Γιατί αγαπάμε τους «κακούς» του σινεμά;
Ο Ανέστης Βλάχος ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς, ένας από τους πιο γνωστούς «κακούς» του ελληνικού κινηματογράφου, που άφησε ιστορία με τις ερμηνείες του.
Σε ηλικία 87 ετών έφυγε από τη ζωή, ο πιο γνωστός και αγαπητός κακός του ελληνικού κινηματογράφου Ανέστης Βλάχος, με την είδηση του θανάτου του να προκαλεί θλίψη στον καλλιτεχνικό και όχι μόνο κόσμο. Την είδηση έκανε γνωστή μέσω facebook ο γιος του.
Ο Ανέστης Βλάχος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1934 στην Προσοτσάνη Δράμας, σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου – Θεάτρου Σταυράκου, ενώ καθιερώθηκε με την ταινία του Κώστα Μανουσάκη «Ο φόβος» κι από εκεί και πέρα ερμήνευε πάντα δεύτερους ρόλους ενσαρκώνοντας συνήθως τον τύπο του «σκληρού» – «κακού».
Ο Βλάχος ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς, ένας από τους πιο γνωστούς «κακούς» του ελληνικού κινηματογράφου, που άφησε ιστορία με τις ερμηνείες του. Γιατί όμως αγαπάμε τόσο πολύ τους κακούς της μεγάλης οθόνης; «Αφενός γιατί είναι πολύ καλοί ηθοποιοί και αφετέρου επειδή είναι πολύ καλοί άνθρωποι, καθώς είναι διαφορετικοί στην οθόνη και διαφορετικοί στην καθημερινή τους ζωή» μας λέει η πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πάτρας Ελένη Δάσσιου όταν της κάνουμε την ερώτηση και συνεχίζει: «Οι λεγόμενοι “κακοί” είναι μια ειδική κατηγορία στον κινηματογράφο και συνήθως είναι πολύ καλοί ηθοποιοί. Ο κινηματογράφος έχει τη δύναμη να σε πείθει για αυτά που βλέπεις, ότι πραγματικά συμβαίνουν, αν και κατά βάθος γνωρίζεις ότι πρόκειται για μια ιστορία που κάποιος την έγραψε για να την αφηγηθεί με εικόνες. Αν δεν σε πείθει είναι κακός κινηματογράφος. Το ίδιο ισχύει και για τους ηθοποιούς».
Συνεχίζοντας η κ. Δάσσιου τονίζει: «Αυτοί οι άνθρωποι, εκπληκτικοί ως κακοί, έχουν το προνόμιο να σε πείθουν ότι αυτό που βλέπεις είναι η αλήθεια. Εκτός από τον Ανέστη Βλάχο, ένας άλλος καταπληκτικός κακός ήταν ο Αρτέμης Μάτσας, ενώ όσον αφορά στον ξένο κινηματογράφο ξεχωρίζω τον Χάρβεϊ Καϊτέλ που έχει παίξει ανάλογους ρόλους αλλά και τον Μπρούνο Γκανζ που ερμήνευσε τον Χίτλερ. Ολοι τους είναι σπουδαίοι ηθοποιοί».
Μάλιστα, η Ελένη Δάσσιου αναφέρει και μια αγαπημένη ηθοποιό που έχει μείνει στην συνείδηση όλων ως «κακιά», και πρόκειται για την Γκλεν Κλόουζ, που ερμήνευσε την Κρουέλα στα «100 σκυλιά της Δαλματίας» αλλά και την Αλεξ Φόρεστ στην «Ολέθρια Σχέση». «Είναι όλοι τους σπουδαίοι ηθοποιοί, που βγάζουν μία κακία πειστική στη μεγάλη οθόνη. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο γιατί πιο εύκολα αποδεχόμαστε το καλό παρά το κακό. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται επιπλέον ταλέντο».
«Ηταν πολύ καλοί ηθοποιοί και ήταν πολύ καλοσυνάτη η φάτσα τους». Αυτή είναι η απάντηση που μας δίνει ο Βασίλης Λαδάς, λογοτέχνης και από τα ιδρυτικά μέλη της Κινηματογραφικής Λέσχης Πάτρας, όταν του κάνουμε την ίδια ερώτηση και μας υπενθυμίζει πως ο Ανέστης Βλάχος, εκτός από γνωστός «κακός», είχε παίξει και σε ταινίες γνωστών σκηνοθετών όπως οι Κούνδουρος και Κακογιάννης. «Ηταν ένας πολύ καλός ηθοποιός και οι άνθρωποι τον αγαπούσαν ως ηθοποιό. Γνώριζαν πως αν λέγανε κάτι κακό γι’ αυτόν, ήταν για τον χαρακτήρα που ερμήνευε και όχι για τον πραγματικό του εαυτό».
Ομως, ο Βασίλης Λαδάς, ως λογοτέχνης, μας δίνει και μια άλλη εξήγηση γιατί ως θεατές, αλλά και ως αναγνώστες αγαπάμε τόσο πολύ τους κακούς των έργων και των μυθιστορημάτων. «Στις μεγάλες ταινίες και τα καλά λογοτεχνικά έργα, πάντα οι κακοί είχαν ελαφρυντικά. Δεν γεννήθηκαν κακοί. Ας μην ξεχνάμε πως οι λεγόμενοι “κακοί” του σινεμά δεν εκπροσωπούν τη μεταφυσική κακία, όπως την ορίζει η θρησκεία. Πάντα υπάρχουν κοινωνικά αίτια» επισημαίνει ενώ φέρνει στο μυαλό του και άλλους δύο θρυλικούς κακούς, τόσο τον Αρτέμη Μάτσα, όσο και τον Δήμο Σταρένιο, «που έκανε τον αστό κακό, τον δολοπλόκο».
Καταλήγοντας, ο Βασίλης Λαδάς επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Εμείς, ως θεατές ή αναγνώστες, ταυτιζόμαστε με το ανθρώπινο κακό, το οποίο έχει και δικαιολογίες και αίτια. Στην τέχνη, τη μεγάλη τέχνη, ο Ρασκόλνικοφ δεν είναι κακός. Μιλάμε για καλούς ηθοποιούς και στην τέχνη το κακό πάντα έχει αιτία».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News