Συνομιλώντας με τον D*Face για τη νέα του τοιχογραφία στην Πάτρα – Ο φόβος για τα ύψη, η τέχνη, η Μέδουσα και η pop art

Ο διάσημος καλλιτέχνης D*Face βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Πάτρα, στο πλαίσιο του Artwalk 7 και είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του. Πάντως, όσο και αν προσπαθήσαμε, δεν μάθαμε ποιος τελικά είναι ο Banksy…

Συνομιλώντας

Το ραντεβού δόθηκε το βραδάκι της Παρασκευής. Ο D*Face πάνω στην σκαλωσιά να δημιουργεί την Μέδουσά του και εγώ από κάτω, περιμένοντάς τον να τελειώσει την εργασία της ημέρας. «Πάμε για μια μπύρα, έρχεσαι να τα πούμε;» μου λέει κατεβαίνοντας και κάπως έτσι καταλήξαμε στην πλατεία Πυροσβεστείου να συνομιλούμε.

Ο ίδιος δηλώνει πως νιώθει προνομιούχος και τυχερός που πάνω από 20 χρόνια κάνει τέχνη, ζει ως καλλιτέχνης και στηρίζει την οικογένειά του. Μια ζωή που όπως μου λέει δεν την φανταζόταν. Βέβαια, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. «Έχω υπάρξει και από την άλλη πλευρά, έχω κάνει αρκετές άσχημες δουλειές. Οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα και έπρεπε να δουλέψω. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στα 14. Πήγα στο κολέγιο αλλά έπρεπε συγχρόνως να εργάζομαι. Έχω δουλέψει σε οικοδομή, σε φούρνο, παρέδιδα πίτσες, ήμουν σερβιτόρος και ξέρω πώς είναι να μισείς τη δουλειά σου. Ξέρω πώς είναι να ξυπνάς το πρωί και να μισείς το να πας στη δουλειά. Είμαι τυχερός που δεν χρειάζεται να το κάνω πια αυτό. Είναι ανεκτίμητο. Ξυπνάω και λατρεύω αυτό που κάνω» σημειώνει χαρακτηριστικά. Αγαπά τη δουλειά του, ακόμα και αν φοβάται τα ύψη. Άλλωστε, κάθε τι έχει και το μειονέκτημά του όπως αναφέρει.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας με τον γνωστό καλλιτέχνη D*Face (δεν συμφωνεί τόσο με τον όρο street artist, προτιμά αυτόν του καλλιτέχνη ), ο οποίος βρίσκεται στο προσκήνιο από την πρώτη του sold-out έκθεση το 2005. Και μιλήσαμε για την τέχνη του, το ξεκίνημα και την πορεία του, την pop art, την Μέδουσα που επέλεξε να απεικονίσει στην τοιχογραφία του, αλλά και για την συνεργασία του με τον Banksy. Βέβαια, όσο και αν προσπαθήσαμε δεν μπορέσαμε να μάθουμε ποιος είναι τελικά ο Banksy.

Από τα αυτοκόλλητα στους μεγάλους τοίχους. Τι άλλο άλλαξε κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας εκτός από το μέγεθος;

Ήταν μία πολύ οργανική και μακρά μετάβαση, δεν έγινε μέσα σε μία βραδιά. Αρχικά ζωγράφιζα τοιχογραφίες, αλλά ήταν παράνομο. Έβρισκα μέρη όπου μπορούσα να κάτσω για λίγη ώρα αλλά ήταν πάντα παράνομο. Και πάντα έβρισκα συναρπαστικό το να προσπαθώ να κάνω τα πράγματα μεγαλύτερα, σαν βασικός, πρωτόγονος άνδρας. Ξεκίνησα με ένα μικρό αυτοκόλλητο, έφτιαξα ένα μεγαλύτερο, ένα ακόμα μεγαλύτερο, μετά έφτιαξα αφίσα, αργότερα άρχισα να ζωγραφίζω και όταν κάποιος που προσέφερε έναν τοίχο και μου είπε ότι μπορώ να ζωγραφίσω σε αυτόν, αναρωτήθηκα «Αλήθεια; Ποια είναι η παγίδα;». Όταν μου απάντησε πως δεν υπήρχε παγίδα, κατάλαβα ότι πλέον δεν χρειάζεται να ζωγραφίζω βιαστικά, να παίρνω τον χρόνο μου και θα ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι πιο εξελιγμένο και πιο πολύπλοκο. Και έτσι γεννήθηκε η πρώτη τοιχογραφία, η οποία προκάλεσε την προσοχή και οδήγησε στη δεύτερη, στη τρίτη, στην τέταρτη… Και ξεκίνησα σε ένα διώροφο σπίτι πιστεύοντας πως είναι πολύ μεγάλο και μετά ακολούθησαν τοίχοι σε πολυκατοικίες 5-6 ορόφων… Και τότε σκέφτηκα πως δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο, τι θα διαδικασία θα ακολουθήσω…

Έτσι υπάρχει και μια πνευματική πρόκληση, εκτός από τη σωματική. Και όταν το κάνεις μία φορά, εθίζεσαι και θες περισσότερο, και το επίπεδο μεγαλώνει, σε σημείο που μου προσφέρθηκε κτίριο 24 ορόφων πριν από τέσσερα χρόνια. Αναρωτιέσαι τι θα κάνεις, αλλά πάντα προσπαθώ να «χρησιμοποιήσω» την αρχιτεκτονική του κτιρίου και να πω μια ιστορία την οποία ο καθένας θα μπορεί να την ερμηνεύσει όπως θέλει.

Και όσον αφορά το στυλ σας, αυτό πως εξελίχθηκε;

Ήμουν πάντα επηρεασμένος από τα γραφιστικά των skateboard, τα κόμικς και φυσικά μία άμεση αναφορά μου είναι το έργο του Roy Lichtenstein. Όμως στην πραγματικότητα, η έμπνευσή μου προέρχεται περισσότερο από τον Jim Phillips. Με ενέπνευσε ως έφηβο και δεν είχα ιδέα ποιος ήταν… Νόμιζα ότι για να δημιουργήσεις skate graphics έπρεπε να είσαι και επαγγελματίες skateboarder. Και προσπαθούσα να γίνει καλός skateboarder για να κάνω και skate graphics. Κανείς δεν σταμάτησε να μου πει πως πρόκειται για ένα επάγγελμα, μπορείς να το κάνεις χωρίς να είσαι καλός στο σκέιτ. Και φυσικά αυτό που με επηρέασε ήταν η κατανόηση της pop art και η σχετικότητά της με το σήμερα. Γιατί η pop art υποτίθεται ότι θα ήταν μία κριτική στην μαζική κουλτούρα αλλά απέτυχε.

Ετσι, πάντα σκεφτόμουν «δεν θα ήταν καλύτερα να προσπαθήσεις να την επικαιροποιήσεις και να την κάνεις κριτική, αλλά παράλληλα όχι πολύ βαριά ώστε ο κόσμος να την καταλαβαίνεις;». Ο κόσμος απευθείας καταλαβαίνει την οπτική γλώσσα αλλά υπάρχει ταυτόχρονα υπάρχει και μια πιο σκοτεινή ανατροπή σε αυτή που αν θες να την βρεις.

Συνομιλώντας

Η έμπνευση του D*Face για την τοιχογραφία, για την Μέδουσα, ήρθε από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάτρας, ψάχνοντας στο διαδίκτυο

Υπάρχει χώρος για την pop art σήμερα; Πώς μπορεί κάποιος να την φέρει στο σήμερα;

Όλα είναι ένας κύκλος. Σήμερα έχουν επανέλθει τα 90’s. Δεν ξέρω αν υπήρξε εποχή στην οποία δεν υπήρχε χώρος για την pop art. Μιλώντας προσωπικά, θέλω να λέω μια ιστορία όσο πιο απλά γίνεται, με δυναμικά χρώματα, μου αρέσει κάτι να ξεχωρίζει από μακριά. Εκτιμώ τον φωτορεαλισμό και τους όσους τον κάνουν, αλλά δεν είναι κάτι το οποίο με εμπνέει. Αν θες να κάνεις κάτι φωτορεαλιστικό, τράβα μία φωτογραφία… Δεν είμαι τόσο ταλαντούχος για να κάνω κάτι τέτοιο, και δεν είναι και το στυλ μου.

Προκαλέσατε ποτέ τον εαυτό σας να κάνετε κάτι διαφορετικό;

Πάντα προσπαθώ να προκαλώ τον εαυτό μου για να πω την αλήθεια. Ξεκίνησα από δισδιάστατο, πέρασα σε τρισδιάστατο, από ψηφιακό animation αργότερα ήρθαν οι τοιχογραφίες, που όλο και μεγαλώνουν σε μέγεθος… Πάντα προσπαθώ να πιέζω τον εαυτό μου. Και στιλιστικά πάντα προσπαθώ να υπάρχει μια εξέλιξη. Έχω μία έκθεση τον Αύγουστο στην οποία θα δείξω μια νέα ενότητα της δουλειάς μου. Δεν είναι μια κατεύθυνση, αλλά ένας νέος κλάδος, μια νέα οπτική γωνία, όπου υπάρχουν τα γραφιστικά με έναν ελαφρά διαφορετικό τρόπο.

Προτιμάτε τις γκαλερί ή τους εξωτερικούς τοίχους;

Ποτέ δεν ετέθη το δίλημμα το ένα ή το άλλο. Όταν ξεκίνησα δεν υπήρχε η ιδέα του να γίνω καλλιτέχνης, δεν υπήρχε καν στο μυαλό μου. Πώς θα μπορούσα να το φανταστώ κάτι τέτοιο; Το μόνο που φανταζόμουν ήταν πως θα ήταν άψογο να έβλεπαν οι άνθρωποι αυτά που φτιάχνω και ίσως θα μπορούσα να φτιάξω κάποια t-shirts και αυτοκόλλητα και αυτό ήταν! Έτσι χρησιμοποιούσα τους δρόμους για να κλέψω την προσοχή των ανθρώπων από τις διαφημίσεις που υπήρχαν παντού. Και μπορούσα να το κάνω αποτελεσματικά χρησιμοποιώντας χαρακτήρες με απλές μορφές. Πάντα χαιρόμουν τον διάλογο με τον κοινό στους δρόμους, με έναν παράνομο τρόπο. Όταν σου προσφέρουν έναν τοίχο τον οποίο μπορείς να ζωγραφίσεις αυτό σου δημιουργεί ένα νέο είδος ενθουσιασμού και αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους που είναι πάντα για εμένα το πιο συναρπαστικό.

Όταν ζωγραφίζεις μία τοιχογραφία, την ζωγραφίζεις σε μια περιοχή που ο κόσμος ίσως να μην είναι μορφωμένος, να μην είχαν αυτή την ευκαιρία στη ζωή τους και τους φέρνεις αντιμέτωπους με κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι θα περίμεναν να δουν στο συγκεκριμένο σημείο. Συνεπώς, ελπίζεις να τους εμπνεύσεις, να ψάξουν περισσότερο για τις τοιχογραφίες ή για την τέχνη γενικότερα. Αν το καταφέρω αυτό έστω και για ένα άτομο θα είναι κάτι απίστευτο. Στις γκαλερί η δουλειά μου απευθύνεται σε ένα κοινό που ήδη γνωρίζει από τέχνη.

Απολαμβάνεται περισσότερο τον παράνομο ή τον νόμιμο δημόσιο διάλογο;

Δεν είμαι πλέον παιδί, έχω πια μεγαλώσει… Η παράνομη πλευρά είναι πάντα συναρπαστική, ακόμα και αν πρόκειται να κολλήσεις ένα αυτοκόλλητο. Η γκαλερί σου δίνει μια διαφορετική δημιουργική διέξοδο, σου επιτρέπει να επιδεικνύεις διαφορετικές ιδέες. Ποτέ δεν ήταν το ένα ή το άλλο… Όταν έκανα τα έργα που είχαν ως βάση τους χαρακτήρες και στις λίγες περιπτώσεις που είχα την ευκαιρία να τα βάλω σε εσωτερικό χώρο, π.χ. σε ένα μπαρ ή σε κάποια γκαλερί, έμοιαζαν να μην είναι τόσο αποτελεσματικά, γιατί αυτό που τα έκανε αποτελεσματικά ήταν ότι αρχικά βρισκόντουσαν σε έναν χώρο όπου δεν έπρεπε. Αυτό δημιουργούσε μια αντιπαράθεση και μια αντίθεση. Όταν τα έβαζες σε μια γκαλερί δεν υπάρχουν όροι, τα πάντα μπορούν να είναι σε μια γκαλερί. Νομίζω ότι τα έκανε λιγότερο αιχμηρά και καυστικά. Πάντως, εμένα μου αρέσει να κάνω τοιχογραφίες. Είναι τέλειο αλλά είναι και τρομακτικό κάποιες φορές.

Απ’ ό,τι καταλαβαίνω δεν υποφέρετε από υψοφοβία…

Μισώ τα ύψη! Τα μισώ! Αν είχα την ευκαιρία να μην βρίσκομαι εκεί πάνω, να είναι ένας χαμηλός τοίχος, θα το έκανα! Αλλά σημασία έχει ο όγκος του έργου και ο αντίκτυπός του. Και είναι και προσωπική πρόκληση κάθε φορά, είναι κάθε συναρπαστικό.

Συνομιλώντας

Στην Κορίνθου 50 μπορεί κανείς να δει τη νέα δημιουργία του D*Face να «συνομιλεί» με τον Παπαφλέσσα του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου

Είναι το graffiti ένα είδος street art;

Δεν πιστεύω πως είναι. Λατρεύω τα graffiti και έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου αλλά σίγουρα δεν είναι street art. Και οι δημιουργοί graffiti δεν θέλουν να αναφέρονται σε αυτούς ως street artists. Ποτέ δεν μου άρεσε ο όρος street art όταν πρωτοβγήκε. Δεν ήξερα τι πραγματικά έκανα. Ήταν κάτι σαν graffiti αλλά δεν ήταν graffiti, χρησιμοποιώντας διαφορετικές τεχνικές αλλά την ίδια νοοτροπία. Ήταν ένας όρος του marketing.

Δεν σας άρεσε το να μπει μία ταμπέλα;

Για εμένα street art ήδη υπήρχε. Ήταν οι ζωγραφιές που έκαναν στους δρόμους με κιμωλίες οι άνθρωποι… Και αρχικά η street art ήταν τα αυτοκόλλητα και τα stencils, μετά τα posters και οι τοιχογραφίες και τώρα όλα μαζί. Αλλά στην πραγματικότητα οι τοιχογραφίες δεν έχουν καμία σχέση με την street art. Πολλοί καλλιτέχνες τοιχογραφιών δεν έχουν κάνει ποτέ τίποτα παράνομο στη ζωή τους. Αυτό είναι mural art, είναι κάτι διαφορετικό, στο οποίο ανήκουν κάποιοι street artists και κάποιοι graffiti artists και κάποιοι καλλιτέχνες. Για εμένα είναι απλά τέχνη. Δημιουργείς τέχνη σε ένα κοινό κτήμα όταν χρησιμοποιείς stencil ή τοιχογραφίες. Όταν χρησιμοποιείς το όνομά σου φτιαγμένο με σπρέι και μιλάμε για ένα tag, αυτό είναι graffiti και για εμένα το graffiti δημιουργείται παράνομα. Ποτέ δεν μου άρεσε ο όρος street art. Εγώ είμαι απλά ένας καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί τα παραστατικά μέσα και τους δρόμους ως ένα μεγάλο μέρος του portfolio μου. Αλλά όταν μπαίνει σε μια γκαλερί τι είναι; Όμως στον κόσμο αρέσει να κατηγοριοποιεί τα πράγματα και να εντάσσει κάποιους σε αυτές τις κατηγορίες.

Ας μιλήσουμε για την τοιχογραφία που φτιάξατε στην Πάτρα και στην οποία απεικονίζετε την Μέδουσα. Πώς εμπνευστήκατε;

Προφανώς από την ελληνική μυθολογία. Προσπαθούσα να ερμηνεύσω την Μέδουσα, μία περιφρονημένη γυναίκα που παραδοσιακά αναζητά την εκδίκηση από τους άνδρες και συχνά την απεικονίζουν αποκεφαλισμένη. Για εμένα αυτή είναι μια λυπητερή, φρικτή ιστορία. Οπότε σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω μία πιο σύγχρονη απεικόνιση της Μέδουσας, χρησιμοποιώντας τους δικούς ου χαρακτήρες και το δικό μου στυλ και να αφήσω στο κοινό να ερμηνεύσει το τι θέλω να πω.

Και από ό,τι είδα βάλατε και εδώ τα φτερά, που αποτελούν το trademark σας. Ποια η ιστορία πίσω από αυτά;

Αρχικά είχα ζωγραφίσει έναν χαρακτήρα με τετράγωνο κεφάλι, τετράγωνα μάτια και πεταχτά δόντια. Και η ιδέα ήταν ότι επρόκειτο για έναν δυσλειτουργικό χαρακτήρα της Ντίσνεϊ, μία σύγχρονη εκδοχή της Ντίσνεϊ. Γιατί σκέφτηκα πως αν η Ντίσνεϊ δημιουργούσε χαρακτήρες σήμερα, δεν θα τους έκανε τόσο «μαλακούς» θα ήταν πιο σκληροί. Και αυτό τον χαρακτήρα τον έκανα συχνά. Σε κάποιο σημείο σκέφτηκα πως εδώ δεν είναι η Disnely Land είναι η D*Face Land, οπότε χρειάζεται περισσότερο από έναν χαρακτήρα. Σκέφτηκαν αρχικά πως είναι άνδρας και πως ο χαρακτήρας αυτός χρειάζεται ένα κατοικίδιο, με το κατοικίδιο αυτό να είναι ένα σκυλί. Και επειδή αυτός είναι τετράγωνος, το σκυλί θα έπρεπε να είναι στρογγυλό. Και επειδή είναι σκυλί θα έπρεπε να αιωρείται, και αφού αιωρείται θα έπρεπε να έχει φτερά. Έτσι ξεκίνησε… Όμως και πάλι ήρθε η εξέλιξη.

Προσπαθούσα να εξηγήσω αυτό τον χαρακτήρα, που ξεκίνησε απλά στρογγυλός και μετά ήρθαν τα φτερά ώστε να μπορεί να πετάξει. Άρχισα να εξελίσσω το σχήμα των φτερών και έφτασα σε ένα σημείο που μου άρεσε πάρα πολύ το σχήμα τους, είναι πιο εμβληματικό. Και μετά μου άρεσε η ιδέα να χωρίσω τους δύο χαρακτήρες, με το φτερωτό σκυλί να ψάχνει πάντα να βρει έναν άνδρα με τετράγωνο κεφάλι.

Συνομιλώντας

Έργο του D*Face σε ξενοδοχείο στο Λας Βέγκας

Όμως μετά σκέφτηκα ότι ο φτερωτός χαρακτήρας είναι πιο ευέλικτος και άρχισα να τον χρησιμοποιώ πιο συχνά. Το έκανα πολλές, πολλές φορές. Σκεφτόμουν το πώς εφάρμοζα την ιδέα του graffiti που έχει να κάνει με την επανάληψη και την κλίμακα, προσπαθώντας να το φτάσω όσο πιο μακριά μπορούσα, σε περισσότερα μέρη, στα πιο επισφαλή μέρη που θα μπορούσα να το κάνω. Προσπαθώντας να το ξανασκεφτώ, είπα πως πρέπει να υπάρχει ένας άλλος τρόπος για να το εξερευνήσω, να δείξω την δουλειά μου στο κοινό, παράνομα αλλά όχι με τρόπο που έχει γίνει πριν.

Παρακολουθούσα ένα ντοκιμαντέρ για τα πλαστά χρήματα και πώς κατασκευάζονται και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να πάρω αληθινά χρήματα και πάνω σε αυτά να τυπώσω τον χαρακτήρα μου. Και να ξόδευα τα χρήματα αυτά, κάποιος θα έπαιρνε αυτά τα χαρτονομίσματα ως ρέστα από τις αγορές του, θα τα γύριζε από την άλλη πλευρά και να έβλεπε ένα δείγμα τέχνη. Και αυτό έκανα. Έφτιαξα πολλά χαρτονομίσματα και τα ξόδευα.

Επίσης πάντα μου άρεσε η πανκ ευαισθησία, ποτέ δεν ήμουν βασιλικός, ποτέ δεν μου άρεσε το ιεραρχικό οικοδόμημα ότι όλοι θα έπρεπε να πληρώνουμε αυτό το άτομο για να ζει μια πολυτελή ζωή. Έτσι σκέφτηκα πως αν πάρω τα φτερά αυτά και τα βάλω στην βασίλισσα, θα είναι σαν η βασίλισσα να έχει καταληφθεί, να την έχουν σαμποτάρει. Και αυτό έκανα. Επίσης σκέφτηκα πως θα έπρεπε να έχει και την γλώσσα του χαρακτήρα, οπότε την βλέπουμε να βγάζει έξω την γλώσσα της, σαν να κοροϊδεύει τους άλλους ή σαν να την έχουν καταλάβει οι χαρακτήρες. Και αναγνώριζες τους χαρακτήρες, παρόλο που αυτοί δεν ήταν παρόντες, μόνο τα φτερά. Οπότε το έκανα αυτό πολλές φορές και αυτό άνοιξε το έργο μου σε θεατές που ποτέ πριν δεν του έδιναν σημασία. Και ενδιαφέρθηκε και ο κόσμος της τέχνης που δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Ήταν άλλη μια εξέλιξη για νέες ευκαιρίες στη δουλειά μου.

Μιλήσατε πιο πριν για διάλογο. Πώς αισθάνεστε που το μυθολογικό πλάσμα που φτιάξατε, η Μέδουσά σας, συνομιλεί με τον Παπαφλέσσα, τον ήρωα της ελληνικής επανάστασης; Τι θα μπορούσαν να λένε μεταξύ τους;

Πραγματικά δεν ξέρω! Στη σημερινή κοινωνία ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα έχουν αμφισβητηθεί και πρέπει να ελέγχονται… Ελπίζω οι άνθρωποι να δουν θετικά αυτό τον διάλογο, όπως και οι ελληνικοί θεοί ψηλά από τον ουρανό!

Υπάρχει χώρος για θεούς και ήρωες στο σήμερα;

Δεν νομίζω. Έκανα μία έκθεση το 2008 με τίτλο «Apopcalypse Now» που είχε να κάνει με το τι είναι ήρωας στην σημερινή κοινωνία, που υπάρχει η ιδέα της αμερικανικής, δυτικής κουλτούρας του να εισβάλλει, να κατακτά και λέει πως είναι ο ήρωας. Όμως γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται για αυτό και πάντα υπάρχει ένα κίνητρο από πίσω, το οποίο δεν γίνεται γνωστό και πάντα είναι η απληστία… Τότε είπα ας πάμε πίσω και ας ξανακοιτάξουμε τη δημιουργία των σούπερ ηρώων και του Superman που ουσιαστικά ήταν ένας αμερικανικός αντιρωσικός χαρακτήρας. Ήθελα να αμφισβητήσω την ιδέα ενός ήρωα και ενός κακού. Και πιστεύω πως σήμερα αυτό είναι πιο σχετικό από ποτέ.

Συνομιλώντας

Το στυλ του D*Face είναι χαρακτηριστικό, εμφανώς επηρεασμένος από την skate αισθητική, τον Jim Phillips αλλά και τον Roy Lichtenstein

Ίσως δεν έχει σημασία να σας ρωτήσω, αλλά θα το κάνω… Ποιος είναι ο Banksy;

Είναι ένα αίνιγμα, ε; Δεν θα μπορούσα να σχολιάσω τίποτα πάνω σε αυτό. Θα ήταν βαρετό να το κάνω… Γνωριστήκαμε και πέρασα αρκετό χρόνο μαζί του και είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Είναι τόσο συγκεντρωμένος, τόσο έξυπνος, τόσο αποφασιστικός και τόσο προοδευτικός. Ενώ εμείς ήμασταν τόσο χαρούμενοι που ήθελε ένα περιοδικό να μας συμπεριλάβει και θέλαμε να δώσουμε φωτογραφίες μας, αυτός δεν ήθελε να δώσει κάτι παραπάνω. Μπορούσε να δει 10 χρόνια προ μπροστά από εκεί που βρισκόμαστε. Είναι ίσως ο πιο διάσημος καλλιτέχνης στον κόσμο, ο πιο αναγνωρίσιμος καλλιτέχνης της γενιάς μου. Αισθάνομαι προνομιούχος που τον γνώρισα έστω και για τόσο λίγο.

Εργαστήκατε και μαζί;

Ναι, κάναμε μαζί τα χαρτονομίσματα. Έτσι επικοινώνησε μαζί μου. Είδε τα χαρτονομίσματα που είχα δημιουργήσει, επικοινώνησε μαζί μου και ζήτησε να συνεργαστούμε. Και έτσι κάναμε. Το ενδιαφέρον με αυτή την περίπτωση είναι η δύναμη που έχει το όνομα του καλλιτέχνη. Όλοι νομίζουν ότι το έκανε πριν από εμένα, γιατί είναι μεγαλύτερο όνομα από εμένα. Και τότε καταλαβαίνεις ότι η ιδιοκτησία έχει να κάνει με την δημοσιότητα. Κάτι που μπορεί να είναι λίγο απογοητευτικό.

Και άδικο;

Και άδικο, σίγουρα. Εκείνη την εποχή ένιωθα ότι ήταν άδικο και με πονούσε γιατί αισθανόμουν πως δεν αναγνωριζόμουν για αυτό που έκανα. Και άλλες φορές έλεγα δεν πειράζει γιατί δεν στηρίζεται όλη μου η καριέρα πάνω σε αυτή την ιδέα, έχω άλλες πολλές. Ερχόντουσαν άνθρωποι και μου έλεγαν ότι πήρα εκείνη την ιδέα από τον Banksy. Δεν ήξεραν την ιστορία, αλλά ήξεραν τον Banksy και νόμιζαν πως ήταν δική του ιδέα.