Θέατρο: «Αντιγόνη» των «Αγριων Μελισσών»
Το πλήθος των αντικρουόμενων ερμηνειών, που διατυπώθηκαν για το σοφόκλειο δράμα, μπορεί να έθεσαν υπό αμφισβήτηση κατά πόσο ο τραγικός ποιητής έγραψε ένα ετεροβαρές ή ένα ισόρροπο έργο ως προς τα κεντρικά πρόσωπα -Κρέοντα και Αντιγόνη- αλλά δεν αρνήθηκαν ότι το βασικό του θέμα είναι η συγκλονιστική σύγκρουσή τους, που θέτει μια σειρά προβλημάτων πολιτικής, ηθικής και φιλοσοφικής τάξεως. Αξίες και τρόποι ζωής δοκιμάζονται σ’ αυτή την τραγωδία με φορείς τους βασικούς ήρωές της, που και οι δύο τους παραμένουν απόλυτοι και αταλάντευτοι, εμμονικοί και πείσμονες στην υπεράσπιση των θέσεών τους μέχρι την τελική συντριβή τους.
Ο εγκεφαλικός Κρέοντας, νεόκοπος ηγεμόνας της Θήβας, είναι εκφραστής του συλλογικού και του δημόσιου, υπερασπιστής του δικαίου της πολιτείας και του εξορθολογισμού, με τη σκληρότητά του να είναι απόρροια της στενόκαρδης λογικής του. Αντίθετα η συναισθηματική Αντιγόνη αναδεικνύεται σε εκφραστή του ατομικού και του ιδιωτικού, ένθερμη υπερασπίστρια της συσπείρωσης του συγγενικού αίματος και των δεσμών της οικογενειακής εστίας αλλά και των συμπαντικών νόμων, που υπαγορεύουν και κατευθύνουν τη σκέψη και τη δράση της. Στο εφήμερο της γραπτής κοσμικής δικαιοσύνης του Κρέοντα, αντιπαραθέτει την πίστη και την προσήλωσή της στην αιωνιότητα του άγραφου θεϊκού δικαίου, που ζει στη συνείδηση των ανθρώπων ακατάλυτο από τον χρόνο και διαμετρικά αντίθετη προς τον βασιλιά, γίνεται σκληρή από αγάπη («δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά για ν’ αγαπώ»).
Η ανυπακοή της απέναντι στη διχαστική απόφαση του Κρέοντα σχετικά με τους δύο νεκρούς αδελφούς της –Ετεοκλή και Πολυνείκη – πυροδοτεί τη σύγκρουση μεταξύ τους. Η κοντόφθαλμη ηγεμονική λογική την τοποθετεί στη θέση της αναρχικής και της επαναστάτριας, δίνοντας την ευκαιρία στον Σοφοκλή να ξεδιπλώσει την προσωπογραφία ενός αυταρχικού άρχοντα, που το πρώτο χτύπημα στο υπερτροφικό «εγώ» του τον τυφλώνει ώστε να βλέπει παντού συνωμοσίες και υπονομεύσεις του θρόνου του με ιδιοτελή κίνητρα. Περιχαρακωμένος στο φόβο της ανατροπής του και στην πλάνη του, αψηφά τις επιφυλάξεις του συντηρητικού Χορού αλλά προπάντων αδυνατεί να ακούσει τους ψίθυρους μιας αναβράζουσας κοινής γνώμης, που στήνει μπροστά του ο γιος του ο Αίμονας. Οταν η φρικιαστική απειλή των λόγων του Τειρεσία καταφέρει τα πρώτα ρήγματα στην ισχυρογνωμοσύνη του, είναι πλέον αργά και η πορεία προς τη συντριβή του, την μοναξιά και την οδύνη είναι ανεπίστροφη.
Οι πολιτικές σημάνσεις της τραγωδίας δεν εξαντλούνται στην αριστοτεχνική σκιαγράφηση μιας φίλαυτης και εγωκεντρικής αρχής και στην ηθική αντίσταση του ελεύθερου ανθρώπου απέναντι στη βία και την αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας. Εκτείνονται μέχρι τη μορφή του νεαρού Αίμονα, ο οποίος εκπροσωπώντας το νέο τύπο πολιτικού άνδρα, αντιπαρατίθεται στον παλαιό τρόπο άσκησης της εξουσίας με λόγο ανακαινισμένο και διαλεκτικό. Στην ύστατη στιγμή της τραγωδίας, αν και το αιματοβαμμένο τέλος της βαραίνει τη ψυχή του θεατή, αχνοφέγγει μια μικρή ακτίνα ικανοποίησης, ότι η πνευματική αταξία της Αντιγόνης καταδίκασε την πολιτική τάξη του Κρέοντα αλλά και μια προοπτική ευοίωνη, ότι όσο υπάρχουν Κρέοντες, είναι ανάγκη να υπάρχουν και Αντιγόνες.
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, αν και έχει δώσει δείγματα εμπνευσμένης σκηνοθετικής γραφής (με αποκορύφωμα τους «Επτά επί Θήβας»), με την «Αντιγόνη» δημιούργησε ένα σύγχρονο προσωπικό σύμπαν, που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να συμμεριστεί. Δεν ήταν τόσο η επιλογή των προσώπων, που δημιουργούσε την αίσθηση ότι το καστ των δημοφιλών «Αγριων Μελισσών» μετακόμισε ομαδικά στη σκηνή του αρχαίου δράματος όσο η παράταιρη σύλληψη της σοφόκλειας τραγωδίας ως τοπίου χαράς, αν και αρχίζει μετά από έναν αδελφοκτόνο πόλεμο για να καταλήξει σε ένα αιματοβαμμένο τέλος.
Γι’ αυτό και έχασκε ακατανόητο το δείπνο του οικογενειακού γλεντιού σε παραλληλόγραμμο τραπέζι, που στήθηκε σιγά-σιγά μέσα από το γεωμετρικό σκηνικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν με συνδαιτημόνες τους ήρωες και μέλη ενός Χορού αμφίθυμου, άλλοτε νομιμοποιητικού και άλλοτε καταγγελτικού απέναντι στην εξουσία του Κρέοντα. Μοναδική ίσως εμπνευσμένη στιγμή, που όμως δεν απέρρεε φυσικά και αβίαστα αλλά αδεία της παρεμβατικής μετάφρασης του Γιώργου Μπλάνα στο πρωτότυπο, εκείνη της πρόσκλησης του Χορού προς τους ήρωες να συνεχίσουν το γλέντι στον Αδη, ως υπόμνηση της αναπόδραστης μοίρας του ανθρώπου.
Με τα κοστούμια να παραπέμπουν εμμονικά και αδικαίωτα στην τηλεοπτική σειρά και με τη σκηνοθετική οπτική να κλείνει ετεροβαρώς προς την πλευρά του Κρέοντα, η πρωτοεμφανιζόμενη στον στίβο του αρχαίου δράματος Ελλη Τρίγγου, έχοντας όμως δώσει δείγματα ερμηνευτικού δυναμισμού, θα μπορούσε να κτίσει μιαν άλλη Αντιγόνη. Αντ’ αυτής, μένοντας αβοήθητη, έπλασε μια αφλόγιστη, μη συγκρουσιακή και μοναχική ηρωίδα, που προέβαλε χαμηλότονα και αποστασιοποιημένα την ηθική της υπεροχή. Στον αντίποδά της ο Κρέοντας του Βασίλη Μπισμπίκη περιορίστηκε σε μια υψηλότονη και εκκωφαντική πλην όμως επιφανειακή απόδοση της εξουσιαστικής αλαζονείας του και σε μια ρηχή και μόλις αληθοφανή συντριβή του.
Οι δευτερεύοντες ρόλοι υποστηρίχθηκαν πιο μετρημένα από τους κεντρικούς: με οικειότητα και τρυφερότητα η Ισμήνη της Δανάης Μιχαλάκη και γειωμένος και ανθρώπινος ο Τειρεσίας του Χρήστου Σαπουντζή. Επαρκής ο Γιώργος Παπαγεωργίου ως Αγγελος και ο Κώστας Κορωναίος ως φιλοτομαριστής και αφελής Φύλακας. Θετικές εντυπώσεις άφησαν ο Στρατής Χατζησταματίου στον ρόλο του ερωτευμένου αλλά διαλεκτικού Αίμονα, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης με τη φυσική και αβίαστη εκφορά του λόγου του ως κορυφαίος του Χορού και η Μαρίνα Αργυρίδη ως Ευρυδίκη, παρά το σύντομο πέρασμά της από τη σκηνή.
Μια διαφορετική μεν «Αντιγόνη», αδικαίωτη εξαργύρωση της τηλεοπτικής επιτυχίας, με υφέρπουσα την εμπορική εντυπωσιοθηρία, που όμως δεν κατάφερε να μας βάλει στο δράμα των προσώπων και να μας κερδίσει συγκινησιακά.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News