Ο τέταρτος θάνατος

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για το θέμα του θανάτου των τριών παιδιών της οικογένειας Δασκαλάκη

H «Πελοπόννησος» ήταν το πρώτο μέσο ενημέρωσης που δημοσίευσε εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες ο θάνατος τουλάχιστον του τρίτου από τα παιδιά πατρινής οικογένειας , το δράμα της οποίας προκάλεσε σάλο ανά το πανελλήνιο, δεν είναι ιατρικά εξηγήσιμος και το θέμα θα πρέπει να ελεγχθεί πολυδιάστατα, προκειμένου να διακριβωθεί το αίτιο του συμβάντος.     Καθένας μπορεί να κάνει μια εικασία γι’ αυτό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δικαιούσαι να φωνάζεις τις εικασίες σου, όταν υπάρχει πένθος στη μέση, και όταν υπάρχου άλλοι αρμόδιοι, οι οποίοι επιλήφθηκαν.

Από τη μέρα εκείνη μέχρι και σήμερα, διάστημα δύο εβδομάδων, πυροδοτήθηκε ένα μπαράζ δημοσιότητας γύρω από το θέμα. Η δημοσιογραφική διαχείριση του ζητήματος βρέθηκε πολλές φορές στο κόκκινο εξ απόψεως δεοντολογίας. Ο τύπος οφείλει να ανταποκρίνεται στο δημόσιο ενδιαφέρον για ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της επικαιρότητας και που αφορούν τη συλλογική ζωή.

Είναι θεμιτό, επίσης, να δημιουργείο τύπος  το ενδιαφέρον στο οποίο φροντίζει ο ίδιος, στη συνέχεια, να ανταποκρίνεται- εμπορική επιχείρηση είναι- , υπό τον όρο, ασφαλώς, να μην κατασκευάζει ειδήσεις:  Είναι το μαύρο δημοσιογραφικό ανέκδοτο, κατά το οποίο ρίχνεις τη γλάστρα από το μπαλκόνι και κατεβαίνεις να καλύψεις τον τραυματισμό που έχεις προκαλέσει.

Αυτό που είναι αθέμιτο και αντιδεοντολογικό, είναι να παριστάνεις ότι έχεις νεότερα για ένα θέμα, όταν δεν έχεις, μη διστάζοντας ακόμα και να εμπλέκεις απίθανους και άσχετους «παρατηρητές» σε παραγωγή σχολιασμού πάνω σε ένα αστυνομικού ενδιαφέροντος γεγονός (ένας διερευνητέος θάνατος), για το οποίο ούτε ξέρουν ούτε μπορεί να ξέρουν τίποτα απολύτως.

Αλλά αυτές τις μέρες δεν μείναμε μόνον εκεί.

Όταν ένας θάνατος είναι ιατρικά μη εξηγήσιμος- κάτι που δεν σημαίνει ότι είναι ιατρικά αδικαιολόγητος, καθώς μπορεί να υπάρχει μια επιστημονική πτυχή που έχει διαφύγει των αναλύσεων και των ερευνών- θεωρητικά μπορεί να κάθε εικασία να αποδειχθεί βάσιμη. Κάθε, αλλά όχι όλες. Επιπλέον, αυτό δεν σημαίνει ότι η ενδεχόμενη βασιμότητα μιας εικασίας νομιμοποιεί την επίσημη διατύπωσή της:Δεν βρέθηκε ιατρική αιτία, άρα είναι φόνος. Αφού είναι φόνος, ποιος τον έχει κάνει; Κάποιος από το περιβάλλον; Κάποιος γιατρός; Κάποιος νοσοκόμος; Κάποιος περαστικός;

Καθένας- ανθρώπινο είναι αυτό- κάνει την πιθανολόγησή του, εκκινώντας, όπως στις αστυνομικές ταινίες, από την περιοχή της «λογικότερης» εκδοχής. Αλλά η δημόσια διατύπωση, ακόμα και σε μορφή υπαινιγμού, είναι αντιδεοντολογική και παράνομη, αν όχι και βάρβαρη και ανηθικη, όταν το περιεχόμενό της αγγίζει ατεκμηρίωτα συγκεκριμένη περιοχή. Ο νόμος ορίζει τι μπορεί να θεωρείται «ένδειξη», όχι κάθε τι που τρυπώνει στο κεφάλι μας. Και γίνεται το πράγμα χυδαίο όταν το κάνεις δήθεν στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος και της συλλογικής ευαισθησίας.

Αυτό που κατέστησε το μπαράζ των τελευταίων ημερών πρωτοφανές, ίσως και σε παγκόσμια κλίμακα, είναι το παίγνιο της αμοιβαίας νομιμοποίησης, μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας: Σπρώξε ο ένας, γράψε ο άλλος, ερμήνευσε ο τρίτος, βάλε ο τέταρτος κάποιους να σχολιάσουν όσα «είδαν το φως της δημοσιότητας» από τους τρεις πρώτους, φτάσαμε στη μετατροπή μιας θεωρητικής υποψίας σε κατηγορητήριο που απλώς δεν έχει βρει ακόμα τη στοιχειοθέτησή του, αλλά και αυτό είναι θέμα χρόνου να συμβεί, σύμφωνα με το πνεύμα που διατρέχει κάποια δημοσιεύματα, τα οποία συνοδεύονται από συγκεκριμένες φωτογραφίες, τροφοδοτώντας τα ανακλαστικά των συνειρμών.

Η δεοντολογία έχει πάει περίπατο καιρό τώρα, αλλά φαίνεται ότι πάνε προς κατάρρευση στοιχειώδεις κανόνες και νόμοι του επαγγέλματος, όπως βέβαια και νόμοι του ίδιου του κράτους.  Και φυσικά έχει πάει περίπατο ο πρωταρχικός κανονισμός της ερευνητικής δημοσιογραφίας, που είναι η υπομονή, όπως δίδαξε το ψάρεμα του Γουότεργκέιτ. Το θλιβερό είναι πως υποχρεώνεσαι να ακολουθήσεις, γιατί εάν υστερήσεις, υποχρεώνεις τον εαυτό σου ερήμωση και αυτοκαταστροφή. Το ακόμα πιο θλιβερό είναι πως για όλα αυτά δεν μιλάει πλέον κανένας. Και το θλιβερότερο των θλιβερών είναι πως δεν μιλάνε πλέον ούτε τα περιστασιακά θύματα, για να μη μπλέξουν χειρότερα.