Τρώγοντας έρχεται η διάτρηση

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Φουντώνουν αυτό τον καιρό τα πρωτοσέλιδα που στρέφονται γύρω από «το κόστος του πασχαλινού τραπεζιού». Το οποίο κόστος φέτος θα είναι πολύ βαρύ, εφόσον το τραπέζι πρέπει να πληροί τους όρους της ελληνικής πασχαλινής συνθήκης, σε πείσμα των πουτινόφερτων ανατιμήσεων. Όπως ξέρουμε, το (νέο-)ελληνικό Πάσχα απαιτεί συγκεκριμένο και ευρύ γαστρονομικό τύπο, που αν δεν ισχύσει, δεν θεωρούμε ότι γιορτάζουμε. Κατ’ αρχάς, δεν μιλάμε για τραπέζι.

Πρόκειται για μια μορφή ευφημισμού, που αποσκοπεί στην τήρηση προσχήματος. Μιλάμε για πάγκο, αν η οικογένεια είναι μία, και για πάγκους, αν έχουμε και καλεσμένους, που σίγουρα έχουμε, καθώς δεν θεωρούμε ότι γιορτάζουμε χωρίς καλεσμένους, πράγμα εύλογο, γιατί οι καλεσμένοι δίνουν οξυγόνο στην κατάσταση. Ο Α βαριέται την οικογένειά του (και η οικογένειά του τον Α), ο Β βαριέται τη δική του (και η δική του τον Β), οπότε αλληλοκαλιούνται και σκορπίζεται ένας ενθουσιασμός, αν και πολύ συχνά συμβαίνει τα παιδιά του Α να βαριούνται τα παιδιά του Β, και τούμπαλιν, και η εφηβεία να ακούει Πάσχα και να παθαίνει αναφυλαξίες που τις αποδίδουμε στη γύρη.

Το Πάσχα λοιπόν θέλει παρέα. Και η παρέα θέλει Πάσχα. Και Πάσχα να μην είναι, το κάνουμε να είναι. Μην ξεχνάμε ότι γιορτάζουμε την Ανάσταση και το νόημα είναι το νέο να εξαπλωθεί και να μην το κρατάμε αναμεταξύ μας. Και φυσικά η πανήγυρη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς φαγητό, ποτό και τραγούδι. Το τραγούδι είναι απαραιτήτως δημώδες, λαϊκό-ποπ ή τρέντι τραγούδι της πίστας, διότι θεωρούνται αναστάσιμα, εξ ου και πολύ συχνά το ακούμε με τον αναπτήρα αναμμένο, γιορτάζοντας την προσωπική μας ανάσταση, προηγηθέντος ενός προσωπικού μας επιταφίου, συνεπεία ερωτικού συναισθήματος μεγάλων προδιαγραφών, ανάλογων με τα κυβικά μας. Ομοια αγαπάει ο κάθε τυχών και όμοια ο Μήτσος ( ο μονίμως επιλαχών);

Το Πάσχα θέλει παρέα και η παρέα θέλει φαγητό. Απλώνουμε στους πάγκους που λέγαμε τζατζίκι, αυγά βραστά, συκωτάκια, ελιές, ντιπ, ψωμιά διάφορα, σαλατικά (διάφορα), χόρτα, ρώσικη σαλάτα. Και τυριά. Τυριά λευκά, τυριά αλμυρά, κίτρινα με τρύπες στο μέσο, τρύπες με τυρί γύρω γύρω, και τυρί τύπου ροκφόρ, σύμβολο της νίκης κατά του εοσφώρ. Ακολουθεί αχνιστό κοκορέτσι και κοντοσούβλι, ενώ στο μεταξύ ετοιμάζονται αρνιά στη σούβλα, πολύ συχνά δύο αρνιά, από δύο ηρωικούς ψήστες που ενώ ταλαιπωρούνται από το ψήσιμο, δεν αφήνουν να πλησιάσει άλλος να βοηθήσει. Θέλει τεράστιο σκιλ να γυρίζεις έναν μοχλό όπως αυτός της τέντας, με τη διαφορά ότι την τέντα την κατεβάζεις όχι για να ψήσεις, αλλά για να μην ψήνεσαι.

Ακολουθούν τα γλυκά, μια συμφωνική ορχήστρα από τούρτες με σοκολάτες και καραμέλες. Και παραλλήλως τα παγωτά, συνήθως 2-3 ποικιλίες. Με μια φράουλα μέσα, όπως το νούφαρο στο τραγούδι του Κόκκοτα, ενώ τώρα παίζει και Κόκκοτας, που μας θυμίζει τη νεότητά μας, επειδή, για κάποιο λόγο, πρέπει να τη θυμόμαστε.

Και για έναν λόγο καθαρά νεοελληνικό απαιτούμε όλο αυτό να μη στοιχίζει πολύ. Ετσι, κάθε φορά που πλησιάζει Πάσχα, βάζουμε τις φωνές. Φωτιά παίρνουν τα κάρβουνα, χρυσό θα πληρώσουμε το αρνί και χρυσότερο το κατσίκι. Και ελάχιστοι είναι εκείνοι που τηρούν τον αρχαιότροπο οικονομικό κανόνα που λέει ότι αν θέλεις να ρίξεις τις τιμές μειώνεις τη ζήτηση. Και αν θέλεις να μη σε πονάει η κατανάλωση, τη μειώνεις και την εκλογικεύεις.

Ακόμα και αν από όσα εδέσματα παραθέσαμε παραπάνω μειώναμε τα μισά, κανένας καλεσμένος δεν θα σηκωνόταν πεινασμένος από το τραπέζι. Αν θεωρούμε ότι φαγητό σημαίνει να καταλαμβάνεσαι από τάση για λήθαργο τον οποίο θα ικανοποιήσεις για να ξαναφάς, ώστε να ετοιμάσεις το στομάχι σου για ένα ακόμα αρνί, τη Δευτέρα του Πάσχα,και ένα γουρουνόπουλο, την Κυριακή του Θωμά, ε, τότε, ναι, το πασχαλινό τραπέζι σου τρώει μια περιουσία.

Και δεν υπολογίσαμε ότι προερχόμαστε από μεταμεσονύκτια μάσα, Μεγάλο Σάββατο, μεγαλοσαββατιάτικο μεσημεριανό τσιμπούσι, και όργιο νηστεία το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής.
Συμπέρασμα: Δικό σας, που λένε και στα μποζούκια. Με τους αναπτήρες αναμμένους. Δεν πονάει μόνο η καρδιά όταν ψηλώνει. Πονάει και η συκωταριά.