Η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του Α. Παπανδρέου φέρνει στην πρωθυπουργία τον Κ. Σημίτη.
Του Βασίλη Μπεκίρη, τέως υφυπουργός.
Η υγεία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου είχε κλονισθεί από αρκετά χρόνια. Ηδη όμως η κατάσταση της υγείας έχει επιδεινωθεί και οι θεράποντες ιατροί την 20η Νοεμβρίου του 1995 έδωσαν εντολή να μεταφερθεί επειγόντως στο Ωνάσειο. Η ραγδαία επιδείνωση είχε σαν άμεση συνέπεια την ακυβερνησία, διότι κανένας δεν μπορούσε να αναπληρώσει τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό είχε απασχολήσει όλους τους παράγοντες του Δημοσίου βίου της χώρας, αλλά κανείς δεν αναλάμβανε πρωτοβουλίες.
Προ αυτής της κατάστασης ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Μιλτιάδης Εβερτ, συγκάλεσε σύσκεψη έγκριτων συνταγματολόγων, για να διερευνηθούν οι δυνατότητες, ώστε να αρθεί το αδιέξοδο. Μετά, έστειλε επιστολή στον θεράποντα ιατρό του πρωθυπουργού και υπουργό Υγείας Δ. Κρεμαστινό, τον οποίο τον καλούσε να δώσει απαντήσεις, διότι η χώρα δεν μπορούσε να μείνει ακυβέρνητη.
Στη συνέχεια, ενημέρωσε την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. και επεσκέφθη τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο, τον οποίον ενημέρωσε για όλες του τις ενέργειες. Τέλος, ο Μιλτιάδης Εβερτ έστειλε επιστολή προς τον αναπληρωτή του πρωθυπουργού, Ακη Τσοχατζόπουλο, με την οποία του ζητούσε να πάρουν τις πρωτοβουλίες που χρειάζονταν.
Οι συζητήσεις έφεραν στην επικαιρότητα το θέμα της διαδοχής. Ετσι άρχισαν να εμφανίζονται διάφορες ομάδες μέσα στο ΠΑΣΟΚ και να προτείνουν πρόσωπα.
Ο Μιλτιάδης Εβερτ επεσκέφθη πάλι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον οποίον δήλωσε ορθά-κοφτά ότι «Κυβέρνηση δεν υπάρχει ούτε πολιτικά ούτε θεσμικά».
Μετά από όλα τα ανωτέρω, επείσθησαν όλοι οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και της κυβερνήσεως και ανάγκασαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να υποβάλει στις 18 Ιανουαρίου 1996 την παραίτησή του από τον πρωθυπουργικό θώκο.
Συγκεκριμένα, στις 20 Ιανουαρίου συνήλθε η ΚΟ του ΠΑΣΟΚ για την εκλογή του νέου πρωθυπουργού. Υποψήφιοι ήταν οι: Κ. Σημίτης, Ακης Τσοχατζόπουλος, Γεράσιμος Αρσένης και Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. Η πρώτη ψηφοφορία απέβη άκαρπη. Συγκεκριμένα ψήφισαν 167 και έλαβαν: Κ. Σημίτης 53, Άκης Τσοχατζόπουλος 53, Γερ. Αρσένης 50 και Γ. Χαραλαμπόπουλος 11. Στη δεύτερη ψηφοφορία, η οποία έγινε μεταξύ των δύο πρώτων, έλαβε ο μεν Κ. Σημίτης 86 ψήφους και ο Ακης Τσοχατζόπουλος 75 ψήφους, ενώ ευρέθησαν 5 λευκά ψηφοδέλτια. Ετσι, εξελέγη ο Κ. Σημίτης ο οποίος ορκίστηκε ως πρωθυπουργός.
Μετά την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός, ο Κ. Σημίτης εξελέγη και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στο Συνέδριο του κόμματος, το οποίο έγινε στις 27-30 Ιουνίου 1996.
Ο νέος πρωθυπουργός ήταν πολιτικός χαμηλών τόνων, ευρωπαϊκού προσανατολισμού, τεχνοκρατικών αντιλήψεων, με ιδιοσυστασία τελείως διαφορετική από αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου. Είχε την ατυχία τις πρώτες ημέρες της πρωθυπουργίας του να αντιμετωπίσει τα γνωστά γεγονότα των Ιμίων με την απόβαση τουρκικού αγήματος σε μία από τις βραχονησίδες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε θύελλα στη Βουλή.
Ο πρωθυπουργός έδωσε τις δέουσες εξηγήσεις , όπου «ευχαρίστησε» τους Αμερικανούς, διότι με την παρέμβασή τους απεφεύχθη ενδεχόμενος πόλεμος. Τα γεγονότα έγιναν με τέτοια ταχύτητα, ώστε ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος δεν είχε πάρει είδηση τι είχε συμβεί και επιστρέφοντας στη Βουλή από τηλεοπτικό σταθμό, ενημερώθηκε στην αίθουσα του Κοινοβουλίου. Την περίοδο εκείνη, είχε καταπέσει ένα ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τρεις Ελληνες Αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού. Βέβαια, η αντίδραση της Ν.Δ. ήταν άμεση για τα γεγονότα των Ιμίων. Μάλιστα, ο πρόεδρος της ΝΔ Μιλτιάδης Εβερτ δήλωσε ότι «η απόσυρση των Ελληνικών Στρατευμάτων και η υποστολή της σημαίας συνιστούν εγκατάλειψη εθνικού εδάφους. Αποτελούν πράξη προδοσίας».
Και ενώ η ΝΔ ησχολείτο με τα Ιμια και με τα αμυντικά δόγματα, η κυβέρνηση Σημίτη προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τη θέση και να βγει από τον κλοιό που της ασκούσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Είχε αλλάξει πολιτική και είχε υιοθετήσει ένα εκσυγχρονιστικό πολιτικό λόγο, ο οποίος ήταν αντίθετος προς την παραδοσιακή πολιτική που ακολουθούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Σημίτη με την πολιτική της ήθελε να διεμβολίσει τον Κεντροδεξιό χώρο, αφήνοντας πίσω την παραδοσιακή πολιτική που ακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ.
Αντίθετα, η ΝΔ είχε εμπλακεί στα εθνικά θέματα και έτσι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη νέα στρατηγική του ΠΑΣΟΚ.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News