Όνειρα Τραίνων: Βουβή αντοχή στην άκρη προόδου
Η ανθεκτικότητά δεν είναι απλώς δύναμη, είναι η σιωπηλή ικανότητά του να αντέχει κανείς τις καταιγίδες της ζωής, να σηκώνεται ξανά και ξανά, χωρίς να χάνει την ψυχή του.
«Όνειρα Τρένων» ένα έργο λεπταίσθητης τεχνουργίας προβάλλεται στο Netflix αυτές τις ημέρες. Μια ταινία εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Ντένις Τζόνσον, το δεύτερο σκηνοθετικό εγχείρημα του Κλιντ Μπέντλεϊ ξεδιπλώνει με καθαρότητα και λεπτότητα τη διαδρομή ενός ταπεινού ανθρώπου της αμερικανικής ενδοχώρας. Από τα πυκνά δάση του 1917 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, παρακολουθούμε τη ζωή του να κυλά παράλληλα με έναν αιώνα που αλλάζει ραγδαία, έως τη στιγμή που, γερασμένος πια, στέκεται μπροστά σε μια βιτρίνα και βλέπει στην οθόνη την ιστορική τροχιά του Apollo 8 γύρω από το φεγγάρι — μια εικόνα που φτάνει ως εκεί, στο δικό του μικρό, απόμερο σύμπαν.
Ο Ρόμπερτ Γκρέινιερ (Τζόελ Έντζερτον) εμφανίζεται μπροστά μας σαν μια φιγούρα σμιλεμένη από ξύλο και καπνό. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η Αμερική κόβει τα δάση της για να υφάνει σιδηροδρομικούς ιστούς, εκείνος μεγαλώνει ορφανός, ριγμένος στην τύχη και στις χειρωνακτικές δουλειές που άλλοι άντρες αποφεύγουν. Η ζωή του ξεκινά μέσα στα δάση του βορειοδυτικού Ειρηνικού, γεμάτη υγρή γη, κορμούς που πέφτουν, κατσάβραχα που απειλούν κάθε στιγμή να τον καταπιούν. Αυτές οι περιοχές θα γίνουν το σπίτι του, η μοίρα του, η σκηνή πάνω στην οποία γράφεται ολόκληρη η ύπαρξή του.
Ο Γκρέινιερ εργάζεται στην επέκταση της σιδηροδρομικής αυτοκρατορίας που μόλις στήνεται, σηκώνει δοκάρια, καρφώνει σιδερένια καρφιά, ανοίγει δρόμο στο άγριο τοπίο. Δίπλα του άντρες πιο σκληροί κι από τα ξύλα που κόβουν. Στο βλέμμα τους καθρεφτίζονται οι εποχές που αλλάζουν, η βία της προόδου, η εξόντωση του φυσικού κόσμου, η γέννηση ενός τεράστιου δικτύου που υπόσχεται να ενώσει τις ακτές. Ο Γκρέινιερ δεν φιλοσοφεί για τίποτα απ’ αυτά, απλώς δουλεύει, επιβιώνει, προσπαθεί να βαδίσει παράλληλα με το τρένο που αλλάζει τον κόσμο. Όμως φιλοσοφεί ο πιο ηλικιωμένος και πιο σοφός της ομάδας Άρν Πιπλς (Γουίλιαμ Χ. Μέισι). Ένα βράδυ, γύρω από τη φωτιά που καπνίζει σαν παλιό μυστικό, αφήνει τη σιωπή να καθίσει πριν μιλήσει. «Η δουλειά που κάνουμε είναι σκληρή, όχι μόνο για το σώμα αλλά και για την ψυχή. Κόβουμε δέντρα που ήταν εδώ για πάνω από 500 χρόνια. Αυτό σου βαραίνει την ψυχή, είτε το αναγνωρίζεις είτε όχι».
Κάπου μέσα σε αυτή τη ραχοκοκαλιά σκληρότητας, καπνού και ιδρώτα γεννιέται ο έρωτας. Ο Γκρέινιερ γνωρίζει την Γκλάντις (Φελίσιτι Τζόουνς), μια γυναίκα φωτεινή μέσα σε έναν κόσμο που συνήθως μυρίζει πεύκο και αίμα. Το φλερτ τους έχει μια αθωότητα σχεδόν ανεπιθύμητη σε μια εποχή που όλα μεταμορφώνονται βίαια. Παντρεύονται, και σύντομα αποκτούν την κόρη τους, την Κέιτ. Μαζί φτιάχνουν το μικρό σπιτικό τους στις όχθες ενός ποταμού, μέσα στη φύση που ο Ρόμπερτ γνωρίζει καλύτερα κι από το σώμα του. Είναι το δικό τους κομμάτι γαλήνης, ένα αντίβαρο στη σκληρή δουλειά που τον απομακρύνει συχνά από το σπίτι και την οικογενειακή ευτυχία.
Αυτό το όνειρο δεν κρατά. Η ζωή, πάντα ύπουλη, πάντα πρόθυμη να δείξει ότι ο άνθρωπος είναι μικρός μπροστά στα στοιχεία, ανατρέπει τα πάντα με μια πυρκαγιά. Η φωτιά ξεσπά σαν τιμωρία θεϊκή, καταπίνει το σπίτι τους, τις σανίδες, τα έπιπλα, τα ίχνη μιας οικογένειας που πρόλαβε να δημιουργηθεί αλλά όχι να ριζώσει. Η Γκλάντις και η Κέιτ χάνονται στην πύρινη κόλαση. Η απώλεια δεν είναι μόνο μια τραγωδία, είναι μια ωμή υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν.
Ο Γκρέινιερ μένει μόνος περιμένοντας από κάπου να εμφανιστούν οι αγαπημένες του, σε έναν κόσμο που καίει και αναγεννάται, όπως κάνει πάντα η φύση. Προσπαθεί να χτίσει ξανά, αλλά το σπίτι που δημιουργεί μετά τη φωτιά δεν είναι πια σπίτι, είναι καταφύγιο ενός ανθρώπου που ζει ανάμεσα σε μνήμη και απουσία. Τα δάση, τα ζώα, οι ήχοι του ανέμου γίνονται οι νέοι του συνομιλητές. Η ζωή του ξετυλίγεται αθόρυβα μέσα στις δεκαετίες. Ο κόσμος γύρω του εκσυγχρονίζεται, οι σιδηρόδρομοι εξαπλώνονται, οι μηχανές νικούν τα κορμιά των δέντρων, αλλά μέσα του όλα μένουν αγκυλωμένα σε εκείνη τη στιγμή της φωτιάς.
Στην πορεία του χρόνου, ο Γκρέινιερ αν και γνωρίζεται με τη γοητευτική δασολόγο (Κέρι Κόντον) δεν αποχωρίζεται τη μοναξιά του και μετατρέπεται σε μια σχεδόν μυθική φιγούρα, ένας άνθρωπος που έζησε κοντά στη γη, έκοψε δέντρα, έχτισε γέφυρες, έχασε τα πάντα και συνέχισε να αναπνέει. Η ιστορία του είναι μια ήσυχη εξομολόγηση για έναν τρόπο ζωής που χάθηκε, για έναν κόσμο που έτρεχε πάνω σε ράγες αλλά άφηνε πίσω του ανθρώπους που απλώς ήθελαν να κρατήσουν ζωντανή μια εστία. Ο Γκρέινιερ είναι η ίδια η Αμερική των αρχών του αιώνα, φτωχή, σκληρή, ονειροπόλα, καταδικασμένη να αλλάζει και να θυμάται. Η φωτογραφία του Αντόλφο Βελόζο είναι ένα χτύπημα φωτός που ξέρει να μιλάει χαμηλόφωνα: υγρές υφές, θαμπά χρώματα, μια καμέρα που μοιάζει να αναπνέει μαζί με τους ανθρώπους. Ωστόσο, η επιλογή της αναλογίας 3:2 —όσο κι αν υπηρετεί την εγγύτητα στα πρόσωπα— περιορίζει την ορμή του τοπίου. Η φύση εδώ δεν είναι φόντο αλλά αντίπαλος, ένας σιωπηλός γίγαντας που απαιτεί χώρο για να φανεί η δύναμή του. Το 2.39:1 θα άνοιγε τον ορίζοντα, θα άφηνε το βλέμμα να περιπλανηθεί, θα φανέρωνε τις κλίμακες: το μικρό σώμα απέναντι στο απέραντο δάσος, το ανθρώπινο μεροκάματο απέναντι στην αμείλικτη διάρκεια της γης. Στο 3:2 η κάμερα κλείνει προς τα μέσα, σαν να ζητά να προστατεύσει τους χαρακτήρες από το ίδιο το κάδρο. Στο 2.39:1 θα είχε επιτρέψει στη φύση να καταπιεί —κι έτσι να μεγαλώσει— τη δραματική ένταση. Εδώ, χάνεται λίγη από αυτή την αναμέτρηση.
Ο Τζόελ Έντζερτον δίνει μια ερμηνεία γεμάτη βουβή αξιοπρέπεια, ο ήρωάς του μοιάζει να ανασαίνει στον ρυθμό της γης, κουβαλώντας την απώλεια χωρίς τυμπανοκρουσίες, μόνο με το βάρος του βλέμματος. Η Φελίσιτι Τζόουνς, φωτεινή και εύθραυστη, σμιλεύει μια παρουσία που προλαβαίνει να αφήσει αποτύπωμα μεγαλύτερο από τον χρόνο που της επιτρέπεται στην ιστορία. Ο Γουίλιαμ Χ. Μέισι λειτουργεί ως ηθικός άξονας, λιγομίλητος, διεισδυτικός, με σοφία χαμηλότονη. Οι τρεις τους χτίζουν έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη εμπειρία ακούγεται ήσυχα, αλλά με δύναμη που δεν ξεχνιέται.
Συνελόντι το «Όνειρα Τρένων» είναι μια ιστορία που κοιτάζει κατευθείαν μέσα στο άγριο σώμα της Αμερικής, άνθρωποι θαμμένοι στη δουλειά, δάση που πέφτουν, ζωές που αλλάζουν χωρίς θόρυβο. Ένα ταξίδι στην αντοχή, στην απώλεια και στη σιωπηλή δύναμη όσων έζησαν στο περιθώριο της προόδου, χτίζοντας έναν κόσμο που ποτέ δεν τους ανήκε πραγματικά.
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News
