Ανδρέας Μήτσου: «Ολοι οι ήρωές μου είμαι εγώ ο ίδιος»
Η γραφή του σε αιχμαλωτίζει, σε μαγνητίζει και σε παρασύρει στον μαγικό του κόσμο, όπου ανακαλύπτεις, κάθε φορά, σεντούκια γεμάτα θησαυρούς, που καταλαγιάζουν την αναγνωστική σου δίψα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη νέα συλλογή των 19 έξοχα πλεγμένων διηγημάτων του «Ο καουμπόης του Αλίμου» (εκδ. Καστανιώτη), με αφορμή την οποία ο Ανδρέας Μήτσου μιλάει στην «Π».
Στα διηγήματα της συλλογής σας, το παρελθόν συναντά το παρόν, φέρνοντας στην επιφάνεια μνήμες, συναισθήματα -άσβεστα. Ποια η επιδίωξή σας μέσω αυτού του συναπαντήματος;
Είναι ένα τυχαίο, όσο και αναπότρεπτο συναπάντημα. Εξεγείρονται απροσδόκητα μνήμες και συναισθήματα και τότε εσύ πρέπει να καταπνίξεις αυτήν την εξέγερση, την επικίνδυνη ανταρσία εναντίον σου. Γι’ αυτό μετέρχεσαι χίλια δύο «κόλπα». Γίνεσαι ηθοποιός, χορευτής, παλιάτσος, γητευτής. Χρειάζεται να κατευνάσεις το παρελθόν, να το μεταπλάσεις, να του δώσεις τη δυνατότητα να αποκτήσει μια νέα ζωή στον παρόντα χρόνο, όπου, ατυχώς για σένα, επανεμφανίστηκε απρόσκλητο. Ετσι θα αποφύγεις, ίσως, την ανυπόφορη ήττα και συντριβή σου. Μόνο όταν το παρελθόν μεταλλαχθεί σε συμπονετικό παρόν, μπορείς προσωρινά κι εσύ να ησυχάσεις.
Παράλληλα, γινόμαστε μάρτυρες του ανταμώματος στις σελίδες σας ηρώων παλιότερων βιβλίων σας. Από ποια ανάγκη σας προέκυψε η εκ νέου «συνομιλία» σας;
Καλά τους είχα στριμώξει, τους «ήρωές» μου σε δέκα μυθιστορήματα και άλλα τόσα διηγήματα, πίστευα πως είχα ξεμπερδέψει μαζί τους και ησύχασα. Αλλά να ’τοι που ξεπετάγονται πάλι μπροστά μου και μου ζητούν εξηγήσεις. Οσο και να τους έχεις σκεπάσει με τόνους λέξεις και εικόνες, οι ήρωές σου αναδύονται άτρωτοι και απαιτούν από σένα μια νέα ζωή, ένα καινούργιο ρόλο τους, μιας κι όλοι οι ρόλοι εξαντλούνται κάποτε. Είναι η σκληρή μάχη με τον παλαιότερο εαυτό, μια διαρκής απόπειρα απαγκίστρωσης από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του. Από μόνα τους, δηλαδή, επανεμφανίστηκαν τα παλιά πρόσωπα των διηγήσεών μου και μου έφεραν μεγάλη δυσφορία, με εξανάγκασαν σε μια νέα αντιπαράθεση μαζί τους.
Υπάρχει κάποιος/α εξ αυτών με τον οποίο/α νιώθετε πιο δεμένος, που κρατάτε πιο ζωντανό/ή μέσα σας;
Ολοι οι ήρωές μου είμαι εγώ ο ίδιος. Με διαφορετικές, κάθε φορά, μορφές, με άλλες μάσκες και μεταμφιέσεις. Πότε ντύνομαι ένα πιο βολικό προσωπείο για να κρυφτώ, πότε ξεγελιέμαι και δείχνω καθαρότερα το πρόσωπό μου. Ο,τι επιχειρώ με όλα αυτά, να τρυπώσω ξανά στην τύρβη των δικών μου «απόκρεω», να ξαναγίνω ο μασκαράς που δεν θα μπορείτε να με αναγνωρίσετε. Γιατί ένα παιχνίδι, ένα «κρυφτό» παίζουμε ο ένας με τον άλλον και προπαντός με τον ίδιο τον εαυτό μας. Ο θάνατος, η αποκαθήλωση του εαυτού, συντελείται όταν επισυμβεί η απόλυτη αποκάλυψη και το ξεγύμνωμά του, αφού σωστά πιστεύουμε πως έχουμε όλοι κάτι πολύτιμο να κρύψουμε, γι’ αυτό «παίζουμε», επιχειρούμε διαρκώς συνταυτίσεις, φοράμε ξένα ενδύματα και στολές και όλο επαναλαμβάνουμε ενδόμυχα: «ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις» (το δικό μας πολύτιμο ορυκτό).
Ανθρωποι μεταμορφώνονται σε αγελάδες, καλπασμοί συνταράσσουν την οδό Καλαμακίου, ένας ζωγραφισμένος τσαγκάρης γίνεται πηγή έρωτα… Ξεχειλίζουν από φαντασία τα διηγήματά σας. Ποιο σας βασάνισε περισσότερο και τι είναι αυτό που σας παιδεύει, κυρίως, όταν καταπιάνεστε με μια ιστορία -μικρή ή μεγάλη;
Η καθημερινότητα συστήνει το απλό, το απολύτως φανερό. Αυτήν την καθημερινότητα επιχειρώ να διακρίνω και να διαχειριστώ, με συστολή, ελπίζω, και τόλμη. Γιατί αλλιώς θα με συντρίψει. Το προφανές είναι τόσο κοντά στα μάτια μας, που μας εμποδίζει να το δούμε. Το άμεσο, μας ακυρώνει και μας αφοπλίζει, για να το δούμε πρέπει να καταβάλουμε ακριβό τίμημα. Ο,τι με παιδεύει δηλαδή, είναι η ένταση του κάθε βιώματός μου, όσο πιο επώδυνο το βίωμα, τόσο πιο οδυνηρή η αποτύπωσή του.
Στην «Τελευταία ελπίδα» παρομοιάζετε έξοχα τη γένεση μιας ιστορίας με τη λειτουργία ενός ακορντεόν. Σήμερα, μετρώντας πλούσιο και βραβευμένο έργο, πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με τη γραφή;
Προσπαθώ να «βγάλω» με τη γραφή, να γεννήσω, έναν ανεπαίσθητο ήχο, έναν αναστεναγμό, έναν τρυφερό ψίθυρο. Ετσι θα αναθαρρέψω, έτσι θα παρηγορηθώ και θα ενθαρρύνω ίσως κάποιον άλλον, τον αναγνώστη μου. «Πιάνω, στίβω ένα λεμόνι, βρίσκω την αγάπη μέσα», λέει το ηπειρώτικο τραγούδι. Ετσι στίβομαι, αν έχει χυμούς «το λεμόνι», αν βγάλει αγάπη, άλλος θα το διαπιστώσει.
Πώς ήταν ο Ανδρέας Μήτσου παιδί; Τι θα έλεγε ο ενήλικας σ’ εκείνον τον πιτσιρικά που τα έβαλε με ένα σαλάχι 300 κιλών, μεταφορικά, και παρότι μεγάλωσε «ακόμα απορεί»;
Θα του έλεγα να μη μεγαλώσει ποτέ, να παραμείνει παιδί κι αυτό επιχειρώ ΚΙ ΕΓΩ γράφοντας, να επιστρέψω στην παιδική μου ηλικία. Γιατί είναι πράγματι να απορείς, πώς μεγαλώνουμε, έχοντας αφήσει για την επόμενη ζωή να αναστηθούμε, ενώ μας παρουσιάστηκε κάποτε αυτή η στιγμή.
Κι αν είχατε απέναντί σας μια παρέα παιδιών ασυγκίνητων απέναντι στα βιβλία, με ποιο «ξόρκι» θα ξυπνούσατε το ενδιαφέρον τους;
Ολα τα πολύτιμα για σένα τα ανακαλύπτεις από μόνος σου, δεν χρειάζεται να σου τα δείξει ο άλλος. Ο ίδιος αναγνωρίζεις εκείνο που θα σε σώσει. «Ποιος θεός σε καταράστηκε, όλο μες στα βιβλία, όλη την ώρα να γράφεις», φώναζε λυπημένη για μένα η μάνα μου. Κατάρα ή ευλογία, ειλικρινά δεν ξέρω να απαντήσω.
Κι αν είχατε απέναντί σας μια παρέα παιδιών ασυγκίνητων απέναντι στα βιβλία, με ποιο «ξόρκι» θα ξυπνούσατε το ενδιαφέρον τους;
Ολα τα πολύτιμα για σένα τα ανακαλύπτεις από μόνος σου, δεν χρειάζεται να σου τα δείξει ο άλλος. Ο ίδιος αναγνωρίζεις εκείνο που θα σε σώσει.
«Ποιος θεός σε καταράστηκε, όλο μες στα βιβλία, όλη την ώρα να γράφεις», φώναζε λυπημένη για μένα η μάνα μου. Κατάρα ή ευλογία, ειλικρινά δεν ξέρω να απαντήσω.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News