Χρήστος Μπάρμπας: «Οι ηλικίες από ένα σημείο και μετά δεν μετράνε» – Περνώντας τρεις εβδομάδες στη «Νέα Θάλπη»
Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Μέσα από το τζάμι, τρεις πράξεις», Χρήστος Μπάρμπας μιλά στο pelop.gr για την μοναδική εμπειρία που έζησε, μπαίνοντας ο ίδιος σε καραντίνα επί τρεις εβδομάδες στη «Νέα Θάλπη».
«Άλλαξε η άποψή μου για τα γηροκομεία βλέποντας όσα καινοτόμα γίνονταν και γίνονται εκεί». Αυτό σημειώνει ο Χρήστος Μπάρμπας, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Μέσα από το τζάμι, τρεις πράξεις» όταν τον ρωτάμε για την εμπειρία του μέσα στο γηροκομείο «Νέα Θάλπη», ενώ παράλληλα μας εκφράζει τον θαυμασμό του για το έργο που κάνουν οι νοσηλευτές χαρακτηρίζοντάς τους «υπεράνθρωπους».
Και όσοι έχουν δει ή παρακολουθήσουν το ντοκιμαντέρ, θα το αντιληφθούν αμέσως, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο αλληλοεπιδρούν οι φροντιστές με τους ηλικιωμένους. «Ένας ηλικιωμένος έχει ανάγκες πολύ προσωπικές που θα πρέπει όταν τον φροντίζεις να μην του αλλοιώσεις την αξιοπρέπεια. Και αυτά τα νέα παιδιά, όλοι, έχουν έναν αλτρουισμό που με ξεπέρασε. Δεν πίστευα στα μάτια και στα αυτιά μου» λέει χαρακτηριστικά.
Το ενδιαφέρον για αυτή τη συζήτηση, ξεκίνησε όταν παρακολούθησα το ντοκιμαντέρ «Μέσα από το τζάμι, τρεις πράξεις» στο πλαίσιο του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου και βλέποντας τον τρόπο που ο Χρήστος Μπάρμπας προσέγγισε το θέμα και τους ίδιους του ηλικιωμένους. Και φυσικά υπήρξε και η περιέργεια για το πώς πήρε την απόφαση να κλειστεί και ο ίδιος για σχεδόν ένα μήνα στη «Νέα Θάλπη». Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Τι σας κίνησε το ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ; Δεδομένου ότι μιλάμε για μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για όλους μας, αυτή του πρώτο lockdown.
Δεν νομίζω ότι υπήρχε άνθρωπος σε ολόκληρο τον πλανήτη, από τη στιγμή που επιβλήθηκε αυτό το γενικότερο lockdown που μπορούσε να αντέξει ή τουλάχιστον να κατανοήσει σε αυτό το στάδιο το τι ήταν αυτό ακριβώς που συνέβαινε. Η αλήθεια είναι πως όσο περνούσαν οι μέρες και οι εβδομάδες, αναρωτιόμουν ποιος θα ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσα να καταγράψω με έναν τρόπο, μέσα από ποια ιστορία, αυτό που βίωνα και προπαντός τα συναισθήματα που είχα. Κακά τα ψέματα, είτε πρόκειται για μυθοπλασία, είτε για ταινία τεκμηρίωσης όπως είναι το ντοκιμαντέρ πάντα εναποθέτεις κάτι πολύ προσωπικό.
Για ό,τι έχει να κάνει με την συγκεκριμένη ιστορία, το ντοκιμαντέρ «Μέσα από το τζάμι, τρεις πράξεις», προέκυψε όταν έμαθα ότι ένα γηροκομείο της Αθήνας στη «Νέα Θάλπη», στα Βόρεια Προάστια και συγκεκριμένα στον Άγιο Στέφανο, αποφάσισε να κάνει ένα επιπλέον lockdown, να κλειστεί και να σφραγιστεί η μονάδα, με την συγκατάβαση των φιλοξενούμενων, των συγγενών, του προσωπικού. Το προσωπικό τότε ήταν 35 άτομα, οι 25 δέχθηκαν να μείνουν για 2 μήνες κλεισμένοι μέσα στην μονάδα. Ο Δημήτρης Καμπανάρος, ο διευθυντής της μονάδας, γεροντολόγος, έβλεπε από τις στατιστικές ότι τα περισσότερα θύματα σύμφωνα με τους αριθμούς, προέρχονταν από γηροκομεία κυρίως. Έβλεπε πως ο ιός από τη στιγμή που μπορούσε να φωλιάσει σε ένα τέτοιο σύστημα, ήταν ζήτημα χρόνου να προκαλέσει τις καταστροφές που προκαλούσε. Είπε ότι δεν ήθελε να συμβεί αυτό στη δική του τη μονάδα και έτσι «πίεσε» τα πράγματα και έτσι όλοι μαζί έμειναν για 2 μήνες εκεί. Το έμαθα και ζήτησα να έρθω σε επαφή με τον Δημήτρη και τον έπεισα ότι οι προθέσεις μου ήταν καλές. Πάντα ήθελα να μπω σε ένα γηροκομείο, όσο και να φαίνεται περίεργο… Όχι για να κάνω πρόβα για αργότερα, γιατί έχω ακόμα λίγο χρόνο, αλλά γιατί είχα πάντα την άποψη ότι ένας ηλικιωμένος μπορεί να είναι ένας νέος άνθρωπος εγκλωβισμένος σε ένα σώμα που παραπαίει. Πίσω από τις ρυτίδες και την ακαμψία του σώματος, ενδεχομένως να υπάρχει ένας άνθρωπος που ποθεί την ζωή με τον ίδιο τρόπο που την ποθούσε και τη δόξαζε στα 20, στα 40, στα 50.
Ο Δημήτρης, αφού συνεννοηθήκαμε, μου είπε τι έπρεπε να κάνω, να μείνω καραντίνα για μία εβδομάδα πριν πάω εκεί, να γίνει απολύμανση, περάσαμε τεστ, και έτσι μαζί με τον Μιχάλη Γερανιό, τον διευθυντή φωτογραφίας, μείναμε στην μονάδα και αστειευόμενοι τα βράδια της καραντίνας λέγαμε ότι αυτό είναι μια πρόβα για αργότερα.
Πώς σας αντιμετώπισαν οι τρόφιμοι; Είδαμε στο ντοκιμαντέρ χαρακτηριστικά τον κυρία να λέει στη φίλη της πως προσπαθείτε να την παγιδέψετε.
Μιλάτε για την κυρία Σούλα… Καταρχήν δεν σηκώσαμε τις κάμερες μονομιάς, γιατί η εικόνα ενός ανθρώπου που έχει την κάμερα στο μάτι και προσπαθεί να συλλάβει ό,τι μπορεί να έχει ενδιαφέρον ή κινείται, στην πραγματικότητα είναι σαν να κυνηγάς κάτι. Δεν είναι τυχαίο πως στα αγγλικά για να πούμε κινηματογραφώ είναι η ίδια λέξη με αυτή του κυνηγώ: shooting. Προσπαθήσαμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο διακριτικοί. Θέλαμε τις πρώτες ημέρες να συνηθίσουν την παρουσία μας, να τρώμε πρωινό μαζί τους, να τους χαιρετάμε και αφήσαμε αυτούς να μας ρωτήσουν. Πού και πού τραβούσαμε, υποτίθεται, κάποιες φωτογραφίες. Όταν κατάλαβαν, ειδικά οι κυρίες, ότι βρισκόμασταν εκεί για να καταγράψουμε τη ζωή με καλοπροαίρετο τρόπο, όλες ζήτησαν κομμωτήριο. Ενταχθήκαμε πολύ καλά την πρώτη εβδομάδα και από εκεί και πέρα ήταν θέμα χρόνου να έχουμε όλες εκείνες τις σκηνές που θα επέτρεπαν να κάνουμε τη συρραφή μιας ιστορίας που ποτέ δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το τελείωμά του.
Και μένετε εκεί ένα μήνα περίπου;
Μείναμε τρεις εβδομάδες και κάτι, σχεδόν ένα μήνα, μέχρι το τέλος του συγκεκριμένου εγκλεισμού. Εξ’ ου και το πάρτι για το τέλος αυτού του εγκλεισμού… Ήταν τρεις εβδομάδες ανεπανάληπτες και για τους δυο μας, αλλά πιστεύω ότι και εμείς συνδράμαμε στο να μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να βιώσουν και κάτι έξω από την καθημερινότητά τους. Για εμάς πάντως ήταν εμπειρία ζωής. Συνήθως όταν μιλάμε για τα γηροκομεία, για το γήρας, είμαστε όλοι γεμάτοι με προκατάληψη και φόβο στην πραγματικότητα. Είναι μια αντίδραση αντανακλαστική θα έλεγα, απωθούμε τους γέροντες, τους ηλικιωμένους. Όχι επειδή είμαστε άνθρωποι που έχουμε κακία έμφυτη, αλλά επειδή ο γέροντας είναι η αντανάκλαση, είναι ο καθρέπτης του εαυτού μας σε λίγα χρόνια από τώρα. Και είναι κάτι που δεν θέλουμε να δούμε.
Κάποια στιγμή ο Δημήτρης Καμπανάρος λέει πως πρέπει να αλλάξουμε την στάση μας απέναντι στο γήρας. Μετά από όλη αυτή την εμπειρία, άλλαξε η δική σας στάση;
Η στάση η δική μου, καταρχήν έχει να κάνει με το προσωπικό μου βίωμα. Και εγώ μεγαλώνω όπως όλοι μας και κάποια στιγμή ελπίζω να γεράσω και να μην φύγω νωρίτερα. Όλα αυτά σχετίζονται τόσο πολύ με τη ζωή και τον θάνατο… Το γήρας είναι η απόδειξη ότι ζήσαμε και ότι συνεχίζουμε να υπάρχουμε, δεν είναι τίποτα άλλο. Φυσικά το σώμα φθίνει. Αυτό που έχει αλλάξει κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη δική μου αντίληψη, είναι ότι οι γέροντες τελικά δεν είναι αυτό που πιστεύουμε ότι είναι. Δεν είναι παρατημένοι άνθρωποι μέσα τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ποθούν τη ζωή μέχρι και την τελευταία στιγμή. Η κυρία Ελίζα που ήταν ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας, η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που έκανε αυτή τη δουλειά, το είπε ξεκάθαρα: και την τελευταία στιγμή ποθείς τη ζωή, δεν παραιτείσαι απ’ αυτή. Αυτό που βλέπεις είναι ότι οι γέροντες είναι άνθρωποι που θα προτιμούσαν να τους χαριστεί η ζωή για μια ακόμα μέρα, για έναν ακόμη μήνα, για έναν ακόμα χρόνο κλπ. Αυτό περισσότερο είναι μια αλήθεια, δεν είναι άποψη. Επειδή δεν ξέρουμε πώς θα διαχειριστούμε αυτό που αλλάζει με το χρόνο και ξαφνικά είμαστε και εμείς γέροντες, ίσως αυτή η εμπειρία να ήταν η ευκαιρία για εμένα, να προετοιμαστώ καλύτερα για αυτά που θα αλλάξουν σε λίγα χρόνια, τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά.
Ακούσαμε όμως και μια κυρία να λέει πως «σε αυτή την ηλικία υπάρχει μόνο το παρελθόν και δεν υπάρχει παρόν».
Η αλήθεια είναι πως ορισμένοι από τους γέροντες, έχουν τραβήξει πολλά, λόγω αρρώστιας είτε λόγω άλλων καταστάσεων που κανείς δεν ξέρει, μερικές φορές. Η κυρία Γιολάντα στην οποία αναφέρεστε, είπε «να τελειώνει». Είναι κατανοητό, γιατί μπορεί να είναι δύσκολο για κάποιους ανθρώπους που είναι σε αυτή την ηλικία. Αλλά όλοι βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Γιατί να μην αντιμετωπίσουμε και το θέμα του θανάτου με διαφορετικό τρόπο ο καθένας από εμάς;
Μου κάνει εντύπωση που θυμάστε τα ονόματα όλων.
Ναι, γιατί ήταν τρεις εβδομάδες συμπυκνωμένου χρόνου. Σαν να έζησα καιρό μαζί τους. Και έπειτα υπάρχει η διαδικασία του μοντάζ… όταν κάνεις μοντάζ ακούς τις φράσεις και τα ονόματα να ακούγονται διαρκώς. Η ταινία στην πραγματικότητα στο τέλος του μοντάζ, μπαίνει μέσα σου, γίνεται κομμάτι του εαυτού σου, κομμάτι του DNA σου. Φυσικά και τους θυμάμαι και ελπίζω να τους θυμάμαι για πάντα, γιατί αυτοί οι άνθρωποι μου έδωσαν την ευκαιρία να ζήσω μια εμπειρία ζωής και ταυτόχρονα να ατενίζω ό,τι μου μένει να ζήσω με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Και τους είμαι ευγνώμων. Το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω είναι να θυμάμαι τα ονόματά τους.
Η ταινία δεν είναι μόνο καλές στιγμές αλλά και πικρές. Ποια ήταν η πιο δύσκολη και ποια η πιο συγκινητική, γλυκιά στιγμή;
Το χειρότερο που μπορεί να ζήσει κάποιος είναι ο ίδιος ο θάνατος… Δεν ξέρω αν είναι ένα τυχαίο γεγονός, δεν είχα την ευκαιρία να το συζητήσω με τον Δημήτρη, αλλά συνήθως τα βράδια «φεύγουν» οι άνθρωποι, έχει να κάνει με τον οργανισμό… Δεν είμαι γιατρός να το γνωρίζω, αλλά υποψιάζομαι ότι έχει να κάνει με το ότι καταστέλλεται ο οργανισμός, οι άμυνες και οι άνθρωποι «φεύγουν» ξημερώματα, τουλάχιστον για όσους έφυγαν όσο καιρό ήμασταν εμείς εκεί. Και σημειώνω πως κανένας δεν «έφυγε» από Covid. Οτιδήποτε άλλο μπροστά στον θάνατο δείχνει και φαίνεται παιχνίδι. Θα πρέπει να είναι κάποιος πολύ δυνατός για να το ατενίζει με μεγάλη γενναιότητα, να μην τον θλίβει, να το θεωρεί φυσικό τόσο για τον ίδιο όσο για τους άλλους. Εγώ δεν ανήκω σε αυτούς τους ανθρώπους. Με λυπεί και ας μην είναι δικός μου άνθρωπος. Έτυχε να μπούμε σε έναν θάλαμο, να κινηματογραφήσουμε έναν άνθρωπο, να βγούμε να κάνουμε κάποια βήματα και η νοσοκόμα να μας πει ότι «έφυγε». Αυτό που κινηματογραφήσαμε εμείς ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής του… Αυτή ήταν και η πιο δύσκολη στιγμή.
Οσον αφορά τις πιο γλυκές στιγμές… τα φλερτ από τις κυρίες! Οι κυρίες ήξεραν ότι είναι ένα παιχνίδι , το οποίο όμως το στήριζαν… Ήταν εκεί για να κάνουν αστεία. Ήξεραν πολύ καλά τι θα πει ένας άνδρας, ήξεραν πολύ καλά και θυμόντουσαν τι σημαίνει να ζεις την ευτυχία της ζωής μέσα από τον έρωτα. Αυτό που έμενε ήταν να συνεχίσουν τον λόγο και τα λογοπαίγνια… Ναι, το πιο όμορφο ήταν αυτά τα πειράγματα που είχαμε και πιστέψτε με ήταν πάρα πολλά!
Πόσο νέοι είναι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι;
Είναι όσο νέοι τους βλέπουμε εμείς. Το είπε και ο Δημήτρης Καμπανάρος. Δεν έβλεπε ηλικίες. Έβλεπε ανθρώπους που έχουν ορισμένες ανάγκες. Όταν έρθεις σε επαφή με έναν ηλικιωμένο, τον αντιμετωπίσεις ως άνθρωπο που ναι μεν έχει κάποιες ειδικές ανάγκες αλλά δεις το άτομο, την προσωπικότητα, του μιλήσεις με το όνομά του, και δεν έχεις κατά νου ότι μιλάς με έναν 80ρη ή 85άρη, το καταλαβαίνει. Και το ανταποδίδει. Ξαφνικά το βλέμμα του θα γίνει πιο σπινθηροβόλο, πιο ευθύ, τα μάτια θα είναι πιο υγρά. Το νιώθεις. Οι ηλικίες από ένα σημείο και μετά δεν μετράνε. Αυτό που μετράει είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε έναν άνθρωπο.
Τι μάθατε από τους ηλικιωμένους;
Ότι δεν πρέπει να πάει ούτε μια μέρα χαμένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να μπούμε σε μια εμμονή, να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να πούμε «πόσες μέρες μου μένουν, πόσα χρόνια μου μένουν». Δεν εννοώ να ζήσουμε τη ζωή με μία παράνοια και με ένα άγχος που στην πραγματικότητα δεν θα μας αφήσει να ζήσουμε. Εάν όμως σκεφτούμε λίγο πιο σοβαρά την ευθραυστότητά μας, το πώς μπορούν τα πράγματα να αλλάξουν, και σε σχέση με το σώμα μας, τότε κάθε μέρα είναι ένα θαύμα που αφορά εσένα. Έμαθα να μην είμαι αγνώμων, σε ορισμένα πράγματα ίσως να ήμουν περισσότερο εγωιστής απ’ όσο θα έπρεπε. Ελπίζω δηλαδή, το κομμάτι αυτό να έχει αλλάξει! Δεν σημαίνει ότι έχω μια πλήρη αυτογνωσία, αλλά ξέρω ότι θα συνομιλήσω, θα δω πλέον τον ηλικιωμένο διαφορετικά πλέον απ’ ότι τον έβλεπα πριν. Διαφορετικά συνομιλώ με την μάνα μου πλέον, η οποία είναι 85 χρόνων.
Στο ντοκιμαντέρ, δεν αναφερθήκατε καν στην αυτοκτονία του Δημήτρη Καμπανάρου. Γιατί;
Όταν ο Δημήτρης αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του, το μοντάζ βρισκόταν στον 40ό λεπτό από τα 83 της ταινίας. Για εμάς ήταν ένα σοκ. Φανταστείτε ότι ο Δημήτρης το έπραξε αυτό στην αρχή της εβδομάδος και εμείς είχαμε ραντεβού την Παρασκευή για να δει και αυτός το μοντάζ των 40 λεπτών. Ευτυχώς είχε δει μια βερσιόν 25 λεπτών και του άρεσε πάρα πολύ… Για εμάς, για εμένα και την Αλεξάνδρα Βερυκόκκου που έκανε το μοντάζ, ήταν σοκ, γιατί είχαμε ξεκινήσει και αφηγούμασταν την ιστορία ενός βιώματος που ζήσαμε εκεί με τον Μιχάλη. Και στην πραγματικότητα, εξυμνούσαμε τη ζωή. Δεν ήταν μια ωδή για τον θάνατο αλλά ένας ύμνος για την ίδια τη ζωή. Και ξαφνικά αισθανθήκαμε ότι οριακά μας πρόδωσε. Από την άλλη όμως, η αυτοχειρία είναι κάτι τόσο προσωπικό, αφορά τον ίδιο.
Είναι μια πράξη που προκαλεί δέος με την άσχημη έννοια του όρου, που μας ξεπερνάει. Δεν ήθελα με τίποτα η πράξη αυτή του Δημήτρη να αμαυρώσει το μάθημα που έδινε για την γεροντολογία και την αντιμετώπιση απέναντι σε ό,τι έχει να κάνει με το γήρας. Ήθελα να κρατήσουμε από τον Δημήτρη, ότι καλύτερο είχε να δώσει αυτός ο άνθρωπος, που ήταν σπάνιος γιατί γεροντολόγοι δεν υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα και δη βραβευμένοι όπως ο Δημήτρης. Ήθελα να κρατήσουμε την μνήμη αυτού του ανθρώπου μέσα από το έργο του και τον καινοτόμο τρόπο να βλέπει την φροντίδα για τους ηλικιωμένους.
Όμως αφιερώσατε το ντοκιμαντέρ στη μνήμη του.
Το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω. Ήταν ωραίος άνθρωπος ο Δημήτρης.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News