Βλέπω μια κόρη, κλαίει

Παραμονή 17ης Νοεμβρίου- εξακολουθείς να μην μπορείς να αποκαλείς τους μήνες σαν να είναι φιλαράκια σου, ήτοι Νοέμβρη, Φλεβάρη, Μάη, Γενάρη – και περνώντας από το διδακτικό συγκρότημα της Τριών Ναυάρχων, το μάτι μας έκοψε την κόρη μιας φίλης που πρόβαρε ένα δημώδες χορευτικό πάνω σε μουσική Θεοδωράκη για τις ανάγκες της επικείμενης σχολικής γιορτής. Όταν έγιναν τα γεγονότα του 1973 η μαμά της, που επίσης φοίτησε στο ίδιο σχολείο πριν τρεις δεκαετίες (και κάτι) ήταν νήπιο. Εμείς αντίθετα είμαστε έντεκα χρονών άνδρες, και τα προλάβαμε, αλλά μην τα παραλέμε: Δεν φάγαμε εμείς τις σφαλιάρες στην Ασφάλεια. Ακούσαμε έξω από το Παράρτημα πολιτικά και χλευαστικά συνθήματα κατά της Χούντας, του Παπαδόπουλου και της Δέσποινας, είδαμε πολίτες να προσφέρουν ταψιά με φαγητό στους αυτοέγκλειστους σπουδαστές, αλλά μέχρι ένα σημείο μπορούμε να δηλώνουμε αντιστασιακοί. Ούτε πάλι θα θέλαμε να είχαμε γεννηθεί νωρίτερα για να κάνουμε κάτι πιο σημαντικό από το να μένουμε με ανοιχτό το στόμα για όσα γίνονταν Κολοκοτρώνη, Κορίνθου και Αράτου: Μας φτάνει και μας περισσεύει η σημερινή μας ηλικία, για να θέλουμε να προσθέτουμε και άλλη.

Είμαστε ωστόσο στην ευτυχή θέση να έχουμε μια φυσική επαφή με τα γεγονότα εκείνα και με το κλίμα της εποχής, και στην ευτυχέστερη να ζήσουμε την αποκατάσταση της δημοκρατίας κατά μερικούς- αλλά σημαντικούς- μήνες πολιτικά ωριμότεροι, έχοντας
αναμετρηθεί συναισθηματικά με τη νίλα του «Αττίλα», τον εξευτελισμό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και τον τρόμο της επιστράτευσης. Οι σημερινοί μαθητές προφανώς και μαθαίνουν αρκετά πράγματα για τις μέρες εκείνες, ανάλογα με τη φιλοτιμία και τη δημοκρατική συνείδηση των συγγενών τους. Το βέβαιο είναι ότι κλειδώνει μια γενική ορθή πρόσληψη της ιστορίας: Η χώρα τελούσε σε καθεστώς καταπίεσης και στέρησης ελευθεριών. Μια μεγάλη μάζα φοιτητών ξεσηκώθηκε για να διαμαρτυρηθεί και ει δυνατόν να ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Το καθεστώς αντέδρασε βίαια. Χάθηκαν ζωές, καθώς οι νέοι πάλεψαν τη διαμαρτυρία τους εν γνώσει τους πως οι Μήδοι θα διαβούνε. Το
καθεστώς απαξιώθηκε και κλονίστηκε. Κατέρρευσε μερικούς μήνες αργότερα με τελειωτικό καταλύτη την τραγωδία της Κύπρου που εν πολλοίς το ίδιο προκάλεσε.

Αυτά πάνω κάτω θα έχει ακούσει η κόρη της φίλης και όλα τα παιδιά της γυμνασιακής ηλικίας. Αλλά καθώς μακραίνεις από το σχολείο χαμογελώντας για την εναλλαγή των γενεών- είναι προτιμότερο να χαμογελάς από το να μελαγχολείς- διερωτάσαι ποια είναι εν τέλει η πρόσληψη των γεγονότων του ’73 και της Χούντας από τους δικούς σου συνομηλίκους και τον εαυτό σου τον ίδιο. Τι μάθαμε; Τι θυμόμαστε; Τι διαβάσαμε; Πώς συμπληρώσαμε τα κενά μας; Πώς διαχειριστήκαμε αντικρουόμενες μαρτυρίες και εκτιμήσεις; Πόσοι ήταν οι νεκροί; Πώς φονεύθηκαν; Τι ήξερε ο Παπαδόπουλος, τι διέταξε, τι διατάχθηκε πίσω από την πλάτη του; Πόσο εκτός τόπου ήταν ο Μαρκεζίνης; Αξιοποίησε την
εξέγερση ο Ιωαννίδης ή την προβοκάρισε; Ο ξένος παράγοντας ήταν παρατηρητής απολύτως αμέτοχος; Πόσο ευρεία και συγκεκριμένη ήταν η πολιτική συνειδητοποίηση της μάζας των φοιτητών; Πού ήταν ο αστικός πολιτικός κόσμος τις μέρες της εξέγερσης; Φοβήθηκε μόνο η χούντα τους φοιτητές; Γιατί ανεχόμαστε την αμφισβήτηση του Πολυτεχνείου; Γιατί αρχίσαμε κι εμείς οι ίδιοι να το απαξιώνουμε, αποκαρδιωμένοι από τις μεταπολιτευτικές διαψεύσεις , τις οποίες προβάλαμε άδικα πάνω στον καημένο τον Νοέμβρη του ’73;

Η ιστορία είναι ο εαυτός μας, με κάποιον τρόπο. Ο εαυτός μας δεν υπάρχει ερήμην αυτής, κανείς δεν είναι Ταρζάν, ούτε καν ο Ταρζάν. Είναι μια μορφή προδοσίας να σβήνεις τους προβολείς πίσω σου, κυρίως όμως είναι μια αποξένωση από τον ίδιο τον εαυτό σου. Το Τις Ει τέμνεται με το Τι Γνωριζεις, συνεπώς οφείλεις να γνωρίζεις, να διευρύνεις τη γνώση, να την ξεσκονίζεις, να εκφέρεις κρίση θεμελιωμένη. Να μην επιτρέπεις στη μνήμη, στο βίωμα, στην άποψη, τη συνείδηση να χάνουν μυϊκή μάζα και να συρρικνώνεις το ηθικό και διανοητικό σου σαρκίο. Σύμφωνοι, να μην είσαι κάτοικος του παρελθόντος, αλλά μη γίνεσαι άστεγο άθυρμα των νέων καιρών.

Αφήνουμε πίσω μας την κόρη της φίλης, τις μουσικές και τον χορό της. Αλλά η ιστορία μας ακολουθεί χαρούμενη που έχουμε τη διάθεση να την προστατεύουμε, να τη σκαλίζουμε και να την εξιστορούμε.