Να θέσουμε τέλος σε αδιοίκητα καθεστώτα του ΕΣΥ

Ο ρόλος και η τεράστια σημασία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, η υγειονομική θωράκιση μιας χώρας, αναδεικνύεται σήμερα στο μέγιστο βαθμό κάτω από τις πολεμικές συνθήκες της πανδημίας, όπως και η αμυντική θωράκιση μιας χώρας σε αντίστοιχες συνθήκες.
Ένα σύγχρονο Σύστημα Υγείας που ενσωματώνει συνεχώς όλες τις εξελίξεις της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, όλες τις οργανωτικές και διοικητικές πρακτικές, αξιοποιώντας στο μέγιστο βαθμό τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό του, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του Κοινωνικού Κράτους, στοιχείο κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Όταν και όπου αυτά παραμελήθηκαν, είτε από τις επιρροές του εκφυλισμένου κρατισμού, είτε των άκριτων δήθεν φιλελεύθερων πρακτικών, ιδιαίτερα σήμερα το κόστος για τις κοινωνίες αυτές αποδείχτηκε βαρύ.
Οι αλλεπάλληλες προσπάθειες και πειραματισμοί πολλών ετών για την αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών του ΕΣΥ, εκτός από τις όποιες θετικές συνεισφορές τους, έχουν αφήσει και παγιωμένους αναχρονισμούς. Ιδιαίτερα στον τομέα της αποτελεσματικής διοίκησης του ΕΣΥ, στην περίπτωση της Υγειονομικής Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος, οι επιπτώσεις της είναι εξαιρετικά σοβαρές, υπονομεύοντας την αξιοποίηση δυνατοτήτων, πόρων και ανθρώπινου δυναμικού του ΕΣΥ.
Χωρίς να κινδυνεύει πάντα να χαθεί κανείς στην απεραντοσύνη των θεμάτων του τομέα της Υγείας, ορισμένες κρίσιμες παρεμβάσεις θεωρούμε πως θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά σε περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίας υγείας στην Περιφέρεια. Με το πρόσχημα εξοικονόμησης πόρων το 2007 (Ν3527) το Υπουργείο Υγείας προχώρησε σε συγχώνευση των Υγειονομικών Περιφερειών, όπως αυτές είχαν καθοριστεί στα αντίστοιχα όρια των Διοικητικών Περιφερειών, με τον Ν2889, που καθιέρωσε για πρώτη φορά στη χώρα τα Περιφερειακά Συστήματα Υγείας. Έτσι, οι 4 Υγειονομικές Περιφέρειες Δυτικής Ελλάδος, Πελοποννήσου, Ηπείρου και Ιονίων νήσων, συγχωνεύτηκαν σε μία και αποτέλεσαν την έκτη Υγειονομική Περιφέρεια, ενώ σε άλλες περιοχές της χώρας συγχωνεύτηκαν δυο σε μία ή παρέμειναν ως έχει, στην περίπτωση της Κρήτης. Έτσι έχουμε από τότε 13 Διοικητικές Περιφέρειες και 7 Υγειονομικές.
Η απόφαση αυτή προφανώς αγνοεί πλήρως το ρόλο και τη λειτουργία της Υγειονομικής Περιφέρειας, σε σχέση με τη Διοικητική. Η Διοικητική Περιφέρεια που αποτελεί την αποκεντρωμένη Δημόσια Διοίκηση του κράτους, διεκπεραιώνει τις διοικητικού χαρακτήρα υπηρεσίες Δημόσιας διοίκησης. Αντίθετα οι Υγειονομικές Περιφέρειες, με όλες τις μονάδες υγείας τους, αποτελούν ένα ολοκληρωμένο παραγωγικό σύστημα παραγωγής υπηρεσιών υγείας, που λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση, για να καλύψει ανάγκες απρόβλεπτες, ακανόνιστες, ασυνεχείς που συνδέονται με την ανθρώπινη ζωή. Αυτές για να παραχθούν κάθε ώρα και στιγμή, χρειάζεται να συνδυαστούν: Ανθρώπινο δυναμικό πλήθους ειδικοτήτων, από χαμηλής εξειδίκευσης μέχρι υψηλότατου επιστημονικού επιπέδου, εξοπλισμός και υλικά, από απλά μέχρι αυτά που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία, συνεχώς εξελισσόμενη. Οι υπηρεσίες υγείας θα πρέπει να παρασσχεθούν ακριβώς και μόνο τη στιγμή που εμφανίζεται η ανάγκη. Διαφορετικά, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις η καθυστέρηση να κοστίσει ανθρώπινες ζωές. Αντίθετα, καθυστερήσεις στις Δημόσιες υπηρεσίες μπορεί να μην έχουν έως καμία επίπτωση. Η διαφορά στο βαθμό επιτακτικότητας είναι τεράστια.
Στη Δυτική Ελλάδα έχουμε το κραυγαλέο παράδοξο, τετραπλάσιες Διοικητικές Περιφέρειες από τις Υγειονομικές με πολλαπλάσιο προσωπικό στις τελευταίες και πολλαπλάσια έκταση. Μια Υγειονομική Περιφέρεια με 70 Κέντρα Υγείας και πάνω από 30 Νοσοκομεία, όπου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματική υγειονομική διοίκηση, ήταν επόμενο να εκπέσει του ρόλου της σε μια τυπική Δημόσια υπηρεσία διεκπεραίωσης. Το Νομικό αυτό Πρόσωπο μονοπρόσωπης διοίκησης της τεράστιας Περιφέρειας δεν έχει Διοικητικό Συμβούλιο, κατά παράδοξο τρόπο, όπως έχουν οι αποκεντρωμένες μονάδες της. Για τις διεκπεραιοτικές της διαδικασίες χρησιμοποιεί 150 άτομα προσωπικό, μιμούμενη τον υδροκεφαλισμό των Ελληνικών Υπουργείων.
Σε μια επιτελική υπηρεσία διοίκησης χωρίς όραμα, στόχους και ελέγχους αποτελεσμάτων πολιτικών υγείας, άξια στελέχη με μακροχρόνια πλέον εμπειρία και γνώση χαραμίζονται και σπαταλώνται, χωρίς την ικανοποίηση της προσφοράς και στράτευσης στο Σύστημα Υγείας της περιοχής τους. Σ’ αυτούς θα έπρεπε ανάλογα με τις ανάγκες να προστίθενται μόνον στελέχη με εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις. Με την απολύτως απαραίτητη διάσπαση της Περιφέρειας και την επαναλειτουργία της Ηπείρου και Πελοποννήσου – ενώ αυτή των Ιονίων Νήσων μπορεί να κατανεμηθεί στη Δυτική Ελλάδα και Ήπειρο – τουλάχιστον το μισό προσωπικό θα έπρεπε να στελεχώσει τις έδρες τους σε Ιωάννινα και Τρίπολη.
Οι παραπάνω οργανωτικοί και διοικητικοί αναχρονισμοί, συμπίπτουν με τους αναχρονισμούς που αφορούν τη μορφή των Διοικητικών Συμβουλίων στα Νοσοκομεία και την επιλογή Διοικητών. Υπακούουν όλα αυτά σε κομματικές και συνδικαλιστικές λογικές, γι’ αυτό βολεύουν και έχουν επικρατήσει διαχρονικά.
Χρειαζόμαστε Συμβούλια Διοίκησης των Νοσοκομείων που εκτός από τον Διοικητή, αποτελούνται από τους προϊστάμενους-διευθυντές Ιατρικής, Νοσηλευτικής και Διοικητικής Υπηρεσίας. Αυτοί γνωρίζουν τα προβλήματα του Νοσοκομείου όσο κανένας, αυτοί μπορούν να βρουν τις λύσεις με το κύρος, την εμπειρία και τη γνώση που διαθέτουν. Μόνο αυτοί μπορούν να δώσουν αποτελεσματική, ευέλικτη, υπεύθυνη διοίκηση στο Νοσοκομείο και όχι οι διάφοροι εκπρόσωποι φορέων εντός και εκτός Νοσοκομείου, συνδικαλιστικού ή κομματικού χαρακτήρα.
Πρέπει να πάψουν τα νοσοκομεία να είναι λάφυρα του κομματικού κράτους. Είναι αυτονόητο πως ο ρόλος και η σημασία του Διοικητή είναι εξαιρετικά κρίσιμος. Απορεί κανείς σήμερα, όταν για πάνω από επτά μήνες το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας, η ναυαρχίδα του Συστήματος Υγείας της Δυτικής Ελλάδος, δεν έχει Διοικητή όπως έστω και τυπικά είχε πριν το καλοκαίρι. Δείγμα και αυτό του αδιοίκητου καθεστώτος με το οποίο έχουμε συμβιβαστεί και χαρακτηρίζει την περιοχή μας. Η επιλογή Διοικητών, λόγω της σημασίας της, πρέπει να γίνει από Επιτροπή Αξιολόγησης Ανωτάτων Στελεχών Υγείας υψηλού κύρους, που θα προκύπτει από τη σύνθεσή της. Μόνο από τον κατάλογο των επιλογών της θα διορίζει ο Υπουργός.
Υπάρχει μια τεράστια δεξαμενή ικανών στελεχών στη χώρα, με προσόντα ιδιαίτερα σε επιστήμες Διοίκησης και Οικονομικών της υγείας και όχι μόνο, που μπορούν να διοικήσουν τα Νοσοκομεία της χώρας. Είναι πολύ εύκολο να τους βρούμε αν θέλουμε. Με ΝΠΔΔ το σύνολο της Υγειονομικής Περιφέρειας διασφαλίζεται ο δημόσιος χαρακτήρας, ενώ με ΝΠΙΔ τα Νοσοκομεία της διασφαλίζεται η εισαγωγή σύγχρονων πρακτικών διοίκησης και ευέλικτων επιλογών, που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα των μονάδων υγείας. Με βασικές αλλαγές σαν αυτές, ανοίγει ο δρόμος αποτελεσματικής εφαρμογής πλήθους άλλων πολιτικών όπως: Στο σύστημα προμηθειών, την οικονομικής διαχείριση, την πρωτοβάθμια φροντίδα, την επιδημιολογική επιτήρηση, την αξιοποίηση Κοινοτικών πόρων όπως τα διαθέσιμα 2,7 δις. του ESM και προσφορών του ιδιωτικού τομέα. Κυρίως όμως πολιτικές για τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, των λειτουργών της υγείας που είναι η καρδιά του Συστήματος.
Με σύγχρονα συστήματα αξιολόγησης και αμοιβών, μπορούμε να ανακόψουμε τη φυγή προς τον ιδιωτικό τομέα και το εξωτερικό άξιων επιστημόνων μας, δημιουργώντας προϋποθέσεις επιστροφής όσων νοσταλγούν όπως κι εμείς την επιστροφή τους στη χώρα, όταν τους βλέπουμε στα τηλεοπτικά παράθυρα λόγω της πανδημίας. Όλα αυτά είναι εφικτά και εφαρμόσιμα. Δοκιμάστηκαν στο παρελθόν με ορατά και συγκεκριμένα αποτελέσματα. Χρειάζεται να απαλλαγούμε από εθισμούς και πρακτικές διαχειριστικής ανεπάρκειας, χαμηλών έως ανύπαρκτων προσδοκιών, από συγκρίσεις με το περιβάλλον διακυβέρνησης της αντιμνημονιακής απάτης του αριστερού λαϊκισμού. Δεν συγκρινόμαστε με αυτό, αλλά μ’ αυτό που μας πρέπει, μας αξίζει, που μπορούμε και είναι πολύ, μα πολύ καλύτερο από το σήμερα.

* Ο Σωτήρης Θεοδωρόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς. Ηταν ο πρώτος διοικητής της Υγειονομικής Περιφέρειας, Δυτικής Ελλάδας.
*Από την Έντυπη ‘Εκδοση.