Πολυτεχνείο ‘22

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Από την πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μέχρι και σήμερα, οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις επιδίδονται σε μια προσπάθεια να τιμούν την επέτειο- με ειλικρινή προαίρεση ή φαρισαϊκά- υποδυόμενοι καθένας τον πιστότερο αντιπρόσωπο του πνεύματος και των προταγμάτων της εξέγερσης. Αν ο αγώνας του Πολυτεχνείου έγινε για τη δημοκρατία, ο μετα-πολυτεχνειακός στίβος απασχολήθηκε κυρίως με το αγώνισμα που ζυγίζει τη δημοκρατικότητα των αθλητών.

Πρόκειται ασφαλώς για μια αυταπάτη, αν όχι και για απάτη σκέτη: Ούτε το 1973 οι εξεγερμένοι φοιτητές και άλλοι νεολαίοι ταυτίζονταν ως προς τις έννοιες και τις διεκδικήσεις, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, με δεδομένο ότι το
Πολυτεχνείο ’73 συντελέστηκε από ομάδες, σχήματα, παρατάξεις, συνειδήσεις
διαφορετικών ταχυτήτων. Πού είχαν βέβαια έναν αδιαμφισβήτητο κοινό τόπο: Το αίτημα να γκρεμοτσακιστεί ο Παπαδόπουλος και όλο του το σκυλολόι και να ανακτήσει η κοινωνία πολιτικές ελευθερίες μέσα από τις οποίες θα εξυπηρετούσε ζωτικά δικαιώματα και ανάγκες, όπως ο βιοπορισμός και η μόρφωση. Απλά, όπως ακούγονται, αλλά το 1973 τίποτα δεν ήταν απλό στη χώρα εκτός από το να πηγαίνεις στο γήπεδο και να απολαμβάνεις τα πρώτα τηλεοπτικά σήριαλ και τον «παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο», που τα θέματά του στρέφονταν γύρω από το φτωχό αγόρι που αγωνιούσε να πιάσει την καλή για να παντρευτεί το κορίτσι του και να χορέψουν όλοι στην τελευταία σκηνή στο πλακόστρωτο ή στα μπουζούκια.

Πέφτοντας η Χούντα, το Πολυτεχνείο ’73 ανακηρύχθηκε εύλογα σε Ιερό του
αντιδικτατορικού αγώνα και της παλλαϊκής προσήλωσης στο δημοκρατικό ιδεώδες, με τις αποκλίσεις μας καθένας ως προς την πρόσληψη του ιδεώδους. Τα πρώτα χρόνια οι αποκλίσεις ήταν δευτερεύουσας σημασίας- αν και το να είσαι δεξιός ή φιλελεύθερος συντηρητικός δεν θεωρείτο καθόλου έγκριτο και γινόταν με το ζόρι ανεκτό στους εορτασμούς- διότι δέσποζε το επικό αφήγημα και η νωπή μνήμη της άγριας καταπίεσης και του αυταρχισμού.

Περίπου όπως στις μέρες του ’44, που αγκαλιάζονταν όλοι οι Ελληνες
χωρίς να έχει σημασία η πολιτική ταυτότητα, φεύγοντας οι Γερμανοί, για να βρεθούν να σκοτώνονται μεταξύ τους μερικές εβδομάδες αργότερα. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1974, δεν σκότωσε κανείς κανέναν, με την παρανοϊκή εξαίρεση του Γιωτόπουλου και γύρευε τίνος άλλου που ακόμα διαφεύγει, και μας δέσμευε η ενωτική, ενθουσιώδης δυναμική των τραγουδιών του Θεοδωράκη, η φωνή της Δαμανάκη και του Παπαχρήστου, ο απόηχος των κατορθωμάτων των αντιστασιακών αλλά και των δραμάτων που υπέστησαν. Δεν είχαμε Χούντα υπαρκτή, συνεπώς αφορίζαμε το καταρρακωμένο καθεστώς Παπαδόπουλου-
Ιωαννίδη και τα θλιβερά, μισάνθρωπα μαντρόσκυλα που τους πλεύριζαν και τα
αναξιοπρεπή ανθρωπάκια που τους έγλυφαν. Και καθώς το ενεργειακό αυτό φορτίο έχανε τις εντάσεις του με την πάροδο του χρόνου, έπρεπε να κατασκευάσουμε μια άλλη Χούντα, όπως το Πάσχα καίμε έναν Ιούδα, και αυτό έγινε στο πρόσωπο του αντιπάλου ή σε βάρος του ίδιου του δημοκρατικού καθεστώτος. Οι μεν εμφανίζονται ως αποκλειστικοί υπηρέτες της δημοκρατικής ιδέας και εγγυητές των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του λαού, και εμφανίζουν τους δε σαν τον απόλυτο ολετήρα, αντιπρόσωπο του Βελζεβούλη και προσωποποίηση της διαφθοράς. Παράλληλα, φύτρωσαν και οι καθολικοί αμφισβητίες του συστήματος, μια πολυτασική πανίδα που κυμαίνεται από τους γκρινιάρηδες του καφενείου
μέχρι τους μολοτοφιστές στις ουρές των διαδηλώσεων.

Η δικτατορία τρομάζει, λαϊκίζει γαυγίζει και δαγκώνει. Η δημοκρατία κουράζει.
Ενοχοποιήθηκε η καψερή για την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ανταποκρίνεται σε εύλογες ή υπερβάλλουσες και καταχρηστικές κοινωνικές απαιτήσεις. Αλλά και υπονομεύθηκε μέσα από διχαστικές πρακτικές που κινήθηκαν στα ίχνη παλιότερων εμφύλιων διαιρέσεων. Αλλά ίσως το χειρότερο δηλητήριο είναι η πλήξη που εκπορεύεται από τους φθηνούς δεκάρικους του πολιτικού καριερισμού και τη επιτηδευμένη και κούφια στοίχιση πίσω από τα σύμβολα της δημοκρατίας, με στόχο την ασφαλή, αναδρομική αυτοηρωοποίηση. Αν αυτοί βγάζουν τα μάτια της επετείου για το Πολυτεχνείο, δεν μπορεί να φταίει το Πολυτεχνείο. Όπως και όταν μας φλόμωνε ο δάσκαλος για την Επανάσταση του ’21, αυτό δεν έκοβε πόντους από το σπαθί του Καραϊσκάκη.

Τιμάμε ασφαλώς το Πολυτεχνείο ’73 σαν μια διαρκή οφειλή προς τους νέους που
πλήρωσαν τεράστιο προσωπικό κόστος για να χαλάσουν το φινάλε με τις παντρειές στα γλυκά κινηματογραφικά σενάρια που κολάκευαν την μικροαστική ροπή προς την βολεψάδικη ησυχία, και θύμισαν στην κοινωνία ότι κάτι πρέπει να γίνει με τις ελευθερίες της. Αλλά θα ήταν μεγαλύτερη τιμή, αν βοηθούσε καθένας μας τη δημοκρατία να πετύχει τους σκοπούς της μέσα σε πλαίσιο ειρήνης, ελευθεριών και ανεμπόδιστης πρόσβασης στα αγαθά που κάποτε οι Ελληνες έβλεπαν με το κιάλι.