Γινόμαστε έρημος

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Γινόμαστε έρημος. Σε μερικά χρόνια, μπορεί να μην πρόκειται καν για δεκαετίες αλλά συντομότερα, θα κυκλοφορούμε με καμήλες, θα παίζουμε τις μπουνιές για τον ίσκιο ενός μοναδικού δέντρου, και όταν φυσάνε νοτιάδες θα μας παίρνουν την άμμο και θα την κάνουν κόκκινη λάσπη στα μέρη του βοριά. Μην πείτε ότι το ακούτε τώρα για πρώτη φορά. Εχουμε που το διαβάζουμε ήδη από την αυγή του αιώνα μας, πριν η έννοια της κλιματικής αλλαγής μπει στα προγράμματα υποψηφίων βουλευτών, δημάρχων, περιφερειαρχών, με τα γνωστά αποτελέσματα. Γινόμαστε έρημος, έγραφαν από τότε οι οικο-προφήτες.

Η θερμοκρασία ανεβαίνει, τα παγόβουνα λιώνουν και ροβολάνε σιγά σιγά έξω από τα όρια των πόλων, σαν καράβια διάφανα, σαν διαφήμιση του Ολντ Σπάις, δίχως καπετάνιο, με γαντζωμένους πιγκουίνους που θα έχουν όψη αμήχανου ναυαγού. Οι θάλασσες ρέουν φουσκωμένες, οι ακτές καταπίνονται από το στόμα των κυμάτων που χάσκει σαν την αφίσα από τα Σαγόνια του Καρχαρία. Σύντομα η πλατεία Γεωργίου θα έχει γίνει ακτή. Οι ξαπλώστρες θα ανήκουν στο Κάραβελ. Η δικαίωση των παιδιών Ρομά που δροσίζονται στα σιντριβάνια, όταν αυτά έχουν νερό ή και χωρίς.

Γινόμαστε έρημος. Σαν το ανέκδοτο με τις ακαθαρσίες του σκύλου. Τις βλέπει ο περαστικός. «Κρίμα που θα τις πατήσω», μονολογεί. Βάλαμε κι εμείς εδώ και χρόνια πλώρη να οδηγήσουμε την προφητεία στην εκπλήρωση, εμφανίζοντας την αυτοκαταστροφή ως νομοτέλεια. Κι εμείς, κι οι πιγκουίνοι. Ενώ είχαν κι εκείνοι προειδοποιηθεί, αρνήθηκαν να πάρουν μέτρα αποτροπής. Και να τους τώρα στο ξεκολλημένο παγόβουνο μετανοημένοι, εμβρόντητοι.

Γινόμαστε έρημος, όπως διαπιστώνουμε με συνέπεια, σε ετήσια βάση, με την καθιερωμένη επίσκεψη των πυρκαγιών τα καλοκαίρια. Δεν είναι τόσο τρομερό. Η Σαχάρα που είναι έρημος εδώ και χιλιετίες, τι έχει πάθει; Ηδη εξοικειωνόμαστε με τις πυρκαγιές, τους βγάζουμε ονόματα, η Λαίλαπα, ο Ολεθρος, η Βιβλική Καταστροφή, η Αποκάλυψη, ο Αρμαγεδδών, με τα δύο δέλτα τα ακατανόητα, σαν τα άλογα του ιπποδρόμου. Τι άλλωστε μπορούσαμε να κάνουμε; Η ψήφος μας γίνεται κι αυτή προσάναμμα στις θράκες των καιρών, φλέγεται άμα τη εμφανίσει, μένουμε με τη στάχτη της. Πλέκουμε στεφάνια κατά τις εκλογικές πρωτομαγιές τραγουδώντας τραγούδια αβλαβή και ελπιδοφόρα για το μέλλον, αλλά εννοούμε το μέλλον όπως και το παρελθόν, έναν τόπο όπου ενώ είναι αδύνατο να ζήσει κανείς, είμαστε εγκατεστημένοι εκεί ως τέκνα ενδόξων προγόνων και ως ένδοξοι πρόγονοι καμαρωτών απογόνων. Απογόνων ιδεατών, που δεν έχουν το πρόσωπο των παιδιών μας. Τα παιδιά μας δεν είναι μέλλον. Είναι ο εαυτός μας, κοντύτερος και νεότερος.

Γινόμαστε έρημος. Αλλά είμαστε ήδη. Η γη της επαγγελίας δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει. Ο Μωυσής ήταν Δέκα Εντολές και τίποτε άλλο, πέθανε εγκαίρως, όπως ο Περικλής, πριν δει τον χρυσού αιώνα του να ξεφτίζει από την πανώλη των εμφυλίων. Απατεώνας. Ο Παρθενώνας ήδη φλέγεται, οι τουρίστες λιποθυμούν, η πομπή της πρόσοψης ξεμαρμαρώνει και ακολουθεί τον Ελγιν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας και πίσω μένει η έρημος που λέγαμε.