Φίνα φιλμ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Οι μικροί δεν αγαπούσαν το μιούζικαλ, τουλάχιστον το μουσικό μέρος του. Αντε, να τρέξουν τα τραγούδια του Γιάννη Βογιατζή και του Πουλόπουλου και τα χορευτικά του Σειληνού και του Φλερύ, να ξαναβγούν ο Βουτσάς με τον Τζανετάκο για τις καρπαζιές της επόμενης σκηνής, μια μύηση των ελληνοπαίδων στη ρωμέικη πλάκα. Οι μικρές, αντίθετα, στέκονταν στο τραγούδι και το μπαλέτο. Για το αίσθημα της μελωδίας και του στίχου, όλα αυτά τα εικαζόμενα, τα ανεπίδοτα σ’ αγαπώ, ή για το πόδι της Λάσκαρη και της Καραγιάννη.

Και τώρα πάνε όλοι. Και ο Βουτσάς και η Καραγιάννη. Και η Λάσκαρη. Και τώρα ο
Βογιατζής. Σαν να βλέπεις τα γράμματα του τέλους, που σε παραπέμπουν στη γνωστή, αξέχαστη θρυλική εποχή, την χιλιοτραγουδισμένη. Ανεμελιά, φλέρτ, τσαχπινιά, ανοιχτά αμάξια, γρήγορο τέμπο, νομιμοποιημένη σαχλαμάρα, τρυφερό μπούλινγκ και στο τέλος γάμος Ωχ. Σας είπαμε το τέλος.

Ηταν μια πολυαγαπημένη μετριότητα, μια επικάλυψη επιτηδευμένης αθωότητας πάνω στην προέλαση του τσιμέντου που ακύρωνε τους ελεύθερους χώρους για να δώσει αστική προοπτική στην Ελλάδα που δεν έχει κλείσει μια εικοσαετία από τον εμφύλιο. Οι ταινίες αυτές, καρπός της αδυναμίας των εταιριών της εποχής να κάνουν κανονικό σινεμά, μιας αδυναμίας, ωστόσο, που κόσμος όχι απλά συγχωρούσε αλλά λάτρευε για την απλοϊκότητα και τη βατότητα του θέματος. Η οθόνη εξέφραζε ένα αίτημα χαράς και χρώματος. Επιτέλους νεότητα, πέρα από λιπόσαρκες φιγούρες της αβιταμίνωσης και τα σκληρά πρόσωπα των διαδηλώσεων του ‘60. Επιτέλους χαλαρότητα, χαρά και ζωή. Στις ταινίες αυτές απουσιάζει ο παραμικρός υπαινιγμός για την πολιτική, παρ’ εκτός αν πρέπει να την απαξιώσουμε, όπως επίσης, βέβαια, τον πολιτισμό, την «αφηρημένη τέχνη», την ποίηση, την επιστήμη που ενσαρκώνεται από ημιπαράφρονες εμμονικούς.

Κλείνει το μυαλό σου, ανοίγει η καρδιά σου. Επιστρέφεις στις ταινίες αυτές και ανιχνεύεις την έννοια της παιδικότητας. Η οποία εν τέλει είναι το ίχνος που αφήνει η απομείωση της παιδικότητας της ίδιας. Μια συγκινητική αναπόληση, μια τρυφερή καταγγελία για τη μακαρίτισα τη νεότητα, αλλά και ένα αναδρομικό αίτημα επιστροφής στην εποχή της απλότητας, όπως αυτή περιγράφεται στις ταινίες «του αγαπημένου ελληνικού κινηματογράφου». Η ζωή των 60’ς όχι όπως ήταν, αλλά όπως την υποκατέστησαν τα τραγούδια του Βογιατζή και το πόδι της Καραγιάννη στη συλλογική μνήμη. Ένα όχημα παγωτατζή, με τη φίρμα ΑΓΝΟ, ή κάτι τέτοιο, πλατείς δρόμοι, σπάνις οχημάτων, τρεχαλητό στις παραλίες χεράκι χεράκι. Ένα διαρκές σκίρτημα. Οι κακοί ήταν στο βάθος καλοί και συνέρχονται. Οι ασχημόπαποι κωμικοί μας θα κερδίσουν το κορίτσι. Ο πλούσιος χασάπης  θα χάσει στην αγάπη αλλά θα κερδίσει σε συκωταριές και διαμερίσματα. Κι ένας Ζαμπέτας
να συνοψίζει στ φινάλε.

Και κάπου εκεί θυμηθήκαμε ένα τραγούδι που είχε γραφτεί για μια πατρινή καρναβαλική παρωδία.

Φιστίκι στραγάλι κορνέτα

Και φρέσκα κοκ

Και πάμε, μοτέρ και κλακέτα

Ελλάς αμόκ

 

Καρέζη, Καζάκος, Αλίκη

Ήχος και φως

Η χώρα ορμά για τη νίκη

Στα προσεχώς

 

Εμπρός με Μικέ και με Φίφη

Μέλλον λαμπρό

Οι πάντες ζητάνε μια νύφη

Ή ένα γαμπρό

 

Μια σαύρα θα βγει στην οθόνη

Στα ασημί

Πού τό ‘δες μωρέ Κηλαηδόνη

Το γιασεμί

 

Το μολυντήρι να περπατά

Φτιάξε χασάπη τα γραμματα

Στα βάσανά μας να πούμε στοπ

Με σαχλαμάρες σινεμασκόπ

 

Παιδιά της Ελλάδος και Βέμπο

Πρέκας, Καρράς

 

Το όπλο ξερνά πασατέμπο

Κατά ριπάς

 

Το «ΟΧΙ» το είπε ο Σάντσο

Στον Κομνηνό

Το γράφουν Φαντάζιο, Ρομάντσο

Και Ντομινό

 

Το έθνος ψηλώνει με Ρίζο

Κάποιος ρωτά

Εάν από βέσπα γνωρίζω

Σκόρδα κρατά

 

Στο τέλος θα πέσουν κουφέτα

Όλα καλά

Και όλοι μαζί στο Ζαμπέτα

Για τρα λα λα