Ντίνα Πεταλά: Η Μίσκο ήταν μια οικογένεια

Συναντήσαμε την κα. Πεταλά, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου του Θανάση Κάππου «90+4 χρόνια μακαρόνια Misko: μια σχέση εμπιστοσύνης» και της ζητήσαμε να μοιραστεί μαζί μας αναμνήσεις και στιγμές από την εργασία της στο εργοστάσιο.

Πεταλά

Πρώτη φορά γνώρισε την Misko σε ηλικία 5 χρόνων, όταν με τους γονείς της μετακόμισε από τον Άγιο Διονύσιο στην Αγυιά. «Στα παιδικά μου μάτια μου φαινόταν ως ένα κάστρο. Ήταν ένας μεγάλος μαντρότοιχος, πολύ ψηλός με πλίθες, με μία τεράστια σιδερένια πόρτα και το σήμα της Misko», θυμάται η Ντίνα Πεταλά, την οποία συναντήσαμε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου του Θανάση Κάππου «90+4 χρόνια μακαρόνια Misko: μια σχέση εμπιστοσύνης» και της ζητήσαμε να μοιραστεί μαζί μας αναμνήσεις και στιγμές από την εργασία της στο εργοστάσιο.

Όπως θυμάται: «Λίγο πριν τη δικτατορία πήγε στη Μίσκο για δουλειά η μαμά μου και μικρή εγώ, για να είμαι ειλικρινής, έκλαιγα γιατί έφυγε η μαμά από το σπίτι, όμως από την άλλη δέθηκα με την Μίσκο περισσότερο. Η μαμά μου ήταν μία εργάτρια που αγάπαγε πάρα πολύ το εργοστάσιο. Να φανταστείς ότι έφερνε κάτι φασκιές όπου έπεφταν πάνω στα μακαρόνια και τις έραβε στο σπίτι. Δεν ήταν υποχρεωτικό, αλλά το ήθελε. Το αγαπούσε. Η αλήθεια είναι ότι την αγαπούσαν και αυτή. Εκεί στο ’70 αρρώστησε ο μπαμπάς μου από καρκίνο στο παχύ έντερο και το έμαθαν στη Μίσκο. Τότε διευθυντής ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος ο Νίκος Χυτόπουλος. Ήξεραν όλοι τι γινόταν. Όταν πέθανε ο μπαμπάς μου πήρα τηλέφωνο και ζήτησα την μητέρα μου και μου λέει ο προϊστάμενος, συμβαίνει κάτι;».

Μετά τον θάνατο του πατέρα της, η Ντίνα Πεταλά, έδωσε εξετάσεις για το Φυσικομαθηματικό, αλλά δεν πέρασε. «Έλεγα να συνεχίσω, να ξαναδώσω, όμως τα οικονομικά ήταν δύσκολα και είπε η μαμά μου στον Νίκος Χυτόπουλο και τον Λευτέρη Μαντζίκα να εργαστώ στο εργοστάσιο. Αμέσως με πήραν. Μάλιστα πήγα για δουλειά στις 22 Δεκεμβρίου» θυμάται και μας λέει πως ουσιαστικά η Misko ήταν μια οικογένεια, αλλά και η ίδια η εταιρία λειτουργούσε ως οικογενειακή επιχείρηση: «Ο Λευτέρης Μαντζίκας, που ήταν και ηπειρώτης είχε φέρει πάρα πολύ κόσμο από την Ηπειρο. Εκείνη την εποχή απαγορευόταν να γίνονται μετακομίσεις από νομό σε νομό για δουλειά και είχαμε τον παπά-Γιάννη, τον παπά της ενορίας, ο οποίος υπέγραφε χαρτιά συνέχεια, ότι ήταν κάτοικοι της Αγυιάς. Ηταν ένα κλίμα όλο οικογενειακό».

Η Ντίνα Πεταλά μοιράζεται μαζί μας διάφορες στιγμές από την εργασία στο εργοστάσιο. Θυμάται τα πρώτα πακέτα τα οποία ήταν στρογγυλά, με μπλε χαρτιά και οι εργάστριες έπρεπε να τα σφίγγουν με τα χέρια τους πολύ δυνατά ώστε να γίνουν συμπαγή και να μην σπάνε, αλλά και όταν έφεραν την μητέρα της, που εργαζόταν στην παραγωγή, λιπόθυμη 2-3 φορές λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, αν και έκλειναν τους φούρνους. «Μετά βέβαια όλα αυτοματοποιήθηκαν και η εργασία άλλαξε» μας λέει.

Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ, Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Ντίνα Πεταλά εργαζόταν στο λογιστήριο και στο τηλεφωνικό κέντρο της εταιρίας. «Εργάστηκα εκεί 35 χρόνια. Εκεί πήγα, από εκεί έφυγα, μια ολόκληρη ζωή» τονίζει και θυμάται: «Γνώριζα όλους τους πελάτες με το μικρό τους όνομα, ήξερα τι θα παραγγείλουν, ήταν μια δουλειά που μου άρεσε». Μάλιστα, της άρεσε τόσο πολύ που αποφάσισε να μην συνεχίσει το φροντιστήριο ώστε να ξαναδώσει εξετάσεις.

Τι ήταν όμως αυτό που την έκανε να ασχοληθεί με τον συνδικαλισμό; Αφορμή και αιτία στάθηκε ένα περιστατικό στο οποίο ήταν αυτόπτης μάρτυρας. «Το δικό μας το γραφείο ήταν κάτω, ακόμα δεν είχαμε μεταφερθεί επάνω. Κάποια μέρα, βλέπω εργάτες να κατεβαίνουν από το εργοστάσιο, να έρχονται μέσα στο γραφείο – εκεί βρισκόταν και το γραφείο του διευθυντή – να μπαίνουν στο γραφείο του,  να βγαίνουν έξω και να πηγαίνουν απέναντι, σε ένα καφενεδάκι, του “Κούρου” το λέγανε, κάτι κάνανε, ξαναγύριζαν πάλι μέσα. Και να έχω τον λογιστή προϊστάμενό μου να είναι έξω φρενών. Αυτό μου έκανε εντύπωση» θυμάται και συνεχίζει: «Τον ρώτησα τι γίνεται και μου λέει: έχουν εκλογές απέναντι, τους κατεβάζουν κάτω, τους δίνουν τον φάκελο με το ψηφοδέλτιο έτοιμο για τον πρόεδρο που ήταν εκεί και ήταν υποχρεωμένοι να πάνε να το ρίξουνε και να φέρουν το άλλο, καθώς ο φάκελος δινόταν σφραγισμένος. Εκείνο που έκανε κλικ, χωρίς μέχρι τότε να έχω ασχοληθεί ούτε με πολιτική, ούτε με συνδικαλισμό, ούτε τίποτα».

Γυρνώντας στο σπίτι ρώτησε την μητέρα της αν ψήφισε για να της απαντήσει πως εκείνη δεν ήταν γραμμένη στο Σωματείο. Παράλληλα, η Ντίνα Πεταλά θυμάται και ένα σκηνικό: «Μια άλλη φορά φώναξαν στο τέλος της βάρδιας έναν εργάτη και του λέει ο προϊστάμενος προσωπικού ότι απολύεται. Εκείνος έβαλε κάτι φωνές που τις έχω ακόμα στα αυτιά μου. Είχε τσακωθεί με τον πρόεδρο του Σωματείου. Εκείνος έκανε κουμάντο. Ηταν εκείνη η εποχή που ήταν αυτός ο συνδικαλισμός και μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ και έγινε η αλλαγή. Εκεί έπεσα εγώ».

Το κλίμα αλλάζει όταν την ρωτάμε αν πιστεύει πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικό το τέλος της εταιρείας. Η απάντηση είναι πως ναι, καθώς όπως λέει, οι Ιταλοί δεν είχαν πρόβλημα για το πού θα πάει. «Ήθελαν απλά ένα μέρος να κάνουν μια καθετοποιημένη παραγωγή» σημειώνει και συμπληρώνει: «Δυστυχώς ήταν πολιτικά τα κριτήρια. Κάποιοι από το ΠΑΣΟΚ ήθελαν να πάει εκεί, γιατί η Πάτρα και η Αχαΐα ήταν δεδομένη για αυτούς, ενώ εκεί είχαν πρόβλημα. Βάσω Παπανδρέου, Αννα Διαμαντοπούλου και Χρήστος Πρωτόπαπας, επί Σημίτη, αυτοί ήταν. Πηγαίναμε όλοι στην Παπανδρέου, όλοι, ο Φλωράτος, ο Καράβολας, ο Κατσικόπουλος, όλη η Πάτρα. Όταν της είπε ο γραμματέας πως όλη η Πάτρα θα ερημώσει, του λέει “Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Θα βρουν κάποιοι άλλοι δουλειά στη Θήβα”. Πολύ κυνικά».