Η εποχή της παντόφλας

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…

Δεν πρέπει να έχουν περάσει, εν τέλει, πολλά χρόνια από τότε που είμαστε παιδιά.  Όχι, δεν γυρίσαμε το ρολόι μας τόσο πολύ πίσω, μέχρι μια ώρα μας επιτρέπεται. Πρόκειται για το θέαμα της Αγίου Ανδρέου, στο ύψος της Αγοράς Αργύρη. Κάθε, μα κάθε βράδυ, βλέπεις ουρές από κόσμο που περιμένει υπομονετικά έξω από ένα ταχυφαγείο, για (ένα;) σάντουιτς. Αράζουν πρόχειρα τα ΙΧ και τα μηχανάκια τους, δημιουργούν ένα αθώο πανδαιμονιάκι. Και περιμένουν στωικά, ενόσω ο ένας ψήστης δέχεται τις παραγγελίες και τις εκτελεί παρέα με τον κυρίως ψήστη, εκείνον που μάχεται στην πρώτη γραμμή πυρός, πάνω από φλεγόμενες επιφάνειας όπου τσουρουφλίζονται ψωμιά, μπιφτέκια, λουκάνικο και δεν ξέρουμε τι άλλο, ενώ η φριτέζα τηγανίζει πατάτες κατά κύματα, και τώρα, το πιθανότερο είναι να νιώθετε εκείνο το περίφημο κόμπιασμα του φάρυγγα από την περιγραφή, κι ακόμα δεν έχουμε ασχοληθεί με κρεμμύδια, πιπεριές, αλατοπίπερα, μουστάρδες, ελαφριές σος και άλλες λιχουδιές που συνοδεύουν τα εδέσματα. Εχει ερευνηθεί ιατρικά ο λόγος για τον οποίο αυτού του τύπου οι γεύσεις είναι μεθυστικά ηδονικές, νικώντας κατά κράτος κάποιες άλλες ποιοτικότερες, ευγενέστερες, υγειονομικά ενδεικνυόμενες; Ενδεχομένως η εξήγηση συγγενεύει με το ερώτημα του πιπιλίσματος: Ενώ έχουμε ξεκολλήσει από το στάδιο του θηλασμού, ο αντίχειρας στο στόμα (ο δικός μας αντίχειρας, ε;), μας γαληνεύει κατά τη νηπιακή ηλικία, ακόμα και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Όχι και αργότερα, ας ελπίσουμε. Αν πάντως η συσχέτιση είναι αυθαίρετη, φαίνεται ότι οι γεύσεις της σκανταλιάς και της παρασπονδίας είναι πολύ περισσότερο σαγηνευτικές από όσο οι εκλεπτυσμένες. Κάποιος, που επιμένει να το συνδυάζει με την παιδική ηλικία, λέει ότι όσα χρόνια και αν περάσουν από την παιδική μας ηλικία, εξακολουθούμε να έχουμε ανάμνηση της αλεσμένης, απλουστευτικής τροφής, που προκαλεί άμεση αίσθηση κορεσμού χωρίς το βάσανο της μάσησης. Αυτή είναι η δουλειά του μπιφτεκιού της ψησταριάς και της τηγανητής πατάτας. Και όλο αυτό έρχεται να δέσει με μια άλλη συναρπαστική ανάμνηση του μακρινού μας παρελθόντος: Τότε που η μαμά βαριόταν να μαγειρέψει και ξεπετούσε την υποχρέωση του βραδινού σερβιρίσματος με σουβλάκια, τυροπιτάκια και πίτες. Δεν ήταν μόνο η ερεθιστική γεύση: Ηταν και το σπάσιμο της στρατικοποιημένης οικογενειακής ρουτίνας, μια γλυκιά αίσθηση ότι και η μαμά, κατά βάθος, είναι μια αναρχικός.

Περάσαμε όλοι μας το στάδιο «της παντόφλας», όπως εσχάτως μάθαμε ότι αποκλήθηκε μεταγενέστερα το αμαρτωλό, παχυντικό, αλλά χορταστικό και μεθυστικό σάντουιτς του κιμά ή του λουκάνικου. Δεν ήταν τόσο η πείνα, ήταν η ανάγκη της παράτασης  του ξενυχτιού και μιας ώσμωσης με άλλες παρέες, σε άγρα μιας μπόνους κινητικότητας. Στην πορεία το ξεχάσαμε το σαφάρι αυτό, αλλά εμείς αλλάξαμε και όχι η νοστιμιά του μπιφτεκιού  ούτε η  γοητεία του παχυντικού παραδείσου των γεύσεων και της τεμπελιάς του σνακ. Κάτι ο κορονοϊός και οι καραντίνες, κάτι η κάμψη των εισοδημάτων, κάτι η καλή φήμη του καταστήματος, κάτι η σχετική ευχέρεια της πρόσβασης και νάσου  η παρέλαση έξω από το ψητοπωλείο της Αγίου Ανδρέου. Μπορεί η μισή Πάτρα να ψήνει μπιφτέκια και να σερβίρει τυρόπιτες, κρέπες, πίτες και γεμιστά κουλούρια, αλλά όχι, εμείς θέλουμε τη συγκεκριμένη  «παντόφλα» και θα στηθούμε γι’ αυτήν και πέντε και δέκα και είκοσι και παραπάνω λεπτά της ώρας. Δεν είμαστε σαντουιτσόφιλο και θερμιδόπληκτο κοινό,  είμαστε κανονικό κοινωνικό φαινόμενο. Παίρνουμε την παραγγελιά, φορτώνουμε και τρέχουμε γραμμή για μπάσκετ, τσάμπιον λιγκ ή για σειρές του Νέφλιξ.

Η μαμά δεν μαγειρεύει πια. Καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Καλύτερα και για την ίδια. Αν και δυσανασχετεί με τα λουκάνικα. Τουλάχιστον, αύριο, φέρε καμία πίτσα.