Καρά και μπαστούνια

Είμαστε από τους τελευταίους που μπορούν να γράψουν μια παράγραφο για τη Ραφαέλα Καρά, που ο βίος της τερματίστηκε στα 78 της.

Η μεταπολιτευτική εφηβεία είχε ροκ προσανατολισμούς- με εξαίρεση τον Παπάζογλου, τον Ρασούλη και τα Παιδιά από την
Πάτρα, όπως και τον Γκολέ, όταν τραγουδούσε το «Μαρόκο» ιδίως-συνεπώς δεν υπήρχε περίπτωση να δει ούτε με συμπάθεια ούτε με κατανόηση τηλεοπτικά σόου που απεργάζονταν τη μικροαστική διασκέδαση. Μικροαστική, όχι με την έννοια του εισοδήματος και την ταξική θέση, αλλά με την έννοια των προσανατολισμών. Αλλά και να ήθελες να αποφύγεις την Ραφαέλα Καρά, σε βούταγε από τα μαλλιά εκείνη. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιο καρναβαλικό ή άλλο πάρτι να μη σου σέρβιρε το «Αφαρλαμόρε» ή εκείνο το τραγούδι που αντί για στίχους είχε αριθμούς τηλεφώνου, ζέρο τρε, ζέρο τρε:
Ακουγοταν σαν μάθημα ιταλικών αλλά έπρεπε να το χορέψεις.

Μετά το είπε και ο Δάκης, αν θυμόμαστε καλά, αμάν παναγίτσα μας. Για να παραδεχθούμε την αλήθεια, ωστόσο, με την εισβολή της τηλεόρασης στα σπίτια μας, κάθε Τετάρτη βράδυ, παιδιά δημοτικού, ήταν υποχρεωτικά τα «Καντσονίσιμα», ένα σόου πρόδρομος εκείνων της Καρά, με σπιρτόζικα ιταλικά τραγούδια, μπρίο, φωνή, σκετσάκια, ποδοβολητό στο στούντιο. Ακόμα θυμόμαστε το τραγούδι- τίτλο της εκπομπής, μισό αιώνα
μετά, είχε ένα ζουμ-ζουμ ζουμ ζουμ ζουμ και μετά έναν χείμαρρο από ιταλική βραχνάδα.

Τα σόου προσφέρουν μεγάλη χαρά στον άνθρωπο, ακόμα και με όρους παιδιάστικους. Βατοί ρυθμοί, μοντέρνα ντυσίματα, ταχυδακτυλουργική φαντασμαγορία, χυτοί μηροί να προβάλουν μέσα από σκισίματα του φορέματος, τεχνητό αστραφτερό χαμόγελο, μια αστραφτερή παρέα στο σαλόνι σου να αναιρεί ή και να επιτείνει, ανάλογα με τον χαρακτήρα- τη μοναξιά σου.

Οι κεντρικοί παρουσιαστές, σαν τη Ραφαέλα Καρά και τόσα
άλλα πρόσωπα που μεσουράνησαν στις μικρές οθόνες, είναι ασφαλώς άνθρωποι του ταλέντου, της ακτινοβολίας και της σκληρής δουλειάς, αλλά είναι και εξπέρ της επιτήδευσης. Έχουν τον τρόπο να συντηρούν το ενδιαφέρον και την έκσταση του κοινού.

Στα σόου η μελαγχολία, το κενό, η αρρυθμία, απαγορεύονται. Ο παρουσιαστής κατέχει την τεχνική του εκπαιδευτή των βατραχανθρώπων. Μπορεί να σε κάνει να τρέχεις, φωνάζοντας
συνθήματα και διατηρώντας το ηθικό σου ακμαίο. Όχι, δεν θα φωνάξει Η Μακεδονία Είναι Ελληνική, αλλά βγάζει πάντα από το καπέλο κάποιο «Πάμε!», «Δεν το πιστεύω!», «Είστε καλααααά;» και σου ανοίγει ξανά την κόρη στρώνοντας στο κυνήγι μια υποψία
χασμουρητού που είχε διεκδικήσει δικαιώματα μέσα στη νύχτα. Ο εγκέφαλος νομίζει ότι πρέπει να κοιμόμαστε όταν νυχτώνει, αλλά το άλλο μισό του, του κάνει αντίσταση. Ο μισός εγκέφαλος με τον άλλο μισό δεν μιλιούνται.

Τα σόου σου φέρνουν στο διαμερισματάκι σου καλλιτέχνες του εθνικού τζετ σετ, άνετα, οικονομικά, για ψυχαγωγία, ξέδωμα, φυγή αλλά και την απαραίτητη ενημέρωση στα τραγουδιστικά, ενδυματολογικά, γλωσσικά και υφολογικά μοτίβα που θεωρείς απαραίτητη για να εναρμονίζεις τον βηματισμό σου με εκείνον του κοινωνικού ποταμού ή για να νιώθεις ότι ανήκεις στη μεγάλη Εκκλησία του κοινού μας Δήμου.

Είναι ωστόσο εντυπωσιακό πόσο πιασάρικο μπορεί να γίνει ένα Μέσο Πράγμα, ένα τραγούδι που πιάνει τον συρμό, και πόση μάχη πρέπει να δώσει το Ιδιαίτερο όταν διαφέρει και δεν συναντά την προπαίδεια, τη διάθεση, τους κοινούς κώδικες. Θυμόμαστε πως όταν είχε βγει ο Σταυρός του Νότου, είχε πάει να πατώσει. Μέχρι που, άγνωστο γιατί, σαν κοινωνία ανακαλύψαμε
τον λοστρόμο μέσα μας.

Δεν ξέρουμε τίποτα για τη Ραφαέλα Καρά, αλλά ζήσαμε στην εποχή της. Ζήσαμε την εποχή της; Αυτό θέλει συζήτηση. Τα σόου πάντως όχι απλώς αντέχουν, αλλά τα πάντα έχουν γίνει σόου και μόνο σόου.

Το σόου πρέπει να συνεχιστεί, τραγουδούσε ο Φρέντι Μέρκιουρι,
γιατί τελικά έχει περισσότερη ανάγκη ο σόουμαν το σόου και τον κόσμο παρά ο κόσμος το σόου τους.