Κάποιο μινόρε της Αυγής

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Το κλείσιμο μιας εφημερίδας είναι μια στενόχωρη είδηση. Αλλά ποιους στενοχωρεί; Αν η κοινωνία θέλει τις εφημερίδες ανοιχτές, υπάρχει τρόπος να το πετύχει, αλλά εδώ και πολύ καιρό δεν τον δοκιμάζει: Αγοράζοντάς τις. Και μούτρα να της κρατήσεις που το αποφεύγει, δεν θα σε βοηθήσουν και πολύ.

Η «Αυγή» όπως και άλλες εφημερίδες που υποχρεώθηκαν σε αναστολή έκδοσης, δεν είχαν ανάγκη από κανέναν Κασσελάκη να διασφαλίζει την παράταση της έκδοσής τους, εάν τα μέλη, οι φίλοι, μακάρι και οι ψηφοφόροι του κόμματος το οποίο υπηρετούσε με τη συνέπεια των παραταξιακών οργάνων, περνούσαν μια στο τόσο από το περίπτερο. Αλλά αυτό δεν το έκαναν, για πολλούς λόγους. Όπως: Δεν έχουν οι εφημερίδες την πέραση που είχαν.  Όπως: Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν και μεγάλη πρεμούρα για τους ιδεολογικούς προβληματισμούς του ΣΥΡΙΖΑ και των αρθρογράφων του. Ψηφίζω ΣΥΡΙΖΑ, δεν με κάνει και ΣΥΡΙΖΑ, ούτε βέβαια συνειδητοποιημένο αριστερό. Όπως: Ένα παραταξιακό όργανο είναι γενικά ένα φτωχό φύλλο. Όπως: Η «Αυγή» κουβαλούσε την οικονομική καχεξία των ημερών του 4% και των ακόμα χειρότερων εποχών που είχαν προηγηθεί, συνεπώς είχε απαξιωθεί και δεν σωνόταν. Επρεπε να παραείσαι παραταξιακός και παραδοσιακός για να το συγχωρήσεις.

Παρ’ όλο που η κακοδαιμονία των εφημερίδων συσχετίζεται με το ορόσημο της οικονομικής κρίσης και της γενικότερης αντισυστημικής- αντιθεσμικής στροφής του κοινού, η ιστορία του ελληνικού τύπου βρίθει ενάρξεων λειτουργίας και λουκέτων από εφημερίδες, πλείστες από τις οποίες αποτέλεσαν ηχηρούς τίτλους και σφράγισαν περιόδους, αν σας λένε τίποτα περιπτώσεις όπως η Ακρόπολις, η Μεσημβρινή, η Αθηναϊκή, η Ελευθερία (των Αθηνών), ο Ελληνικός Βορράς, η Μακεδονία, και παρ’ ημίν ο ημερήσιος Νεολόγος ή η Ημέρα των Πατρών και ο Εθνικός Κήρυξ της Δευτέρας. Η ιστορία των εφημερίδων είναι ένα πολυκέφαλο αφήγημα κυκλοθυμίας. Αλλα συγκροτήματα και φύλλα γνώρισαν μέρες επιχειρηματικής δόξας και τεράστιας πολιτικής και κοινωνικής επιρροή και άλλα γνώρισαν μόνο απαξία και μιζέρια. Αλλα πέρασαν και από τα δύο στάδια.

Οι μεταπτώσεις εξηγούνται περίπου όπως η ροή της ζήτησης ή της ερήμωσης που γνωρίζει ένα ζαχαροπλαστείο. Αλλοτε οι πάστες σου γίνονται ανάρπαστες, άλλοτε τις βαριέται ο κόσμος, άλλοτε τις χαλάς εσύ, άλλοτε σε έφαγε ο νέος ανταγωνιστής, άλλοτε η νέα γενιά ιδιοκτητών είναι αντιπαθής ή επιδίδεται σε κακή διαχείριση. Η Αυγή υπέκυψε στα δικά της τραύματα και στα τραύματα της εποχής: Είχε δύο μορφών λοιμώξεις να αντιμετωπίσει.

Εγέρθηκαν αντιδράσεις για το κλείσιμο. Ο συνδικαλιστικός φορέας των δημοσιογράφων είδε ένα πλήγμα στην πολυφωνία, με την έννοια ότι οι πολλές, παράλληλες μονοφωνίες συνιστούν μια εκδοχή ποικιλίας, αν και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η εφημερίδα είχε διαχωρίσει τον εαυτό της σε μεγάλο βαθμό έναντι της νέας ηγεσίας.

Οι εργαζόμενοι, με τη σειρά τους, εκτιμούν ότι η εφημερίδα έπρεπε να διασωθεί. Αμφότεροι προφανώς θεωρούν ανεκτό να στηρίζεται ένα έντυπο στο κομματικό χρήμα, και ότι αυτή η αναχρονιστική παράδοση έπρεπε να θεωρείται διατηρητέα. Θα ήταν πράγματι πολύ εξυπηρετικό να κρατούν τις εφημερίδες ανοιχτές τα κόμματα, οι κυβερνήσεις, οι δήμοι, οι περιφέρειες, οι ποδοσφαιρικές ομάδες, ο κρατικός προϋπολογισμός, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη δημοκρατία και την ιστορία (και την επιθυμία μας να κρατάμε τη δουλειά μας).

Αλλωστε κάτι τέτοιο επιθυμεί κάθε Ελληνας, μια διασφάλιση του επαγγέλματός του κόντρα στις περιδινήσεις που επιφυλάσσουν τα ρεύματα των εποχών, οι τάσεις του κοινού και οι αμείλικτοι κανόνες της αγοράς. Το κλείσιμο των εφημερίδων είναι πάντως πιο ηχηρό από τις εφημερίδες. Πρέπει να πεθάνεις για να προσέξουν οι άλλοι ότι ζούσες. Αλλά και πάλι η προσοχή τους αυτή υπηρετεί άλλες ευαισθησίες και σκοπιμότητες. Τον πόλεμο κατά του Κασσελάκη, τις έριδες της αριστεράς, τη χαιρεκακία της δεξιάς, αυτά. Τουλάχιστον θα είναι ανοιχτή η Αυγή της Κυριακής. Τι λες τώρα.