Ο Γκουσγκούνης και το έργο του

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Δεν είχαμε δει τον Κώστα Γκουσγκούνη επί το έργον. Εννοούμε επί το κινηματογραφικόν έργον, πολλώ δε μάλλον δεν τον είχαμε δει και επί το φυσικόν έργον, όπως αντιλαμβάνεστε. Όταν θριάμβευε, δεν είμαστε σε ηλικία που επιτρεπόταν η είσοδος σε τέτοια θεάματα. Όταν μας επιτρεπόταν, μας είχαν απορροφήσει το χαρτζηλίκι οι σκηνοθέτες με κατάληξη επωνύμου σε –ινι, που ήταν πάρα πολλοί.

Προλάβαμε όμως τον εκλιπόντα σταρ να παίζει τον σεϊζη στο «Χριστός Ξανασταυρώνεται», και αν το καλοσκεφτείς ήταν κάπως κωμικό ότι ένας άνθρωπος που μεσουράνησε στην οθόνη σαν μέγας εραστής και επιβήτορας, έπαιξε έναν ρόλο μυθιστορηματικού ήρωα που ευνουχίζεται για ερωτική παρασπονδία βαριάς μορφής. Ισως ο σκηνοθέτης τον διάλεξε (και) γι’ αυτόν τον λόγο: Για μια ανατροπή με στοιχείο παρωδίας.

Οι ταινίες πορνό έχουν πολλαπλή λειτουργικότητα, αναλόγως περιεχομένου αλλά και ποιότητας αποδέκτη. Κοινός τους τόπος είναι ότι μυούν τους νεότερους στο σεξ και ότι διεγείρουν τον θεατή, σε μια διέγερση που μπορεί να εξυπηρετηθεί πρακτικά, αλλά μπορεί και να τον στοιχειώσει χειρότερα, εάν είναι στερημένος, κάτι επικίνδυνο αν μιλάμε για διαταραγμένες προσωπικότητες ή για κλειστές κοινωνίες ή για πρόσωπα με δυσκολία πρόσβασης στο άλλο φύλο. Από εκεί και πέρα, τα πορνό μπορεί να καλλιεργήσουν μεγάλα συμπλέγματα στον αδαή (και ποιος δεν είναι;) θεατή, εάν του ενισχύσουν τις φοβίες και την ανασφάλεια για τις όποιες μειονεξίες του, ιδιαίτερα εάν φέρει την υποψία ή την πεποίθηση ότι οι μειονεξίες του είναι μεγάλες, ταπεινωτικές, καταγέλαστες. Πολύ περισσότερο εάν είναι τέτοιες, πράγματι.

Φαίνεται ότι ο Γκουσγκούνης και το κύκλωμα το οποίο έστησε τις ταινίες πάνω του- μάλλον είναι μύθος ότι τα επινόησε εκείνος όλα- συνέβαλαν στην αποδραματοποίηση του σεξ και τη διακωμώδησή του. Ακριβέστερα, η παρωδία αφορούσε την ιδέα του «μάτσο σεξ», αλλά μέσω αυτής μπορούσε ο θεατής να καταλάβει ότι θα πρέπει να δούμε λίγο πιο χαλαρά την σεξουαλική δραστηριότητα, χωρίς στερεότυπα και κούφια πρότυπα. Όχι πως δεν υπάρχουν οι δαιμονικοί παίκτες στο συγκεκριμένο σπορ, αλλά και Ρονάλντο να μην είσαι, μπορείς να παίξεις τη μπαλίτσα σου και να μείνει ο κόσμος σχετικά ευχαριστημένος, χωρίς να νιώθεις πως είσαι ο μπούλης του τετραγώνου.

Υπάρχει ασφαλώς και η άλλη ανάγνωση: Οι ταινίες του Γκουσγκούνη διέπονταν από έναν σεξισμό μειωτικό για το γυναικείο φύλο, καθώς το μοτίβο ήταν ο ακαταμάχητος εραστής και οι προχειροδιαθέσιμες λιγούρες που θα συνευρίσκονταν μαζί του άμα τη εμφανίσει για να δεχθούν σεξ και προσβολή. Το μοτίβο αυτό καλλιεργεί την ιδέα ότι η γυναίκα είναι υποχρεωμένη να «ενδίδει», ή μάλλον στην ουσία ο άνδρας ενδίδει, γιατί η γυναίκα είναι εκείνη που ποθεί τη σαρκική επαφή. Γιατί λοιπόν δεν γίνεται έτσι και στην πραγματικότητα;

Δεν φταίει ασφαλώς ο Γκουσγκούνης για τις γυναικοκτονίες, ούτε επαρκεί για να τις αποτρέψει μέσα από την παρωδία του σεξ. Η περίπτωσή του όμως είναι μια αφορμή για να διαπιστώσουμε ότι ακόμα και στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των νέων γίνεται εν μέρει με αυτοσχεδιασμούς, εν μέρει με άγαρμπες προσλήψεις.

Ο Γκουσγκούνης κατέληξε να κάνει πλάκα με τον εαυτό του για λογαριασμό των αρσενικών, ως επί το πλείστον, θεατών, συγκροτώντας η συνεργασία αυτή ένα ιδιαίτερο μεταπολιτευτικό φαινόμενο, μια τιμωρία στην κινηματογραφική τέχνη αξιώσεων. Το κίνημα του χαβαλέ άρχιζε να διεκδικεί δικαιώματα, σαν λυτρωτικό ρεύμα αλλά και σαν συλλογική βαρβαρότητα.

Αν κάτι μας διδάσκει ο Γκουσγκουνισμός, είναι η ιδέα να μην παίρνουμε στα σοβαρά τον εαυτό μας περισσότερο από όσο χρειάζεται. Αλλά πόσο χρειάζεται; Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, το πλαίσιο της αναζήτησης μιας ισορροπίας ανάμεσα στη σοβαρότητα και τη χαλαρότητα, γιατί η υπερβολική δόση κάνει κακό και στις δύο περιοχές.

Διαβάζουμε σήμερα ότι ο Γκουσγκούνης υπήρξε κατ’ εξοχήν καλτ μορφή στην εγχώρια πολιτιστική παραγωγή και την εθνική σημειολογία. Ποιος θα μεταφράσει αυτό το καλτ, να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε; Ισως, είναι μια ακατάτακτη αισθητική πρόταση που, επιτηδευμένα ή ακούσια ελαττωματική, κατορθώνει να τραβά την προσοχή και να μετατρέπεται σε πολιτιστικό γεγονός που γράφει μικρή ή μεγάλη ιστορία ισορροπώντας ανάμεσα στην εξιστόρηση και την παρωδία της τέχνης. Αν το πει κανείς με λιγότερες λέξεις, χαλάλι του. Κερδίζει και το κορίτσι, διατεθειμένο να τον ικανοποιήσει χωρίς όρους και απαιτήσεις. Μας έφαγαν οι «ινι» εμάς και προκοπή δεν είδαμε, και δεν ήταν πάντα φρέσκο το στραγάλι.