Η Μητέρα του σκύλου: Χωρίς μοντάζ

Αυτό που κάνει τη Μητέρα του σκύλου τόσο θεατρικά ισχυρή είναι ότι ήταν πάντα μεταμφιεσμένο θέατρο.

Η Μητέρα του σκύλου: Χωρίς μοντάζ

Στον πυρήνα του μυθιστορήματος της Παύλου Μάτεσι βρίσκεται ένας εκτεταμένος, σχεδόν αδιάκοπος μονόλογος. Η Ραραού, συνταξιούχος ηθοποιός, εκκεντρική αφηγήτρια και αναξιόπιστη αλλά μαγνητική αφηγήτρια, ανατρέχει στην ταραχώδη ζωή της. Μέσα από τη μνήμη της, συχνά περισσότερο επιτελεστική παρά εξομολογητική, οδηγούμαστε στο παρελθόν: σε ένα μικρό ελληνικό χωριό πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου μεγάλωσε στη σκιά του οικογενειακού σκανδάλου και της διαφαινόμενης εθνικής καταστροφής.

Στην τολμηρή, σκηνική μεταφορά του εμβληματικού μυθιστορήματος του Παύλου Μάτεσι «Η μητέρα του σκύλου», ο σκηνοθέτης Κώστας Γάκης δεν ζωντανεύει απλώς ένα βιβλίο, ξεθάβει μια ψυχή. Εκείνης της Ραραού, κατά κόσμον Ρουμπίνης Μέσκαρη, μιας γυναίκας που σφυρηλατήθηκε στις επαρχιακές φωτιές της προπολεμικής Ελλάδας και μετριάστηκε στα απόνερα της ντροπής, της απώλειας και της θεατρικής τριβής. Με το ρυθμό ενός λαϊκού πανηγυριού και το κεντρί μιας προσωπικής εξομολόγησης, αυτή η παράσταση αναρωτιέται: όταν μια γυναίκα καταδιώκεται από το παρελθόν της, ποιος πραγματικά την κυνηγά;

Η μητέρα της, της οποίας η σχέση με έναν Ιταλό αξιωματικό κατά τη διάρκεια της Κατοχής τους σημάδεψε και τους δύο ως απόκληρους, γίνεται έρμαιο και βάρος. Μετά την απελευθέρωση, μητέρα και κόρη καταφεύγουν στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη. Μαζί περιηγούνται στη φτώχεια και την κοινωνική απόρριψη της μεταπολεμικής Ελλάδας, προσκολλημένες η μία στην άλλη σαν ναυαγοί σε μια σχεδία κοινής ντροπής.

Ο Γάκης σκηνοθετεί αυτό το οικείο, αποσπασματικό, μη γραμμικό τοπίο μνήμης όχι με μινιμαλισμό, αλλά με πληθωρική θεατρικότητα. Αντλώντας έμπνευση από τα μπουλούκια, τους ρακένδυτους θεατρικούς θιάσους που ταξίδευαν στην ελληνική ύπαιθρο τον 20ό αιώνα, τοποθετεί το έργο μέσα σε έναν κόσμο θεάματος, μετατρέποντας τη μνήμη σε κίνηση, το τραύμα σε ρυθμό. Η σκηνοθεσία είναι ζωηρή, με μια σχεδόν καμπαρετική ζωντάνια, σαν η ίδια η σκηνή να προσπαθεί να αντισταθεί στη βαρύτητα της θλίψης του Ραραού χορεύοντας πάνω στα ίδια της τα ερείπια.

Αυτή η εορταστική αισθητική δεν είναι επιπόλαιη, είναι μια πονηρή αντίστιξη. Οι αναμνήσεις του Ραραού  δεν είναι καθαρές ιστορικές αλήθειες, είναι επαναχρωματισμένες και παραμορφωμένες μέσω της παράστασης. Θυμάται ως ηθοποιός, όχι ως ιστορικός. Η μνήμη εδώ είναι θέατρο – και το θέατρο, για τη Ραραού, είναι επιβίωση.

Οι μουσικές συνεισφορές του Σταμάτη Κραουνάκη και οι συνθέσεις του παρέχουν τονική ελαστικότητα, η θλίψη γίνεται σάτιρα, η νοσταλγία γίνεται θόρυβος και η σιωπή αποκτά μελωδία. Τα τραγούδια διακόπτουν τον μονόλογο σαν εισβολές του υποσυνείδητου. Μερικές φορές καταπραΰνουν, συχνά, πονούν.

Ο κεντρικός ρόλος της Ραραού είναι ένα έργο Γολιάθ, σχεδόν μια παράσταση για μία γυναίκα και όποιος τον αναλάβει πρέπει να ενσαρκώσει την ένταση μεταξύ θεατρικότητας και αλήθειας. Πρέπει να μας γοητεύσει και να μας εξαντλήσει με την ίδια αναπνοή. Γιατί η Ραραού, όπως η Μπλανς Ντυμπουά ή η Γουίνι από το Happy Days, είναι ταυτόχρονα μια τραγική φιγούρα και μια καταναγκαστική ερμηνεύτρια, πολύ κατεστραμμένη για να είναι ολόκληρη, πολύ φωτεινή για να την απορρίψουμε. Η ζωή της είναι μια μεγάλη αυλαία. Αλλά υπάρχει πάντα η υποβόσκουσα αίσθηση ότι όταν σβήσουν τα φώτα, κανείς δεν θα χαθεί. Η Υρώ Μανέ, στην ενσάρκωση της Ραραούς, δεν υποδύεται απλώς έναν ρόλο, τον κατοικεί. Σαν να τραβιέται το πέπλο ανάμεσα σε ηθοποιό και πρόσωπο, και να απομένει μόνο η ψίχα της εμπειρίας, αυτή που μιλά χωρίς φίλτρο, χωρίς προσχήματα, χωρίς άμυνες. Στη σκηνή, δεν βλέπουμε τη Μανέ να παίζει τη Ραραού, βλέπουμε τη Ραραού να ζει, να εξομολογείται, να στήνει μικρές παραστάσεις μέσα στην παράσταση, να θυμάται με το σώμα, όχι μόνο με τη φωνή.

Η σχέση της με τον θεατή είναι σχεδόν διαπροσωπική, δεν κρατά απόσταση ασφαλείας. Πλησιάζει. Κοιτά κατάματα. Δοκιμάζει, προκαλεί, φλερτάρει με τα όρια. Μετατρέπει το κείμενο του Μάτεσι σε στόμα, και μιλά με λόγο που δεν είναι απαγγελία, αλλά ανάσα. Εκεί που ο θεατής περιμένει αφήγηση, προκύπτει συνάντηση. Εκεί που περιμένει ρόλο, έρχεται συνείδηση.

Εναλλάσσει χρόνους, διαθέσεις, προσωπεία με ρυθμό σχεδόν μουσικό. Η μετάβαση από τη φαινομενικά αστεία στιγμή στην οριακή συναισθηματική έκρηξη είναι αστραπιαία αλλά ποτέ αυθαίρετη. Κουβαλά τη φτώχεια, τη ντροπή, την επιβίωση, τον έρωτα και τη σκηνή με την ίδια μυϊκή μνήμη, σαν να τους έχει ζήσει όλους αυτούς τους ρόλους. Πρωταγωνιστούν μαζί με την Υρώ Μανέ οι: Σπύρος Μπιμπίλας, Παναγιώτης Μπουγιούρης,  Τάνια Τρύπη, Νίκος Ορφανός, Μαριαλένα Ροζάκη, Γιάννης Βασιλώττος, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Ειρήνη Θεοδωράκη, Νατάσα – Φαίη Κοσμίδου, Στράτος Νταλαμάγκος, Γιώργης Παρταλίδης.

Αυτό που κάνει τη Μητέρα του σκύλου τόσο θεατρικά ισχυρή είναι ότι ήταν πάντα μεταμφιεσμένο θέατρο. Το μυθιστόρημα του Μάτεσι, δομημένο σαν ένας αδιάκοπος προφορικός χείμαρρος, διαβάζεται σαν να υπαγορεύτηκε σε ένα καμαρίνι μετά από ένα μπουκάλι φθηνό κρασί και μια κακή απογευματινή παράσταση. Η γλώσσα του είναι πυκνή, διανθισμένη με ειρωνεία και γεμάτη ιστορικά κατάλοιπα. Το μυθιστόρημα δεν «αφηγείται» την ιστορία, μυρίζει ιστορία, σαν παλιά κοστούμια σε ναφθαλίνη. Αυτό δίνει στον Γάκη πρόσφορο έδαφος για προσαρμογή, ειδικά σε μια χώρα που ακόμα μαθαίνει να μεταβολίζει τα πολυεπίπεδα τραύματα του πολέμου, της κατοχής και των εμφύλιων συγκρούσεων.