Ο Δημήτρης Δημόπουλος* γράφει για το βιβλίο του Τηλέμαχου Τσαρδάκα  «Αυτός που έτρωγε όλο το γλυκό του» (Εκδόσεις Σοκόλη)

Γνώρισα τον Τηλέμαχο Τσαρδάκα αναζητώντας χώρους για να φιλοξενήσουν τις σταντ-απ παραστάσεις μου στην Πάτρα και ανακάλυψα, εκτός από το θέατρο Act και έναν εξαιρετικό συνεργάτη, έναν ακόμα φίλο του θεάτρου και του μουσικού θεάτρου ειδικότερα. Έχω ταξιδέψει ως την Πάτρα ειδικά για να δω το μιούζικαλ «Μη ρωτάς το φεγγάρι», έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος σε μουσική Διονύση Μπάστα, μόνιμου συνεργάτη του, έχω διαβάσει και δει αρκετά από τα θεατρικά έργα πρόζας του, έχω διαβάσει κάμποσα από τα ποιήματα του. Όποτε ήταν να έρθω σε επαφή με ένα νέο πόνημα του Τηλέμαχου, είχα πάντα την ίδια απορία: πόσες ιστορίες ακόμα έχει αυτός ο άνθρωπος στο κεφάλι του;…

Όπως φαίνεται, είχε ακόμα τουλάχιστον άλλες δεκατρείς, όσα και τα διηγήματα στην πρώτη του συλλογή με τίτλο «Αυτός που έτρωγε ΟΛΟ το γλυκό του». Αν αποτελεί ζητούμενο ο αναγνώστης να ταυτιστεί με τα γραφόμενα του συγγραφέα, προσωπικά ο τίτλος και μόνο το κατάφερε! Με μεγάλη περιέργεια άρχισα να διαβάζω τα διηγήματα αυτά και κάθε ένα αποτελούσε μια διαφορετική εμπειρία, προκαλώντας μου κάθε φορά διαφορετικές σκέψεις και συναισθήματα.

Έχοντας ήδη έρθει σε επαφή με το συγγραφικό έργο του Τηλέμαχου, μπορούσα να αναγνωρίσω τόσα στοιχεία που είχα ήδη συναντήσει ως τώρα: το μαύρο χιούμορ του, την γκροτέσκα μεταφυσική των κόσμων που πλάθει, αλλά και τον βαθύτατο ανθρωπισμό του.

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε τρία από τα διηγήματα που με έκαναν να κλείσω το βιβλίο και να αναλωθώ λίγο σε όσα μου προκάλεσαν. Στο διήγημα «Ένας Πάμπλο Νερούδα», ο συγγραφέας καταφέρνει να διακρίνει και να κατακρίνει τον κοινωνικό αυτοματισμό και τον ρατσισμό που διέπει τις σχέσεις γηγενών και μεταναστών, κατορθώνοντας όμως να σκιαγραφήσει και τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας ως θύτες και θύματα ταυτόχρονα.

Στο διήγημα «Γαλαζάκι», δεν μπόρεσα παρά να συγκινηθώ με την ανάγκη της συντροφιάς που έχει ο άνθρωπος, ανάγκης που τον αναγκάζει (ή του επιτρέπει) να πιστεύει σε μια μεταφυσική ερμηνεία των συμπτώσεων του φυσικού κόσμου, για να διατηρήσει τη ζεστασιά μιας χαμένης αγκαλιάς. Δεν μπορώ παρά να διακρίνω τις συνδέσεις του διηγήματος αυτού με «Το σκυλί του Ωρίωνα», επίσης του συγγραφέα και εξίσου προτεινόμενο. Στο τρίτο διήγημα που θέλω να αναφερθώ, με τίτλο «Την ακούω να κολυμπάει», δεν χρειάζεται να κάνω συνδέσεις με τη μυθοπλασία, καθώς ήμουν εκεί, στην αγαπημένη παραλία, στην αγαπημένη Χίο του Τηλέμαχου, όταν η γυναίκα που ενέπνευσε την ιστορία πέρασε για ακόμα μια φορά κολυμπώντας βράδυ, ενώ εμείς ακούγαμε την ιστορία της από τον Τηλέμαχο. Φαντάζεστε λοιπόν την έκπληξή μου, όταν διάβασα την τόσο ζωντανή και δημιουργική καταγραφή της -ή μήπως καλύτερα επανεγγραφή της;- ανάμεσα στις τόσες άλλες ιστορίες του βιβλίου.

Πλέον η απορία μου δεν θα είναι «πόσες ιστορίες ακόμα έχει αυτός ο άνθρωπος στο κεφάλι του;» αλλά πόσες ιστορίες ακόμα έχουν πλευρίσει τον Τηλέμαχο και τον εμπιστεύτηκαν να τις αφηγηθεί. Αναμένοντας τις νέες ιστορίες, θα ξανανοίξω το βιβλίο αυτό και θα το καταβροχθίσω και πάλι όλο. Όπως και το γλυκό μου.

* Ο Δημήτρης Δημόπουλος είναι σταντ-απ κωμικός, λιμπρετίστας, μεταφραστής και σκηνοθέτης.