Οι εθνικοί διασκεδαστές

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

«Ασε τον κόσμο να γελάσει»: Ηταν ο τίτλος μιας σειράς κωμικών σκετς που έγραφε και σκηνοθετούσε ο Γιώργος Κωνσταντίνου για την κρατική τηλεόραση- δεν υπήρχε κι άλλη- πριν μισό αιώνα. Ηταν και το ρεφρέν από το τραγούδι των τίτλων, που το έλεγε ο ίδιος. Ασε τον κόσμο να γελάσει- την ευτυχία να βρει. Κάπως έτσι. Ευτυχείς γελώντας, άραγε; Δύσκολο να το πεις. Το βέβαιο είναι ότι δεν δυστυχείς.

Κάνε τον κόσμο να γελάσει. Δεν είναι εύκολο αυτό. Ο σύγχρονος κωμικός που το πετυχαίνει καλύτερα από τον καθένα, είναι ο Μάρκος Σεφερλής. Εσπασαν οι πόρτες σε μια ακόμα εμφάνισή του στο «Πάνθεον». Και οι ελιτίστες, όπως και εκείνοι που θεωρούν τον δημοφιλή περφόρμερ σαχλό, κρύο, άνοστο, σεξιστή, παιδαριώδη, εξίστανται: Είναι δυνατόν;

Φυσικά και είναι δυνατόν, εξ ορισμού άλλωστε: Δημοφιλής είναι, πάει να πει ότι τον αγαπάει ο κόσμος. Μέχρι στιγμής, έτσι και αλλιώς, δεν υπάρχει προστατευτική μπάρα για το κοινωνικό γούστο. Ετσι, διαιωνίζεται μια παμπάλαια παράδοση που θέλει το μαζικό κοινό, τον «κόσμο», το λαϊκό στοιχείο, να τέρπεται από την εύληπτη, απλουστευτική, χοντροκομμένη εκδοχή του αστείου. Αυτό ακριβώς συνέβαινε όταν σάρωνε τα ταμεία ο Χατζηχρήστος ή ο Σταυρίδης. Ο πρώτος έκανε την πλατεία να λυθεί απλά και μόνο με ένα Αμ Πώς και ο δεύτερος σταυρώνοντας τα χέρια του με περιστροφές, φωνάζοντας Θρύλος.

Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι ο κόσμος θα ξεκαρδιστεί με το Αμ Πως ή το Θρύλε του οποιουδήποτε. Χρειάζεται δουλειά πολλή για να δημιουργήσεις μια σχέση οικειότητας, και βέβαια το ειδικό χάρισμα, μέσω των οποίων αναγνωρίζεσαι ως εθνικός διασκεδαστής.

Ανάμεσα στο Αστείο και στο Χιούμορ, η απόσταση είναι σημαντική. Τέμνονται αμφότερα στο σημείο της κατάλυσης της σοβαρότητας. Και υπακούουν και τα δύο στους κανόνες της ταχύτητας, του χρονισμού, του άψογου χειρισμού των παύσεων, στην κατάλληλη υπογράμμιση με γκριμάτσα ή με κίνηση, ή με την παντελή απουσία εκφραστικότητας, όμοια μ’ αυτήν του Μπάστερ Κίτον ή του Φερναντέλ. Αποκλίνουν εκεί όπου το Χιούμορ θέλει σκέψη, κρίση, κουλτούρα, ενώ το Αστείο απεχθάνεται τα στοιχεία αυτά. Το Αστείο πρέπει να απευθύνεται στους πρωταρχικούς κώδικες του ανθρώπου και της μάζας. Ο Χοντρός, ο Φαλακρός, η Υστερική, η Σεξουαλικά Πεινασμένη. Πριν κάτι αιώνες, το μαζικό κοινό ξεκαρδιζόταν με τον Γαργαντούα του Ραμπελαί, μια κωμωδία που αστειεύεται με τη χύδην πρόσληψη της βουλιμίας, της παχυσαρκίας, της διανοητικής νωθρότητας. Σήμερα μάλλον θα αηδιάσεις παρά θα σκάσεις χείλι με τα αστεία της. Στις μέρες της είχε κάνει πάταγο: Ο κόσμος αναγνώριζε στον Γαργαντούα την απληστία των αρχόντων και τη χοντροκοπιά του ευτελούς ηδονισμού που χαρακτήριζε τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις.

Όταν πρωτοπαίχτηκαν οι Μόντι Πάιθον στην Ελλάδα, πολύς κόσμος έψαχνε να βρει το αστείο. Πιο θρυλικό σκετς τους θεωρείται μια σκηνή από το Νόημα της Ζωής, όπου ένας χοντρός εκρήγνυται τρώγοντας. Αντίθετα, το σκετς όπου ο Κλιζ κάνει τον πρόεδρο της Λέσχης του Αλλόκοτου Περπατήματος, θεωρήθηκε εξωφρενικό και εξεζητημένο. Μπορεί, αλλά με τις αρίδες που έχει ο Κλιζ, ήταν απολαυστικό. Αυτό που είναι εκνευριστικό είναι να σε ρωτούν πού βρήκες το αστείο. Το ίδιο ισχύει με τον Σεφερλισμό. Ας αφήσουμε τις αλλεργικές, σνομπίστικες αντιδράσεις με τα κριτήρια του απλού πολίτη, τα οποία έχουν ένα πολιτισμικό βάθος. Η αναίρεση της σοβαρότητας που λέγαμε αποτελεί πολιτική πράξη και ως τέτοια εκλαμβάνεται από το κοινό, άλλο αν οι εθνικοί διασκεδαστές μάλλον αποπροσανατολίζουν παρά προβληματίζουν, μάλλον λαϊκίζουν και καλλιεργούν την περιφρόνηση των θεσμών παρά το αίτημα για γόνιμες ανατροπές.

Ο Σεφερλής βέβαια, όπως και παλιότερα ο Ψάλτης ή ο Γκιωνάκης, διόλου δεν ασχολούνται με δαύτα. Απλά κάνουν τον κόσμο να γελάσει. Είναι μια κοινωνική υπηρεσία. Αν έχεις ζήτημα με την αισθητική της μάζας, ματαιοπονείς. Ούτως ή άλλως, η μάζα ούτε που δίνει δεκάρα για τις ενστάσεις σου. Ψάχνει για εισιτήριο στον Σεφερλή, αν έχετε ένα.