Περί φοροδιαφυγής και ανάπτυξης

Της Εύης Βεργοπούλου, γγ Οικονομικού Επιμελητηρίου – υποψήφια «Προοδευτικής Δημοκρατικής Συνεργασίας Οικονομολόγων».

Το εξαγγελθέν φορολογικό νομοσχέδιο διατηρεί ανέγγιχτες τις απαλλαγές, που θέσπισε η κυβέρνηση στην προηγούμενη τετραετία και στοχεύει αποκλειστικά στη συρρίκνωση της μικρής και μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.

Η ΝΔ παραμένει πιστή στην παρωχημένη πολιτική των λεγόμενων trickle down economics, που καθιέρωσαν στην παγκόσμια οικονομία η Θάτσερ και ο Ρίγκαν, δηλαδή στην αφελή φιλελεύθερη άποψη ότι με φοροαπαλλαγές στους πιο πλούσιους θα αυξηθούν οι επενδύσεις, ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης και ο πλούτος θα διαχυθεί και θα φτάσει για όλους.

Στην πράξη, όμως, γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, διότι οι έμμεσοι φόροι ροκανίζουν το εισόδημα των χαμηλόμισθων και η επαναφορά των αναχρονιστικών τεκμηρίων βάζει «θηλιά».

Προκύπτει μείζον ζήτημα φορολογικής δικαιοσύνης. Ο έμμεσος φόρος είναι κοινωνικά άδικος και οξύνει την ανισότητα, διότι με ΦΠΑ 24% το εισόδημα του φτωχού πιέζεται περισσότερο από του πλούσιου. Οταν μια κυβέρνηση αρνείται να μειώσει το ΦΠΑ, για να ανακουφίσει τους αδύναμους, με το επιχείρημα ότι είναι αποτελεσματικός και γεμίζει τα ταμεία και ταυτόχρονα μειώνει τη φορολογία των επιχειρήσεων στο 22% και των μερισμάτων στο 5%, καταργεί τον φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας και αυξάνει το αφορολόγητο στις γονικές παροχές μέχρι τις 800.000 €, είναι πασιφανές ότι οι ανισότητες μεγαλώνουν και ουσιαστικά μεταφέρεται πλούτος από τους πολλούς στους λίγους.

Ειδικά για τον φόρο στα μερίσματα, έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι είναι πολύ χαμηλός, όταν στην Ιρλανδία -την «ιερή αγελάδα» της φιλελεύθερης σχολής- είναι στο 51%, για να επανεπενδύονται κέρδη στην επιχείρηση.
Επομένως, ο εξορθολογισμός της φορολογικής πολιτικής δεν θα προκαλέσει καμία ύφεση, αλλά θα διασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη με την κοινωνική συνοχή, θα βελτιώσει παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας, χωρίς να κινδυνεύσει η δημοσιονομική ισορροπία. Κι αυτό δεν είναι ουτοπικό, διότι ήδη εφαρμόζεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τα περίφημα Bidenomics, όπου έχουμε την «κοινωνική οικονομία της αγοράς», δηλαδή υποστήριξη χαμηλόμισθων και μεσαίας τάξης, δημόσιες επενδύσεις για το μέλλον, σε υποδομές και εκπαίδευση, ενίσχυση του ανταγωνισμού και φορολόγηση υπερπλούσιων, που πληρώνουν πολύ λίγο φόρο.

Απέναντι στην εύκολη λύση του τεκμαρτού εισοδήματος, που δημιουργεί αίσθηση φορολογικής ανεπάρκειας του κρατικού μηχανισμού και θα οδηγήσει τους μικρούς σε διακοπή δραστηριότητας, δημιουργώντας μονοπωλιακές καταστάσεις στην αγορά, υπάρχει η ολοκληρωμένη πρόταση αναδιανεμητικής πολιτικής και προοδευτικής φορολόγησης, η οποία με τα εργαλεία της ψηφιακής επανάστασης μπορεί να περιορίσει μεγάλες εστίες φοροδιαφυγής.