Κατερίνα Λυμπεροπούλου: «Πιστεύω ότι οι εφημερίδες δεν είναι είδος προς εξαφάνιση»
Δημοσιογράφος με μακρά πορεία, δημιουργός δύο βιβλίων, το ένα εκ των οποίων τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, υπεύθυνη συντονισμού της εξαιρετικής πρόσφατης έκδοσης «Οταν ο Τύπος έγραφε την Ιστορία του 1821», (Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ & Ελληνογερμανική Αγωγή), η Κατερίνα Λυμπεροπούλου μιλάει στην «ΠτΚ» εφ’ όλης της ύλης.
Ηταν η δημοσιογραφία, καθότι υπήρχε μέσα στο σπίτι σας, ο δρόμος που θέλατε ανέκαθεν να ακολουθήσετε;
Από μικρή μου άρεσε η ιστορία κι οι ιστορίες. Ισως επειδή ο πατέρας μου ήταν μια ζωντανή πηγή γεγονότων του 20ου αιώνα: Μεσοπόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, Δικτατορία, Μεταπολίτευση, Αλλαγή, και πάει λέγοντας. Ισως επειδή λειτούργησε συνδυαστικά η αγάπη μου για την ιστορία και το παράδειγμα του αθλητικού ρεπόρτερ, της κυρίαρχης πατρικής φιγούρας, δεν έχω καλύτερο από το ιστορικό ρεπορτάζ. Και τα δυο βιβλία των εκδόσεων Πατάκη, «Ο τελευταίος μοναχός των Στροφάδων» βασισμένο στη σειρά φωτογραφιών του διεθνούς φήμης φωτογράφου Robert McCabe και το «Κοντά στον Αιώνα. Συνομιλώντας με τον πατέρα μου», είναι ουσιαστικά συνεντεύξεις από τον φύλακα – άγγελο του βυζαντινού καστρομονάστηρου της Σταμφάνης, πατέρα Γρηγόριο, και τον βετεράνο αθλητικό ρεπόρτερ, Χάρη Λυμπερόπουλο, δίνοντας σε εκείνους τον λόγο να μιλήσουν για τη ζωή και την εποχή τους.
Η πατρική συμβουλή στην αρχή της καριέρας σας;
Ξεκίνησα στη δημοσιογραφία το 1987 στην ιστορική εφημερίδα «Απογευματινή» όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Δεν νομίζω να μου εξέφρασε ποτέ ξεκάθαρα με λόγια αυτό που απέπνεε η όλη του στάση και επαγγελματική φιλοσοφία. Ηταν, όμως, ούτως ή αλλιώς, επιδραστική η ευγένειά του, η πίστη του στη συλλογική δουλειά, η ανάδειξη των νεότερων που το αξίζουν κι αξιομνημόνευτη η μαστοριά του να ξετρυπώνει ειδήσεις με την κλίση του ρεπόρτερ – ερευνητή, όπως γράφει στο βιβλίο ο επιμελητής των ιστορικών του στοιχείων, Τίτος Αθανασιάδης.
Κάνοντας έναν απολογισμό της δημοσιογραφικής σας πορείας στο «Βήμα» και την «Απογευματινή», τι κρατάτε;
Εργάστηκα επί μεγάλη σειρά -συνεχόμενων – ετών και στις δυο εφημερίδες (1987 – 2013). Η «Απογευματινή» είχε για μένα ένα χαρακτήρα από οικογενειακό κουκούλι που, όμως, με εισήγαγε στις βασικές αρχές του ρεπορτάζ και με σφυρηλάτησε ως προς τις δημοσιογραφικές μου αξίες επιτρέποντάς μου να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ. Το «Βήμα», ένα περισσότερο απρόσωπο αλλά σίγουρα τεράστιας εμβέλειας -την εποχή Χρήστου Λαμπράκη – «μαγαζί», μου έδωσε τη δυνατότητα να διεισδύσω σε πολλά ρεπορτάζ και τρόπους έκφρασης αλλά και να γνωρίσω μεγάλες προσωπικότητες, τόσο από τον καλλιτεχνικό, κι ευρύτερα κοινωνικό αλλά και από τον δημοσιογραφικό χώρο. Μόνο να πάρω έχω κι από τις δύο αυτές μακρές θητείες και να πω ότι πιστεύω ότι αυτό είναι ένα επάγγελμα που σε εξελίσσει σε ένα μεγάλο βαθμό από τους ανθρώπους που συναντάς.
Σήμερα γράφετε στη HuffPost.gr. Το μέλλον της έντυπης εφημερίδας πώς το βλέπετε;
Παρ’ ότι από το 2013 εργάζομαι στο Διαδίκτυο, έχω την πετριά του «εφημεριδά». Και την αισιοδοξία να πιστεύω ότι οι εφημερίδες δεν είναι είδος προς εξαφάνιση. Και μπορεί στους 10 εκατομμύρια συνδρομητές των New York Times, οι 800.000 να είναι για την έντυπη έκδοση, ο διεθνής κολοσσός, ωστόσο, δεν σκέφτεται να της βάλει λουκέτο, αλλά, αντίθετα, λανσάρει ιδέες για το πώς θα γίνει πιο ελκυστική.
Κεφάλαιο βιβλία: «Ο τελευταίος μοναχός των Στροφάδων – Αναφορά από ένα άγνωστο νησί του Ιονίου» σε συνεργασία με τον Αμερικανό φωτογράφο Robert MacCabe, το οποίο απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό το έργο.
Ηταν η μεγάλη μου τύχη να γνωρίσω (μέσα από το ρεπορτάζ!) τον κορυφαίο Αμερικανό φωτογράφο και φιλέλληνα που μας έχει παραδώσει την Ελλάδα περασμένων δεκαετιών ανόθευτη από τον μαζικό τουρισμό αποτυπώνοντας στα φιλμ του την ψυχή της. Οι φωτογραφίες που είχε τραβήξει -με την ενθάρρυνση της Ελληνίδας γυναίκας του, της αξέχαστης Ντίνας ΜακΚέιμπ- από τα νησάκια των Στροφάδων, δυο κουκίδες καταμεσής του Ιονίου πελάγους, και τον πατέρα Γρηγόριο που «διαφέντευε» επί 38 ολόκληρα χρόνια το καστρομοναστηρό τους, αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό της έρευνας. Οι απλοί άνθρωποι των Στροφάδων, αλλά και μια πλειάδα επιστημόνων από πολλά και διαφορετικά πεδία (ιστορικών, αρχιτεκτόνων, συγγραφέων, γεωλόγων, σεισμολόγων, λαογράφων, περιβαλλοντολόγων κ.ά.) που μίλησαν γι’ αυτά τα νησιά αποτελούν τα οργανικά μέρη ενός βιβλίου με πολλές και διαφορετικές πτυχές -και αξίζουν εξίσου την τεράστια αυτή τιμητική διάκριση που ήρθε από την Ακαδημία Αθηνών.
Στο δεύτερο βιβλίο σας, μπαίνετε σε πιο προσωπικά «χωράφια»: «Χάρης Λυμπερόπουλος. Κοντά στον Αιώνα. Συνομιλώντας με τον πατέρα μου». Τι σας ώθησε στην καταγραφή αυτών των συζητήσεων και τι ανακαλύψατε, ίσως, για τον πατέρα σας;
Το… δημοσιογραφικό ένστικτο: Μια μέρα άπλωσα μάλλον αυθόρμητα το κασετοφωνάκι μου, θέλοντας να μην χαθούν στη λήθη οι μνήμες ενός ανθρώπου ο οποίος υπήρξε ο ίδιος ζωντανή ιστορία, όπως είδαμε πριν. Η μακρόπνοη αυτή συνέντευξη διήρκεσε (αποσπασματικά ) 15 ολόκληρα χρόνια. Μέσα σ’ αυτά δεν ανακάλυψα, ωστόσο, τίποτα που δεν ήξερα για τα βασικά του χαρακτηριστικά. Εμαθα, όμως, απίστευτα πράγματα και γεγονότα που κλείνουν μέσα τους μια εποχή. Ενα βιβλίο με επετειακό χαρακτήρα αφού στις 11 Φεβρουαρίου του 2022 κλείνουν 100 χρόνια από την γέννησή του. Ελπίζω, κορονοϊού επιτρέποντος, να καταφέρουμε να το παρουσιάσουμε στην Πάτρα, τόπο οικογενειακής του καταγωγής.
Πείτε μας γι’ αυτή του την καταγωγή.
Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του είχε ραφείο στην Πάτρα κι έμενε στα Ψηλά Αλώνια. Ωστόσο, κάποια στιγμή άρχισαν οι οικονομικές δυσκολίες. Ηταν η εποχή 1909- 1910, όταν το φαινόμενο της μετανάστευσης βρισκόταν σε παγκόσμια έξαρση, ειδικά στην Ευρώπη· η Αμερική προσέφερε εργασία σε όλους. Γι’ αυτό, μετά τον θάνατο του παππού του, η μητέρα και τ’ αδέλφια του πατέρα του πήγαν στην Αμερική. Η Πάτρα παρέμεινε, όμως, πάντα, στον νου όλων ως ο τόπος καταγωγής της οικογένειας.
Σε τι μοιάζατε και σε τι διαφέρατε;
Δύσκολη ερώτηση. Το μόνο που θα μπορούσα να πω ως απάντηση είναι το απόσταγμα ζωής που του ζήτησα να αναφέρει -το οποίο εγώ προσωπικά σε πολλές φάσεις της ζωής μου δυσκολεύομαι να ακολουθήσω: «Η κυριαρχία της λογικής έναντι του αιφνίδιου συναισθήματος· σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως κόστους».
Υπεύθυνη συντονισμού της πρόσφατης έκδοσης «Οταν ο Τύπος έγραφε την Ιστορία του 1821», καρπός συνεργασίας του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ και της Ελληνογερμανικής Αγωγής. Τι απαιτήθηκε για την υλοποίησή του;
Μια καλά μονταρισμένη ομάδα συνεργατών, μα πάνω απ’ όλα η, πρόσφατα ανακαινισμένη, βιβλιοθήκη «Δημήτριος Ι. Πουρνάρας» της ΕΣΗΕΑ με τους θησαυρούς της. Επιλεγμένα φύλλα του Επαναστατικού Τύπου παρουσιάζονται στο κοινό μέσα από την ματιά δημοσιογράφων του σήμερα που σχολιάζουν τους συναδέλφους τους του χθες – σαν να έχουν καθίσει σε ένα τραπέζι και να συζητούν. Υπό την εποπτεία της προέδρου της ΕΣΗΕΑ, Μαρίας Αντωνιάδου και του γενικού διευθυντή της Ελληνογερμανικής Αγωγής, Σταύρου Σάββα, το Λεύκωμα αποτυπώνει δημοσιογραφικά στιγμές χωρίς το φίλτρο του ιστορικού. Πολύτιμη, η βοήθεια των επιμελητριών μας, Ελένης Μάλλιου και Ολγας Παρασκευά.
Τι καταδεικνύεται στο λεύκωμα για την εποχή και τους ανθρώπους που ξεκίνησαν την Επανάσταση αλλά και τη συμβολή του Τύπου τότε; Χαρακτηριστικά των τότε Ελλήνων που παραμένουν αναλλοίωτα 200 χρόνια μετά;
Κατά κάποιον τρόπο, οι εφημερίδες, που με ηρωικό τρόπο τυπώνονταν στα ηρωικά χρόνια της επανάστασης καθρέφτιζαν τη φιλοδοξία να προκύψει από τη φωτιά της επανάστασης ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό, φιλελεύθερο κράτος. Σκεφθείτε, τα «Ελληνικά Χρονικά» τυπώνονταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, κάτω από τις βόμβες, και ο συντάκτης τους ζητούσε συγγνώμη από τους αναγνώστες επειδή δεν είναι συνεπής στην έκδοσή τους! Αν πρέπει να αναζητήσει κανείς τη ρίζα του επαγγελματισμού στην ελληνική δημοσιογραφία, εκεί θα τη βρει, αναφέρει χαρακτηριστικά στο κείμενό του ο Παύλος Τσίμας. Για την ιστορία να πούμε ότι ο εκδότης των Ελληνικών Χρονικών, Ιάκωβος Ιωάννης Μάγερ, σκοτώθηκε στην Εξοδο.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News