O Σόιμπλε το ευρώ κι ό,τι έμεινε

Tου Μιχάλη Κονιόρδου,  Καθηγητής Διοίκησης Τουρισμού Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.

Εφυγε, κι ό,τι μένει να ειπωθεί, ας το αφήσουμε στους ιστορικούς του μέλλοντος. Η συμμετοχή του, πάντως, στα ανεξίτηλα τραύματα ενός ολόκληρου έθνους είναι αδιαμφισβήτητη.

Κάθε φορά, που μαθαίνουμε πως κάποιος που συμμετείχε στα βασικά της ζωής μας, είτε θετικά είτε αρνητικά είτε και τα δυο μαζί, έφυγε από τη ζωή, μας έρχονται αυτόματα στο μυαλό εικόνες από τον εκλιπόντα, λόγια του, εκφράσεις του προσώπου του και κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες.

Σαν άκουσα την αναγγελία θανάτου του, αλλά και από πάντα σχεδόν, όταν πρωτάκουσα κι ενδιαφέρθηκα με όσα καταγινόταν, είχα στο μυαλό μου αυτήν την εικόνα, μια μόνιμη στριμάδα στο πρόσωπο!

Ηταν η εποχή, που τα πάσης φύσεως ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας καθώς και τα εγχώρια ξόρκιζαν κι έσπερναν φόβο και αμφιβολία στους ψηφοφόρους μπροστά στο ενδεχόμενο άφιξης του ΣΥΡΙΖΑ. Ή μάλλον -τώρα που τα βλέπω με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης- το ενδεχόμενο άφιξης Τσίπρα.

Θα επιστρέψω στον εκλιπόντα: Θα μπορούσε, ίσως, να είναι πιο διαλλακτικός προς πολλούς -ανάμεσα σε αυτούς και οι δύστροποι, ιδιόμορφοι συνομιλητές του- και σε πολλά. Η συμμετοχή του στα ανεξίτηλα τραύματα του δικού μας έθνους είναι έντονη και αδιαμφισβήτητη. Η λατρευτική εμμονή του στη διαμόρφωση ενός ισχυρού ευρώ, θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί με όρους πιότερης αξιοπρέπειας.

Κάτι άλλωστε που επιβάλλει η -υποτιθέμενη- ευρωπαϊκή κουλτούρα διαπολιτισμικής επικοινωνίας.

Μας αντιμετώπισε σαν «απόγονος των Σταυροφόρων», φράση βγαλμένη από την αργκό διπλωματών.

Η αποτίμηση και κριτική, που ακούσθηκε από τα χείλη του, μετά την αποκαθήλωση Βαρουφάκη, ήταν ενδιαφέρουσα και αξίζει να αναγνωρισθεί ως πολιτικός αναστοχασμός ουσίας. Μα πάνω απ’ όλα, αυτό που φαίνεται να αποτυπώνει τον εσωτερικό μας συλλογικό αναστοχασμό, το τραύμα, η εικόνα που έχουμε στα μάτια μας για αυτά που ζήσαμε από την πρωταγωνιστική συμμετοχή του στην τραυματική εκείνη περίοδο, νομίζω πως το αποτυπώνει ο παρακάτω σκληροτράχηλος και ψυχοφθόρος σπαραγμός: «Οταν τον είδα από μακριά, στρογγυλοκαθισμένο στο αναπηρικό του αμαξίδιο να με περιμένει ανυπόμονος, ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι μου. Στιγμιαία έμεινα άγαλμα, με το κουπί στο χέρι να αιωρείται αβέβαια πάνω απ’ τ’ ακύμαντα νερά. Μα ήξερα ότι δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά.

Δουλειά μου είναι να τους φορτώνω, όσο απαίσιοι κι αν υπήρξαν στη ζήση τους, να τους περνώ απέναντι. Με κινήσεις νευρικές άρχισα να λάμνω ξανά, ώσπου πλησίασα τόσο, όσο να νοιώσω τη σαπίλα των χνώτων του. Τον φόρτωσα όπως- όπως και κινήσαμε, αλλά στα μισά της διαδρομής δεν άντεξα. Τραμπάλισα επίτηδες τη βάρκα, όσο χρειαζότανε. Βλέποντάς τον να βουλιάζει στα σκοτεινά βάθη του Αχέροντα, σκεφτόμουν ότι θα πλήρωνα βαρύ τίμημα για την αποκοτιά μου, μα δε μ’ έμελλε…».

Σίγουρα, όλοι θα θέλαμε να ήταν πιο διαφορετικά, όλα όσα έγιναν στην εγκόσμια σκακιέρα της πολιτικής, μιας τραυματικής εποχής που έκλεισε πίσω μας.

Εκλεισε; Αν όχι, ας προσπαθήσουμε να προσπεράσουμε τη σκληροτράχηλη ανάμνηση με μία χιουμοριστική και αυτοσαρκαστική συνάμα προσέγγιση των γεγονότων όπως την αφηγείται ένα δημοφιλές ανέκδοτο που επαναλαμβανόταν συχνά την εποχή της κρίσης στις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ. Ενα ανέκδοτο, που αποτύπωνε τη διαφοροποίηση των δύο ηγετικών προφίλ της εποχής: Σόϊμπλε και Μόντι: «Ποια είναι η διαφορά μεταξύ γερμανικής και ιταλικής κόλασης; Στη γερμανική, τη Δευτέρα σε βάζουν να περπατάς στα αναμμένα κάρβουνα, την Τρίτη σου χύνουν καυτό λάδι, την Τετάρτη ο βασανιστής σε μαστιγώνει. Ιδια είναι και η ιταλική, μόνο που τη Δευτέρα δεν έφτασαν τα κάρβουνα, την Τρίτη τελείωσε το λάδι, την Τετάρτη ο βασανιστής απεργούσε»!