Ανδρουλάκης στην «Π»: «Δεν ήταν μόνο το Πολυτεχνείο η ζωή μου» – Η μέρα που διασταυρώθηκε με έναν βασανιστή του στην Πάτρα

Ο Μίμης Ανδρουλάκης έζησε όλη την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και μιλάει γι’ αυτήν στην «Πελοπόννησο της Δευτέρας» με αφορμή το νέο του αυτοβιογραφικό βιβλίο. Οπως και για μια φοβερή συνάντηση που του έτυχε στην Πάτρα.

Ανδρουλάκης

598 σελίδες, άσκηση μνήμης, στοχασμών, υπερβάσεων. Απίστευτη η χωρητικότητα της διάνοιας του ανθρώπου. Του συγκεκριμένου ανθρώπου. Είχαμε διασταυρωθεί με τον Μίμη Ανδρουλάκη πριν εννιά χρόνια, και ποτέ νωρίτερα. Δεν μας έκανε εντύπωση ότι μας θυμήθηκε. Η απορία που σου δημιουργεί είναι εάν ποτέ ξεχνάει κάποιον ή κάτι.

Αυτή τη φορά, αφορμή μας είναι ο (άτυπα πρώτος) τόμος των απομνημονευμάτων του «Πριν σβήσουν τα φώτα», εκδόσεις Πατάκη. Το βιβλίο έχει κάνει πάταγο, καθώς τα αφιερώματα –όπως και δημόσιες εκδηλώσεις που έγιναν- εστιάζουν στο κεφάλαιο με τη μαρτυρία του για την εξέγερση του Πολυτεχνείου ’73, ένα υποδειγματικό εξ απόψεως λεπτομερειών, ρυθμού αλλά και «αντικειμενικής υποκειμενικότητας» αφήγημα.

Σε μια ενδιάμεση επικοινωνία μας, μας είχε αφήσει να ψηλαφίσουμε ένα παράπονο: «Το βιβλίο λέει πολλά άλλα πράγματα» μας είχε πει. Η ζωή του όλη δεν ήταν μόνο το Πολυτεχνείο. Το ξανάπε, όταν επιτέλους –μας πήρε χρόνο η ανάγνωση- τηλεφωνηθήκαμε για την τελική ευθεία της συνέντευξης. Μη μιλήσουμε μόνο για το Πολυτεχνείο, μας παρακαλεί, άλλωστε το σχετικό κεφάλαιο είναι προς το τέλος του βιβλίου. Τον καθησυχάζουμε.

Ανδρουλάκης

Με τον γράφοντα, πριν οκτώ χρόνια, στην παρουσίαση του βιβλίου του Μ. Ανδρουλάκη «Οπλων Κρίσις»

ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ το βιβλίο, από την αρχή. Εξηγήστε μας, ρωτάμε, τι μήνυμα δίνει το εξώφυλλο. Εικονίζει μια γυναίκα ταπεινή, θύμα των εποχών της, ίσως, φωτεινή και χαμογελαστή ταυτόχρονα.

Αντιδρά ευχάριστα αιφνιδιασμένος. «Ναι, σωστά παρατηρήσατε. Είναι μια συμβολική εικόνα» εξηγεί. «Μια γυναίκα του τόπου μου. Η εικόνα δείχνει τα μυστήρια της καταγωγής μου. Είναι μια κομπάρσα στο φιλμ «Χριστός Ξανασταυρώνεται», του Ζιλ Ντασέν, με τη Μελίνα Μερκούρη, που γυρίστηκε στα μέρη μας. Αυτό το φιλμ άνοιξε τον τόπο μας στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Ημασταν μια άγνωστη μικρή πόλη, τότε» λέει για τον Αγιο Νικόλαο της Κρήτης. «Η μητέρα μου έραψε τα ρούχα της Μελίνας -ήταν μοδίστρα- και ο πατέρας μου έκανε τα στιβάνια, τα υποδήματα τα κρητικά των πρωταγωνιστών. Είναι μια στιγμή που κατέγραψε ο φακός του Παπαδήμα αλλά και των Αμερικανών φωτογράφων της ταινίας. Είδαν σε μια βυζαντινή, μεσαιωνική εκκλησία, η Παναγία η Κυρά, τη Βρεφοκρατούσα. Και ήθελαν μια λαϊκή Παναγία, από τους κατατρεγμένους, τους Σαρακήνας, όπως θα έχετε διαβάσει στο βιβλίο του Καζαντζάκη. Πάντα έλεγα, αν ποτέ γράψω αυτοβιογραφία, αυτήν θα έχω στο εξώφυλλο».

ΔΙΝΕΙ την αίσθηση στο βιβλίο και στη διαδρομή του όλη πως έχει την Κρήτη μέσα του. Μια προσωποποίηση του νησιού ίσως. Σε ποιο βαθμό τον προσδιόρισε ο τόπος;

«Σε μεγάλο βαθμό» παραδέχεται. «Η φωνή του γενέθλιου τόπου είναι πολύ ισχυρή μέσα μου. Οι χαρακτήρες οι απλοί. Μεγάλωσα στο τσαγκαράδικο του πατέρα μου και το μοδιστράδικο της μητέρας μου. Είμαι ορεινός, από τη Δίκτη, το οροπέδιο του Λασιθίου, και ταυτόχρονα θαλασσινός, από τον Αγιο Νικόλαο. Στην παιδική μου ηλικία και την εφηβεία μου γνώρισα επιφανείς προσωπικότητες, γιατί ο Αγιος Νικόλαος ανοίχτηκε, έγινε το Σεν Τροπέ της ανατολικής Μεσογείου»- αναφέρει, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Κούνδουρο, με τους οποίους απέκτησε οικειότητα, την Ειρήνη Παππά, τη Σοράγια στην οποία πήγε λουλούδια- «αλλά οι ταπεινοί άνθρωποι, οι ψαράδες, οι βοσκοί, οι λυράρηδες, προσδιόρισαν το πνευματικό μου DNA. Εφυγα από τον τόπο αυτόν με μια προδιάθεση πνευματική και πολιτική που με ακολούθησε».

Ανδρουλάκης

Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει ιστορία

ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην επίδραση  της προσωπικότητας του παππού του πάνω του, από την οποία κληρονόμησε «την ηθική της ευθύνης», μια ιδιαίτερη φιλοτιμία, όπως την καταλαβαίνουμε.

«Ο πατέρας μου ήταν πιο χαλαρή προσωπικότητα, είχε μια χαρούμενη αίσθηση της ζωής. Ο παππούς μου είχε μια βαθύτερη αίσθηση του καθήκοντος. Πολέμησε και πιάστηκε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία. Ηταν ένας συντηρητικός άνθρωπος, βρακοφόρος, αυστηρός, δεν προσδιόρισε αυτός την πολιτική μου συμπεριφορά. Από αυτόν πήρα ένα αίσθημα καθήκοντος, μια εργασιομανία».

Η πολιτική του συμπεριφορά διαμορφώθηκε στο τσαγκαράδικο, μας λέει. Δεν είχε χρήματα για εικονογραφημένα περιοδικά, διάβαζε μανιωδώς μπαγιάτικες εφημερίδες από αυτές που αγόραζε ο πατέρας του με το κιλό για να τυλίξει παπούτσια. Και «προκύπτει μια υπερπολιτικοποίηση, στρεβλή και άμετρη».

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ σε καταπλήσσει. Υπάρχει μεγάλη προσωπικότητα της εποχής με την οποία δεν διασταυρώθηκε; Δίνει μια αίσθηση ενός κινηματογραφικού ήρωα, μπροστά από τον οποίο κυλάει η ιστορία. Μοίρα ή σύμπτωση;

«Πολλά είναι συμπτώσεις στη ζωή μας». Μας διηγείται μια ιστορία, που περιγράφει και στο βιβλίο. Το 1969 είχε ανατιναχθεί το αυτοκίνητο του Πάτρικ Λι Φέρμορ -θρυλικού αντιστασιακού της Κατοχής- στην Καρδαμύλη. «Απόπειρα δολοφονίας του». Τον καλεί για να του εξηγήσει ότι το ΚΚΕ δεν είχε καμία σχέση -κάποιοι είχαν σκορπίσει φυλλάδια στον χώρο- αλλά εκείνος αντιδρά απότομα και παγωμένα. Αλλά μόλις του λέει πως κατάγεται από τους Εξω Ποτάμους Λασιθίου, μεταμορφώνεται. «Μου λέει: Είμαστε τρεις Εγγλέζοι πράκτορες. Αλλά ήμασταν σαν μια μεραρχία, γιατί είχαμε τους χωρικούς να μας ταΐζουν, να μας καλύπτουν, να μας οδηγούν, να πολεμούν δίπλα μας». Να μια σύμπτωση. Θα μας δώσει κι άλλη, με πρωταγωνιστή τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη, «μια ηγετική μορφή του κομμουνισμού», που πέρασε δραπέτης από τα μέρη του, και που συνέστησε αντιστασιακή ομάδα με τον Ρούσσο Κούνδουρο. «Γράφοντας για τους γονείς μου, γράφω για την ιστορία του τόπου μου».

Θα καλπάσει με αφηγήσεις για τους προγόνους του. «Βγάζω στη φόρα και τα οικογενειακά μας σκάνδαλα. Αν ζούσε η μητέρα μου, δεν θα μου τα συγχωρούσε αυτά». Η γιαγιά με τους τρεις γάμους, ο επισήμως δίγαμος πρόγονος, ο φυγόδικος γενάρχης της οικογένειας, επώνυμο Ανδρεαδάκης, που είχε εμπλακεί σε βεντέτα στον Μυλοπόταμο, τέλη του 17ου αιώνα.

ΠΑΝΤΩΣ, τον Λι Φέρμορ στο βιβλίο τον απομυθοποιεί.

«Δεν παύει να είναι ένας γοητευτικός άνθρωπος. Εγώ όταν απομυθοποιώ, μυθοποιώ ξανά, με άλλον τρόπο».

ΚΑΙ ΑΠΟ τον Ανδρεαδάκη, πάμε στον Κώστα Μητσοτάκη.

«Λίγο πριν τον θάνατό του, στέλνει μια επιστολή στους απανταχού Ανδρεαδάκηδες και λέει ότι και του ίδιου το πραγματικό επώνυμο είναι Ανδρεαδάκης. Αλλά δεν έχουμε καμία συγγένεια. Προφανώς και λόγω ύψους…».

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Στο βιβλίο του γράφει πως η σχέση τους δεν ήταν αδελφική, δεν ήταν φιλική. Εν τέλει τι ήταν; Σχέση αλληλοσυμπλήρωσης;

«Είχαμε μια διαφορά 26 χρόνια, αλλά λόγω του χαρακτήρα του Μίκη είχαμε μια σχέση περίπου σαν των συμμαθητών. Για μένα ο Μίκης ήταν περίπου ένα πρόσωπο-πεπρωμένο. Τον γνώρισα στις μέρες της λεγόμενης Αποστασίας, έκανε την πιο συγκλονιστική του συναυλία, στο γήπεδο του Εργοτέλη, κάτω από τον λόφο με τον τάφο του Καζαντζάκη, κι ο κόσμος φώναζε, Νίκο- σήκω να τον δεις». Παρών ο Μαμαγκάκης, παρών ο Γκούφας, και ο Θεοδωράκης «μεταξύ σοβαρού και αστείου», του λέει «έχουμε 300 λέσχες των Λαμπράκηδων, θα κάνεις την 301 λέσχη».

ΚΩΣΤΑΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: Πώς τον αποτιμά ως προσωπικότητα;

«Εχω σκηνές στο βιβλίο εκπληκτικές».

ΝΑΙ, ΑΛΛΑ δεν φαίνεται η άποψή του για εκείνον.

«Ηταν ο πιο έξυπνος πολιτικός της εποχής του, στη δεκαετία του ’50. Αλλά είχε φθαρεί στις ίντριγκες ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του μεταβενιζελικού κέντρου. Τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον συγγενή του. Σπατάλησε πολιτικό κεφάλαιο στις ίντριγκες αυτές. Ενώ αυτός και ο Πάνος Κόκκας, ο εκδότης της «Ελευθερίας», έσωσαν πολιτικά τον Γ. Παπανδρέου, διότι με τον Ηλία Τσιριμώκο πήραν την πρωτοβουλία να τον ορίσουν αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, μετά την περιπέτεια του ’58, όπου έστησε παγίδα στην ΕΔΑ και έπεσε μέσα. Επαιξε ρόλο, μάλιστα, ώστε να πειστεί ο Ανδρέας Παπανδρέου να μπει στην πολιτική, διότι ο Ανδρέας αρνούνταν, το’ 64. Αλλά όταν ο Ανδρέας κατέβηκε και άρχισε την πορεία στον λαό, ο Μητσοτάκης τρόμαξε, καθώς είδε ότι ο Ανδρέας ήταν η νέα μορφή της πολιτικής. Εκεί, έκανε το μοιραίο σφάλμα, της 15ης Ιουλίου του 1965. Εκείνη ήταν η ιδρυτική πράξη του ΠΑΣΟΚ. Η ίδρυση μιας νέας κεντροαριστεράς προκύπτει μέσα από την περιπέτεια της αποστασίας. Ηταν μια αντιφατική προσωπικότητα, αλλά είχε και εκπληκτική αντοχή διότι διέβη την έρημο και κατόρθωσε να επιστρέψει, να γίνει πρωθυπουργός και να ιδρύσει και δυναστεία».

ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΣ δικτατορία. Ο ίδιος γράφει ότι τα χρόνια αυτά, μέσα στην καταδυνάστευση, βίωσε μια αίσθηση απελευθέρωσης.

«Ενιωθα μια έξαρση, μια αίσθηση νοήματος και πληρότητας, παρά την καταπίεση. Τώρα, και όχι μόνο επειδή έχω  παραμεγαλώσει, νιώθω κάπως εγκλωβισμένος και σε κάθε προσπάθεια να φύγω από τη φυλακή μου, οι τοίχοι της φυλακής μου μετατοπίζονται και νιώθω και πάλι φυλακισμένος. Είναι υπαρξιακό αυτό, μην το μεταφράσετε πολιτικά. Στη δικτατορία, υπήρχε η έμπνευση. Ποτέ άλλοτε δεν τραγούδησα και δεν ξαναγλέντησα όπως τα χρόνια εκείνα».

ΠΕΦΤΕΙ η χούντα και ο Θεοδωράκης υποτίθεται ότι είπε της φράση Καραμανλής ή Τανκς. Δεν ήταν δική του. Την  εννοούσε όμως;

Γελάει και εξηγεί ότι πρόκειται περί σχήματος. Μάλιστα ήταν μπροστά: Αεροδρόμιο, Μίκης, δημοσιογράφοι, ακατάσχετες   δηλώσεις. Μια δημοσιογράφος πήγε στον διευθυντή της, τον Τάκη Λαμπρία, πήγε με ένα μπλοκάκι γεμάτο από δηλώσεις του Μίκη. «Ο Λαμπρίας τότε, με ένα καταπληκτικό δημοσιογραφικό δαιμόνιο, βάζει τον τίτλο, Καραμανλής ή Τανκς. Αλλά όταν ο Μίκης είδε την απήχηση που είχε ο τίτλος, δεν αντέδρασε. Το απόλαυσε».

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ Γεωρκάντζης: Τον αποκρυπτογράφησε μέσα από τις έρευνές του;

«Μιλάμε για την απόλυτα αντιφατική προσωπικότητα, μέχρις παραλογισμού. Ναι μεν βοήθησε τον Παναγούλη ειλικρινά. Είχε μεταστροφές στη σχέση του με τη χούντα. Στο τέλος η χούντα αποφάσισε να τον εκτελέσει. Ηταν έμπιστος του Μακαρίου, αλλά συμμετείχε στην απόπειρα δολοφονίας του. Αυτή ήταν η τερατώδης πολιτική πραγματικότητα στη Κύπρο, η οποία επηρέασε και τα πολιτικά πράγματα» μας λέει, και από κοντά ενώνει την περίπτωση του Γρίβα, ο οποίος ξεκίνησε να κάνει αντιχουντικό αγώνα, και από το πολύ μίσος στον Παπαδόπουλο, κατέληξε να κάνει αντιμακαριακό αγώνα. Από κοντά και η περίπτωση του Μουστακλή, που πλήρωσε με ξύλο μέχρι παραλύσεως ότι ο Ιωαννίδης του είχε πει το σχέδιο κατά του Μακαρίου, αλλά ο Μουστακλής τον αγνόησε και ακολούθησε άλλον δρόμο.

Φταίνε οι διαχειριστές της μνήμης και όχι το Πολυτεχνείο

ΚΥΠΡΟΣ-Χούντα- Πολυτεχνείο. Πόση βάση έχουν οι συνωμοσιολογίες, σύμφωνα με την οποία ο Παπαδόπουλος φαγώθηκε από τους Αμερικάνους, με εργαλείο την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μέσω Ιωαννίδη;

Κατ’ αρχάς, συμμερίζεται ότι ο Παπαδόπουλος είχε εναντιωθεί στις ΗΠΑ. «Ανοησία. Επί Παπαδόπουλου ολοκληρώθηκαν όλες οι Βάσεις. Ο,τι ήθελαν οι Αμερικάνοι έκαναν. Αυτοί του είχαν συστήσει κάποια φιλελευθεροποίηση. Βέβαια οι Αμερικάνοι ήθελαν να τελειώνουν με τον Μακάριο και το Κυπριακό. Σ’ αυτό συμφωνούσε και ο Παπαδόπουλος, και ο Ιωαννίδης. Ο Ιωαννίδης είχε αρχίσει τις συσκέψεις με τους λοχαγούς περί ανατροπής του Παπαδόπουλο από τον Μάρτιο. Οταν απέτυχε το πείραμα φιλελευθεροποίησης με τον Μαρκεζίνη, το ενεργοποίησε. Το Πολυτεχνείο απλώς μετέφερε το σχέδιο δύο εβδομάδες μετά. Ο Μαρκεζίνης τα ήξερε και τα είχε πει στον Παπαδόπουλο».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ, κοινωνία και κβαντική φυσική. Ο Μίμης Ανδρουλάκης ομολογεί στον βιβλίο ότι υπάρχει στη φύση χαώδης πολυπλοκότητα, όπως και στην κοινωνία, έτσι που ο κόσμος και η ιστορία πορεύονται αστάθμητα. Αραγε οι εξελίξεις δεν προβλέπονται;

«Και τον Μαρξ τον διάβασα υπό το πρίσμα της διαχείρισης της αβεβαιότητας, όχι γραμμικά. Στα πράγματα υπάρχει υψηλός  βαθμός απροσδιοριστίας. Εγώ χρησιμοποιώ τα τρία πιθανά σενάρια, με τα οποία προβλέπεις το 95% των εξελίξεων. Υπάρχει ένα 5% απροσδόκητο που σε τρομάζει, για το οποίο πρέπει να είσαι έτοιμος. Μικρά συμβάντα με δυσανάλογα μεγάλες συνέπειες και ανατροπές. Το ίδιο και με το Πολυτεχνείο. Τίποτα δεν είναι σχεδιασμένο, τίποτα δεν είναι προγραμματισμένο, αλλά και τίποτα δεν είναι εντελώς τυχαίο. Υπάρχει συμπιεσμένη ενέργεια που κάτω από ορισμένες συνθήκες, μέσα από μια αλληλοδιαδοχή γεγονότων, δημιουργεί μια αλυσιδωτή αντίδραση, που δημιούργησε το Πολυτεχνείο. Το οποίο είχε ως καθοριστικό γεγονός τη μαζική κάθοδο του λαού της Αθήνας. Ας μην έχουν κόμπλεξ τα κόμματα ότι τους ξεπέρασαν τα γεγονότα. Το Πολυτεχνείο ξεπέρασε τους πάντες και τα πάντα. Ετσι συμβαίνει συχνά στην ιστορία. Οι εξεγέρσεις δεν αποφασίζονται από μια επιτροπή, την τάδε μέρα και ώρα…

ΕΧΕΙ ένα θαυμάσιο κεφάλαιο όπου απαντά σε θρύλους και προκαταλήψεις για το Πολυτεχνείο. Σε ένα σημείο μιλά για την ενοχοποίηση του Πολυτεχνείου για τα φαινόμενα επαναλαμβανόμενης απείθειας στην παιδεία. Προφανώς δεν φταίει το Πολυτεχνείο γι’ αυτά, αλλά μήπως η εξέγερση εκείνη στοίχειωσε τις επόμενες γενιές;

«Δεν φταίει το Πολυτεχνείο. Υπάρχουν κόμματα, νεολαίες, που έπρεπε να αντιδράσουν. Το Πολυτεχνείο είναι ένα πρότυπο. Μέσα σε αυτή τη μαζική εξέγερση, δεν είχε σπάσει ούτε ένα τζάμι. Υπήρχε κοινή συνείδηση ακόμα και ακραίων αριστερών ότι ο εξοπλισμός του Πολυτεχνείου ήταν περιουσία του ελληνικού λαού. Το ίδιο και με τις σχέσεις μας με τους καθηγητές. Σεβόμαστε βαθύτατα τον δημοκρατικό ακαδημαϊκό κόσμο και συνεργαστήκαμε στενά μαζί του. Το Πολυτεχνείο μάλιστα ίσως να μη γινόταν εάν η Σύγκλητος δεν απειλούσε με ομαδική παραίτηση σε περίπτωση εισβολής της Αστυνομίας Αθηνών την Τετάρτη το πρωί. Δεν είχαμε αλήτικη λούμπεν επαναστατικότητα. Δεν έπρεπε να το επιτρέψουμε αυτό στη Μεταπολίτευση. Φταίνε οι διαχειριστές της μνήμης του Πολυτεχνείου. Πολύ σωστά είπατε όμως ότι υπάρχει και το στοίχειωμα. Υπάρχει το στοιχείο του ετεροπροσδιορισμού στην  ιστορία. Τότε κι εμείς τραγουδούσαμε κλέφτικα τραγούδια και Πότε Θα Κάνει Ξαστεριά».

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ κεφάλαια: Μας θυμίζει τον ήρωα του «Πόλεμος και Ειρήνη», που στοχάζεται έχοντας πίσω του το πεδίο της μάχης, με νεκρούς και ζωντανούς.

«Είναι ακριβώς αυτό το αίσθημα. Με συγκινείτε που το εντοπίσατε».

ΚΑΤΕΚΤΗΣΕ την ηρεμία και τη γαλήνη;

«Με τον χρόνο, ναι. Αλλά τη βραδιά που ορκίζεται ο Καραμανλής, ο κόσμος είναι στους δρόμους. Πανηγυρίζω κι εγώ. Αλλά όπως γυρίζω σπίτι μου τα ξημερώματα, με καταλαμβάνει μια αγωνία. Η αγωνία της ελευθερίας. Η ελευθερία των επιλογών. Ολα τα ερωτήματα που η χούντα είχε θάψει βγήκαν στην επιφάνεια. Το πρώτο ξημέρωμα της Δημοκρατίας με βρήκε με μια ομίχλη, τη σκέψη του συγκεχυμένου μέλλοντος».

ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ μιλάει για την αναζήτηση του Γκοντό, ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων το έργο του Πίντερ. Ηρθε ποτέ αυτός;

«Η αναμονή είναι μέσα στα ανθρώπινα, έχει και θρησκευτική ρίζα. Ζούμε περιμένοντας. Περιμένουμε κάτι, άρα ζούμε. Με τον χρόνο έγινα πιο ρεαλιστής. Βασίζομαι στην κίνηση. Τη ρεαλιστική κίνηση που υπερβαίνει την τάξη των πραγμάτων. Εγινα πιο μεταρρυθμιστής, χωρίς τον μύθο της σωτηρίας. Δεν περιμένω σωτήρα, κι αυτό επιβεβαιώθηκε στη Μεταπολίτευση».