιτσοκική ιδέα ενός ενδεχόμενου εγκλήματος που όμως, ίσως, και να είναι αδύνατο να αποκαλυφθεί, κάτι που πιθανώς επιτρέπει σε δολοφόνους να κυκλοφορούν ελεύθεροι ή σε αθώους να αλληλοϋποψιάζονται («Μάρνι»;);

Στην φοβερή κοινωνική και μιντιακή αντίδραση;

Στο έλλειμμα των θεσμικών αντίβαρων; Στο βραδυφλεγές του ελεγκτικού συστήματος, το οποίο παροξύνει τη γενικότερη αντάρα και την ανθρωποφαγία που βαίνουν αχαλίνωτες;

Τέτοιο τρελό σενάριο που ξεκλειδώνει συμπεριφορές και απωθημένα, και που δοκιμάζει και εκθέτει τους νόμους, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς, μόνο η ζωή θα μπορούσε να επινοήσει, αποκαλύπτοντας για μια φορά ακόμα τη χαριτωμένη ζούγκλα του κοινωνικού μας φρενοκομείου.