Κιάρα Καταπάνο: «Αρχίζουν να διαβάζονται Ελληνες ποιητές στην Ιταλία»
Εβαλε τη μεταφραστική της «σφραγίδα» στις «Διαπραγματεύσεις» του συμπολίτη ποιητή-συγγραφέα Σπύρου Βρεττού, οι οποίες τιμήθηκαν με το Βραβείο Κριτικής San Domenichino -ένα από τα σημαντικότερα βραβεία στη γείτονα χώρα. Η Ιταλίδα ποιήτρια-μεταφράστρια Κιάρα Καταπάνο μιλάει για την αγάπη της για τα Ελληνικά, τις προκλήσεις της μετάφρασης, τη σημασία της βράβευσης για τον Βρεττό και την ελληνική ποίηση, ενώ δηλώνει λάτρης της ελληνικής ψυχής.
Φαντάζομαι θα σας έχουν πει ότι το επίθετό σας στα ηχεί σαν το ελληνικό επίρρημα καταπάνω;
Ναι, είχα μάθει στο Πανεπιστήμιο ότι «ο Καταπάνος» ήταν ένα αξίωμα εφόρου στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ετσι, πολύ περήφανη ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1998 (συγκεκριμένα στη Χαλκιδική) με τα λίγα Ελληνικά που ήξερα τότε, και έλεγα σε όποιον πρωτογνώριζα: «Είμαι Ελληνίδα, το επώνυμό μου είναι ελληνικό!», και οι γνωστοί μου χαμογελούσαν, χωρίς εγώ να καταλάβω το γιατί… Ενας απ’ αυτούς, μια φορά, μου το εξήγησε, ρωτώντας με: «Καταπάνω ή κατά κάτω πας;». Ετσι κατάλαβα ότι σήμερα το «καταπάνω» είναι ένα απλό επίρρημα, κι όχι η αξιοσέβαστη θέση του Βυζαντινού εφόρου. Και όλη αυτή η ιστορία μού φάνηκε πολύ αστεία.
Πότε γεννήθηκε η αγάπη σας για την ελληνική γλώσσα;
Η αγάπη αυτή γεννήθηκε στα χρόνια της φοίτησής μου στο λύκειο, όταν σπούδαζα το μάθημα αρχαίων Ελληνικών. Μετά, στη Φιλολογική Σχολή είχα την τιμή να παρακολουθήσω τα μαθήματα του πολύ γνωστού στην Ακαδημία βυζαντινολόγου Paolo Odorico, ο οποίος μου μετέδωσε το πάθος όχι μόνο για το Βυζάντιο, αλλά και για τη νεοελληνική γλώσσα. Ετσι από το Πανεπιστήμιο Τεργέστης για την πτυχιακή μου εργασία, μεταφέρθηκα στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, και μετά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Με τη μετάφραση Ελλήνων ποιητών πότε καταπιαστήκατε και τι διαπιστώνετε για την ελληνική ποίηση;
Τη μετάφραση της ποίησης την ανακάλυψα μετά από το Πανεπιστήμιο. Η ποίηση είναι κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο, διότι δεν είναι μια απλή γλώσσα επικοινωνίας: Λειτουργεί με εικόνες και ανοίγει έναν ολόκληρο άλλο κόσμο μέσα στον κόσμο μας. Η μετάφραση οπωσδήποτε μεγαλώνει τη δυσκολία. Δεν μπορείς απλά να αντικαταστήσεις τις λέξεις, αλλά πρέπει να μεταδώσεις τις «ίδιες» εικόνες. Η πρώτη μου συνάντηση με τη μετάφραση ποίησης έγινε με το βιβλίο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου «Το σπίτι» (βιβλίο που θα βγει στην Ιταλία φέτος για τον εκδοτικό οίκο Donzelli).
Αυτό που μου έκανε εντύπωση, όσον αφορά στην ελληνική ποίηση, είναι ότι ακόμα υπάρχει ένα ζωντανό ποιητικό περιβάλλον, ένας δρόμος να οδηγηθεί κάνεις μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μέσω των στοίχων και της μουσικής. Στην Ελλάδα ο ποιητής υπάρχει ακόμα ως μάρτυρας ενός κόσμου φτιαγμένου από τα υλικά που ο ποιητής δημιουργεί με τα λόγια. Η ελληνική γλώσσα είναι αυτή η πλούσια και αθάνατη ουσία με την οποία ο ποιητής φτιάχνει κυριολεκτικά τον κόσμο που οι άνθρωποι ζούνε.
Στις 3 Σεπτεμβρίου απονεμήθηκε το Βραβείο Κριτικής San Domenichino στις «Διαπραγματεύσεις» του Σπύρου Βρεττού, σε ιταλική μετάφραση δική σας με τίτλο «Trattative» (εκδ. Puntoacapo). Πείτε μας για τη σημασία που έχει η βράβευση για το εν λόγω έργο αλλά και για την ελληνική ποίηση εν γένει.
Η αναγνώριση που έλαβε το έργο του Βρεττού είναι πολύ σημαντική για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα, το Βραβείο αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια περιέργεια περί τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, πράγμα που δεν είναι καθόλου δεδομένο. Το γεγονός αυτό μας δίνει μια ζωντανή εικόνα όσον αφορά στο ενδιαφέρον για τα καινούργια στοιχεία που η ελληνική ποίηση προσφέρει στη λογοτεχνική παράδοσή μας. Δεύτερον, εν τέλει Ελληνες ποιητές αρχίζουν να διαβάζονται στην Ιταλία. Σε εμάς παραμένουν γνωστοί αυτοί που μπορούμε να χαρακτηρίζουμε ως στυλοβάτες της ποιητικής παράδοσής σας: Ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Ρίτσος. Ο Ελύτης δεν είναι πολύ γνωστός στην Ιταλία, παρόλο που βραβεύτηκε με το Nobel.
Εχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας, όμως κάτι σιγά-σιγά αλλάζει. Οσοι αγαπούν την ποίηση, ψάχνουν γι’ αυτό το άγνωστο στοιχείο, το κάτι που ακόμα δεν βρήκαν, αλλά που το χρειάζονται.
Ιδιαίτερα για τον Βρεττό, το Βραβείο αυτό απέδειξε όχι μόνο την αξία του έργου του, αλλά και ο ίδιος έγινε πρόδρομος αυτής της σημαντικής αλλαγής: Του ανοίγματος δρόμου για τη γνώση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης στη χώρα μου.
Πώς έγινε η επιλογή της μετάφρασης του έργου;
Ο Σπύρος Λ. Βρεττός μού έστειλε όλες τις συλλογές του. Μαζί διαλέξαμε την τελευταία, αφού μας φάνηκε η καλύτερη επιλογή για τους Ιταλούς αναγνώστες. Βλέπετε, η δυσκολία που συναντά ο μεταφραστής ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης, είναι να φτάνει στην καρδιά του ξένου αναγνώστη: Η κουλτούρα σας, ο τρόπος ζωής, μέχρι και η ιστορία σας δεν είναι γνωστά πράγματα στο εξωτερικό. Ετσι συχνά οι αναγνώστες δεν μπορούν να μπουν εύκολα μέσα στην ευαισθησία του ελληνικού πνεύματος.
Ενόσω μεταφράζατε τη συλλογή, ποια στοιχεία της σας είλκυσαν;
Προσωπικά βρίσκω στην ποίηση του Βρεττού τη διαστρωμάτωση της γλώσσας από τα αρχαία έως τα νέα Ελληνικά με όλους τους χρωματισμούς της: Οταν ο Βρεττός χρησιμοποιεί μια λέξη, το κάνει δίνοντάς της όλη τη μεγάλη δύναμη της ελληνικής γλώσσας. Να το πω έτσι: Στην ποίησή του ρέει η λέμφος όλων των εποχών, η οποία φτάνει μέχρι το πιο τρυφερό και νεόβλαστο φύλλο.
Ποιες οι προκλήσεις κατά τη μετάφραση των «Διαπραγματεύσεων» και τι σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Η μεγάλη πρόκληση για μένα είναι πάντα να καταφέρνω να είμαι όσο το δυνατόν διακριτική σαν μεταφράστρια. Ο μεταφραστής πρέπει να μεταδώσει όσο περισσότερο μπορεί τη γεύση, τη μυρωδιά, την αφή των εικόνων που έχει μπροστά του. Στη μετάφραση παλεύεις πάντα, μερικές φορές μοιάζει μεγάλη μάχη. Μπορείς να πεις ότι βγαίνεις νικητής όταν εσύ, στο τέλος, «λιώνεις μεσ’ τα λόγια».
Στις «Διαπραγματεύσεις» έπρεπε να είμαι ακόμα πιο προσεκτική, διότι εδώ ο ρυθμός στους στίχους αλλάζει συνέχεια. Οταν ήμουνα ικανοποιημένη για το αποτέλεσμα, έπρεπε να ξανασκεφτώ πώς να εκφραστώ στα Ιταλικά, να διαλέξω τον ρυθμό μου, μένοντας ταυτόχρονα πιστή στον ελληνικό στίχο.
Tι σας γοητεύει στη μετάφραση εν γένει και πώς θα χαρακτηρίζατε την άρτια μετάφραση ποιητικής σύνθεσης;
Η μετάφραση είναι μια πραγματική δημιουργία. Εσύ γίνεσαι δημιουργός, αλλά δεν νιώθεις ποτέ μόνος σου, αφού υπάρχει ένας ενδόμυχος διάλογος με τον πραγματικό δημιουργό, τον ποιητή δηλαδή.
Οσον αφορά το δεύτερο μέρος της ερώτησης, νομίζω πως απάντησα ήδη πιο επάνω: ο μεταφραστής πρέπει να «εξαφανιστεί». Ολο αυτό που έκανε επιστρέφει πάλι στην πηγή. Αυτό που πρέπει να μένει είναι η ποίηση, και μόνο η ποίηση.
Ούσα ποιήτρια η ίδια, τι μπορεί να λειτουργήσει ως «πηγή» έμπνευσης;
Εχω προσέξει ότι οι στίχοι έρχονται χωρίς εγώ να τους ψάχνω. Μπορεί κάτι να τραβάει την προσοχή μου, είτε γεγονός είτε μια απλή εικόνα της φύσεως. Μπορώ να το μελετήσω αυτό το γεγονός, ή να χαθώ μέσα σ’ εκείνη την εικόνα, και να μην γίνει τίποτα. Μετά, εντελώς τυχαία, τα λόγια βρίσκουν ανεξάρτητα τον δικό τους δρόμο. Και όταν γίνεται όλο αυτό, απλά ακολουθώ τον συνειρμό και γράφω.
Αυτές τις ημέρες βρίσκεστε στην Ελλάδα. Ποιες ομοιότητες/διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στη χώρα σας και τη δική μας και ποιες, αντίστοιχα, στους πολίτες τους;
Πρέπει να σας πω ότι από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα, «βρήκα σπίτι». Μου είναι ευκολότερο να καταλάβω τον κόσμο στην Ελλάδα πάρα τον κόσμο στην Ιταλία. Ισχύει αυτό που λένε, ότι οι Ελληνες και οι Ιταλοί έχουν κάποιες ομοιότητες («ούνα ράτσα ούνα φάτσα»), όμως και οι διάφορες είναι μεγάλες. Στην Ελλάδα υπάρχει μια αμεσότητα που δύσκολα θα βρει κανείς στη χώρα μου. Στην Ελλάδα η ψυχή κρύβεται κάτω απ’ τον ήλιο. Βέβαια, ο ήλιος της Ελλάδος λάμπει τόσο, που μερικές φορές σε τυφλώνει, όμως όταν τον συνηθίσεις σίγουρα βλέπεις καλύτερα και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News