Μνήμη: Ποιοι τη χάνουν ταχύτερα και οδηγούνται στην άνοια-Τι ισχύει για τις γυναίκες

Μάλιστα, όπως λένε έρευνες, οι γυναίκες με γενετική προδιάθεση για άνοια χάνουν γρηγορότερα τη μνήμη τους συγκριτικά με τους άνδρες, το φύλο όμως, όπως και η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο.

Όλο και πληθαίνουν τα περιστατικά με ανθρώπους να παθαίνουν άνοια και να χάνουν την μήνυμα τους,

Μάλιστα, όπως λένε έρευνες, οι γυναίκες με γενετική προδιάθεση για άνοια χάνουν γρηγορότερα τη μνήμη τους συγκριτικά με τους άνδρες, το φύλο όμως, όπως και η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο, δεν επηρεάζουν τον αυξημένο ρυθμό συνολικής γνωστικής έκπτωσης, της γενικής, δηλαδή, γνωστικής λειτουργίας που, πέραν της μνήμης, περιλαμβάνει την προσοχή, τις γλωσσικές ικανότητες και τις εκτελεστικές λειτουργίες, όταν υπάρχει ισχυρό γενετικό υπόβαθρο.

Τα παραπάνω αναφέρει σε δημοσίευση στο International Journal of Molecular Sciences διεθνής επιστημονική ομάδα με ισχυρή παρουσία Ελλήνων ερευνητών και επικεφαλής τον Δρ. Νίκο Σκαρμέα, Καθηγητή Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιστημονικό συνεργάτη της Εταιρείας Alzheimer Athens, καθώς και Αναπληρωτή Καθηγητή Νευρολογίας στο  Τμήμα Νευρολογίας και στο Κέντρο Έρευνας για τη νόσο Αλτσχάιμερ του Πανεπιστημίου Κολούμπια.

Στόχος της μελέτης ήταν η καλύτερη κατανόηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ γενετικής προδιάθεσης και γνωστικής εξασθένησης, μια σχέση που πρωταγωνιστεί στην έρευνα για την άνοια. Τα ευρήματα προέρχονται από δεδομένα της έρευνας HELIAD, της πρώτης, μεγάλης κλίμακας, επιδημιολογικής μελέτης για την άνοια, την ήπια γνωστική διαταραχή (πρόδρομο στάδιο της άνοιας) και άλλες νευροψυχιατρικές διαταραχές σχετιζόμενες με την τρίτη ηλικία καθώς και των σχετιζόμενων παραγόντων κινδύνου και πιθανών προστατευτικών παραγόντων, όπως η διατροφή.

 

Γενετικοί παράγοντες κινδύνου

Στη μελέτη HELIAD, που διενεργείται στους Δήμους Αμαρουσίου και Λαρισαίων, έχουν λάβει συμμετοχή περισσότερα από 2.000 άτομα άνω των 65 ετών, τα οποία αξιολογούνται από νευρολόγους, νευροψυχολόγους και άλλους επαγγελματίες υγείας. Εν προκειμένω, τα στοιχεία από 542 τυχαία επιλεχθέντες συμμετέχοντες χωρίς γνωστικά προβλήματα και με παρακολούθηση ανά τρία περίπου χρόνια, αναλύθηκαν για συσχετίσεις ανάμεσα σε γενετική προδιάθεση και εκβάσεις της γνωστικής λειτουργίας, συνολικά όσο και στους επιμέρους τομείς.

Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε δύο Πολυγονιδιακούς Δείκτες Κινδύνου (ΠΔΚ): το β-αμυλοειδές 42 (Aβ-42), βασική πρωτεΐνη πίσω από την παθογένεση της νόσου Αλτσχάιμερ, και τις υπερεντάσεις λευκής ουσίας (white matter hyperintensities – WMH). Οι WMH είναι περιοχές στον εγκέφαλο που εμφανίζονται πιο φωτεινές σε ειδικές απεικονίσεις μαγνητικής τομογραφίας, και υποδεικνύουν αλλαγές στη λευκή ουσία που ενδεχομένως σχετίζονται με μικροαγγειακή βλάβη, τη γήρανση ή νευρολογικές παθήσεις.

Ταχύτερη απώλεια μνήμης οι γυναίκες

Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι υψηλότερες τιμές στους δύο ΠΔΚ προβλέπουν αυξημένο ρυθμό συνολικής γνωστικής έκπτωσης, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή μορφωτικού επιπέδου, όχι όμως και για τη μνήμη, που φάνηκε να εξασθενεί ταχύτερα στις γυναίκες. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, αν και οι γυναίκες γενικά εμφανίζουν ισχυρότερη απόδοση μνήμης σε σύγκριση με τους άνδρες, τα ευρήματα συμφωνούν με στοιχεία που δείχνουν ότι οι γυναίκες πιθανώς βιώνουν ραγδαία έκπτωση μνήμης σε προχωρημένη ηλικία, ιδιαίτερα κατά την όγδοη δεκαετία της ζωής τους.

Τα γονίδια ακυρώνουν το γνωστικό αποθεματικό

Η έρευνα εξέτασε ακόμα την επίδραση των γενετικών παραγόντων στη λειτουργία του γνωστικού αποθεματικού, ενός συστήματος του εγκεφάλου που προσπαθεί να αντισταθμίσει τις απώλειες και τις νευρωνικές ατροφίες που επέρχονται φυσιολογικά με το γήρας ή λόγω νευροεκφύλισης, όπως με τη νόσο Αλτσχάιμερ, και το οποίο ενισχύεται με την εκπαίδευση, τις αυξημένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις ή την εργασιακή απασχόληση σε θέσεις που απαιτούν νοητική εργασία.

 

Διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχοντες με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο αλλά υψηλές τιμές ΠΔΚ εμφάνισαν ταχύτερη έκπτωση μνήμης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το φαινομενικά παράδοξο εύρημα υποστηρίζει την υπόθεση ότι καθυστερεί μεν την εμφάνιση των γνωστικών συμπτωμάτων, δεν αλλάζει όμως τον υποκείμενο ρυθμό έκπτωσης μόλις ξεκινήσουν οι σχετιζόμενες με την άνοια διεργασίες.