Γλώσσα λανθάνουσα

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Από το βάθος ακούγεται μια ζωηρή κουβέντα: Συνάδελφοι δημοσιογράφοι και τεχνικοί έχουν αρπαχτεί στο ατελιέ πάνω στο ερώτημα εάν το θηλυκό του βουλευτή (η γυναίκα βουλευτής, για να μην παρεξηγούμαστε), είναι «βουλευτής» «βουλευτίνα» ή
«βουλεύτρια». Η αντιπαράθεση πιάνει βροχή από παραδείγματα. Αν είναι βουλευτίνα, γιατί να μη λέμε ποδοσφαιριστίνα και να λέμε ποδοσφαιρίστρια; Ποδοσφαιρίστρια; Πετάγεται ο άλλος. Μπρρρ: Προτιμάει να λέει «παίκτρια». Και ποιο είναι το σωστό: Γιατρός
(η), γιάτρισσα ή γιατρίνα; Κάποιος άλλος πετάγεται και ρωτάει μήπως και οι οικιακές βοηθοί πρέπει να λέγονται παραδουλεύτριες και όχι παραδουλεύτρες και κάπου εκεί η κουβέντα κόβεται γιατί έχουμε και σοβαρότερες δουλειές να κάνουμε. Ακριβέστερα: Πιο
επείγουσες. Η γλώσσα είναι ίσως η πιο σοβαρή υπόθεση για κάθε άνθρωπο, γραμματισμένο ή ημιμαθή και αγράμματο, ευφυή και ευήθη, λογικό ή αλλόφρονα, διότι η γλώσσα είναι ο κόσμος και κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει εκτός κόσμου ή άνευ
κόσμου, ακόμα και ο πρόσφυγας, φέρνει μαζί του τη γλώσσα του, με την έννοια της μνήμης, των βιωμάτων, των ερεθισμάτων, των εμπειριών και των συναισθημάτων. Είναι ωστόσο έως και συγκινητικό να βλέπεις Ελληνες του 21 ου αιώνα να καυγαδίζουν για τη γλώσσα με εγωισμό, έχουν έως και εμφύλιοι προκληθεί για γλωσσικά ζητήματα, και ο λόγος είναι πως η γλώσσα είναι αυτό που έμαθες να πιστεύεις ως σωστό, συνεπώς εάν σου ανατρέψουν ακόμα και ένα απαρέμφατο, είναι σαν βομβαρδισμός στην Αγία Τράπεζα της συνείδησης. Ακόμα και όταν μας απειλεί Τρίτος Παγκόσμιος, θα αρπαχτούμε για την κατάληξη των προσδιοριστικών μιας γυναικείας ιδιότητας.

Καθένας μας έχει μέσα του έναν σεισμολόγο, έναν οικονομολόγο, έναν επιδημιολόγο, έναν Πουτινολόγο, και φυσικά έναν γλωσσολόγο. Εξ ου και αν οι φιλόλογοι- θεματοφύλακες της γλώσσας αποφανθούν σε ένα γλωσσικό ζήτημα με τρόπο που ξεφεύγει της δικής μας αίσθησης για το πράγμα (αβγό και όχι αυγό, τρένο και όχι τραίνο, κάθισα και όχι κάθησα) φίδι φαρμακερό που δεν τον δάγκωσε. Η γλώσσα είναι πρωτίστως ιδεολογία. Ο
«δημοκρατικός» θα είναι πιο «μαλλιαρός», ο «συντηρητικός» πιο λόγιος και καθωσπρεπιτζής, στην ουσία όμως η κοιτίδα της προσωπικής στάσης είναι η ιδεολογία του εαυτού: Ο ιερός τρόπος με τον οποίο διδαχθήκαμε τον κόσμο. Θυμόμαστε μια συνομιλήτρια της παλιάς σχολής. Όταν άκουσε ότι η νέα ελληνική έχει ξεπεράσει έναν γλωσσικό τύπο που θεωρούσε νόμο και ευαγγέλιο ιερό, η αντίδρασή της ήταν «ε, μην τα ισοπεδώνουμε όλα», η ανατροπή ήταν γι’ αυτήν εφάμιλλη της αποκαθήλωσης των εικόνων
από τις αίθουσες των δικαστηρίων και των σχολείων.

Πέρα από τη βιωματική εμπειρία και την ιδεολογική φόρτιση, τεράστιο ρόλο παίζει η αισθητική: Μια αισθητική που καθιερώνει η ίδια η γλώσσα. Όταν έχεις περάσει τα δύο τρίτα της ζωής σου με καθαρευουσιάνικους παρατατικούς- του χρόνου που φαίνεται ότι
έβαλε τα πιο δύσκολα στους γλωσσολόγους- σου είναι παράταιρο να υιοθετήσεις τον τύπου «ομιλούταν» αντί για «ομιλείτο» ή «μιλιόταν». Είναι ωστόσο αλήθεια ότι η αισθητική έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση των γλωσσικών τύπων. Φωνάζεις τη λέξη και καταλαβαίνεις από το φάλτσο αν πρέπει η κλητική να είναι «τεράστιε» αντί του «τεράστιο», ενώ μπορεί να είναι εξ ίσου σωστό το «μέριασε βράχε» με το «μέριασε βράχο», εξ ου και το «πού πας βρε βλάχο», είναι μάλλον σωστό, έστω και αν δεν πρόκειται λογικά περί βλάχου ο αποδοκιμαζόμενος. Ισως οι πρώτοι διαμορφωτές της γλώσσας να ακολουθούσαν τους κανόνες της αρμονίας, όπως όταν κουρδίζεις κιθάρα.

Οι καυγάδες για τη γλώσσα είναι γόνιμοι. Στο τέλος τους όλο και κάποιο λεξικό θα πάμε να ανοίξουμε, έστω και για να βρίσουμε στον τέλος τον μπαμπινιώτη του.

Ώστε σου αρέσει «η βουλευτής»; Φώναξε ο συνάδελφος. Θα πιάσω κι εγώ να λέω «η κομμωτής». Αντε να του εξηγήσεις ότι σε έναν κόσμο φαλλοκρατικό, δεν υπέθετε κανείς ότι θα προέκυπταν γιατροί, βουλευτές και οδηγοί γένους θηλυκού. Πολλώ δε μάλλον
ποδοσφαιριστές. Αντιθέτως, οι κομμώτριες, είναι παλιές όσο και ο κόσμος. Ετσι, βρήκαν λέξη γρήγορα, καταδική τους, αν και όπως μας έδειξαν οι διαφημίσεις τύπου παντέν,τα πάντα είναι πλέον δυνατά και ανεκτά. Αλλά και όταν άνοιξαν ναοί, οι φροντιστές τους
ονομάστηκαν νεω-κόροι, κούροι των ναών. Ποιος να υπέθετε ότι θα γίνονταν και γυναίκες δεκτές σ’ αυτή τη δουλειά; Ετσι, χάθηκε η ευκαιρία να τις πούμε νεω-κόρες και τις λέμε νεωκόρισσες. Και καντηλάφτισσες, και όχι καντηλαναύτρες, ούτε καντηλαναφτίνες, ούτε κανταληναύτριες. Γιατί βουλεύτριες τότε και όχι βουλεύτισσες; Διότι η κατάληξη δεν θα ήταν τιμητική για το αξίωμα. Είπαμε, η αισθητική πριν και πάνω από όλα. Κακλείδα: Ο ναύτης. Θηλυκό; Η ναύτα; Η ναύτρια; Όχι βέβαια: Η Αλίκη στο Ναυτικό, που έγινε
σοσιαλίστρια και όχι σοσιαλιστίνα και σωφερίνα και όχι σωφεράντζα, που μαγειρεύεται ωραία μπουργέτο, μέρες που είναι.