Πόση υπομονή ζητάμε ακόμη από τους πολίτες;
Στην Ελλάδα της διαρκούς αναμονής, η Δικαιοσύνη μοιάζει να κινείται πάντα ένα βήμα πίσω από τον ανθρώπινο πόνο. Κάθε υπόθεση που καθυστερεί, κάθε απάντηση που δεν έρχεται, κάθε φάκελος που «εκκρεμεί», γίνεται ακόμη ένα κομμάτι μιας κουρασμένης συλλογικής εμπειρίας. Ο αγώνας του πατέρα Ρούτσι δεν είναι πια μόνο προσωπικός – είναι καθρέφτης μιας χώρας που έχει συνηθίσει να περιμένει.

Υπάρχουν κάποιες ιστορίες οι οποίες δεν χρειάζονται φωνές για να ακουστούν, καθώς μιλούν από μόνες τους, μέσα από τις σιωπές, την κούραση και την αναμονή. Μία λοιπόν από αυτές τις ιστορίες είναι και αυτή του Πάνου Ρούτσι, ενός πατέρα που έχασε τον γιο του στα Τέμπη και ζητά κάτι, που σε μία στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία, θα έπρεπε και θα είχε δοθεί αυτονόητα: Την αλήθεια.
Έχουν περάσει εβδομάδες απεργίας πείνας, δεκάδες δηλώσεις και δημόσιες αντιπαραθέσεις, πολιτικές τοποθετήσεις και άλλα πολλά και όμως, σήμερα, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου η οικογένεια Ρούτσι ακόμα δεν έχει λάβει γραπτώς (παρά τις πληροφορίες για έγκριση) την έγκριση για τη διενέργεια των τοξικολογικών εξετάσεων. Αυτό από μόνο του είναι σχόλιο για το πώς λειτουργεί, ή ας πούμε καλύτερα πώς δεν λειτουργί, η κρατική μηχανή.
Και εδώ είναι το θέμα. Γιατί η καθυστέρηση δεν είναι τεχνική, αλλά πολιτισμική. Είναι ο τρόπος που η χώρα έχει μάθει να αντιμετωπίζει τον πόνο: με φόρμες, με υπογραφές, με τη γνωστή φράση «θα το δούμε». Είναι η ακινησία που συνήθως την βλέπουμε ντυμένη ως «θεσμική σοβαρότητα». Και είναι και κάτι άλλο. Η απόσταση ανάμεσα στο γράμμα του νόμου και την ουσία της δικαιοσύνης.
Μιλάμε για τον Πάνο Ρούτσι, ή μάλλον με αφορμή τον Πάνο Ρούτσι, ο οποίος δεν ζητά καμία χάρη. Απλά ζητά διαφάνεια και να μάθει πώς πέθανε το παιδί του, ένα αίτημα το οποίο χρειάστηκε να μετατραπεί σε δημόσια πράξη απελπισίας για να ακουστεί. Χρειάστηκε να γίνει εικόνα, να βλέπουμε καθημερινά έναν άνθρωπο σε μία καρέκλα μέσα στον ήλιο ή τη βροχή, με την φωτογραφία του νεκρού παιδιού του. Και αυτό ως κοινωνία θα έπρεπε να μας ντροπιάζει.
Βέβαια, μιλάμε για την Ελλάδα της γραφειοκρατίας, μίας ασθένειας που έχει πολύ βαθιά τις ρίζες της και δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Και η απάντηση της γραφειοκρατίας είναι πως «Η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη». Κανείς δεν διαφωνεί με αυτό, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, και σε πολλές άλλες, αυτή η ανεξαρτησία μεταφράζεται σε ακινησία. Όταν το Σύνταγμα κατοχυρώνει τη διάκριση των εξουσιών, δεν εννοεί πως η μία θα κρύβεται πίσω από την άλλη. Η ευαισθησία απέναντι σε έναν πολίτη που ζητά την αλήθεια δεν είναι παραβίαση θεσμών αλλά η ουσία τους.
Η πολιτεία, αντί να σταθεί με σεβασμό και διακριτικότητα, εγκλωβίστηκε στο επικοινωνιακό παιχνίδι. Οι δηλώσεις αλληλεγγύης έγιναν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, οι αναφορές στη «δικαστική ανεξαρτησία» έγιναν πλυντήριο ευθυνών, και κάπου εκεί χάθηκε το ανθρώπινο. Ο πατέρας έγινε «θέμα». Και αυτό είναι η πιο σκληρή ήττα.
Και όταν και αν τελικά δοθεί το «οκ» για την εκταφή, δεν μπορούμε να μιλάμε για νίκη κανενός, αλλά ούτε καν για δικαίωση. Απλά θα είναι η επιβεβαίωση πως για να λειτουργήσει μία αυτονόητη διαδικασία, θα πρέπει να ασκηθεί πίεση, να υπάρξει κινητοποίηση έως και δημόσια κατακραυγή. Θα είναι η απόδειξη ότι η χώρα δεν αντιδρά, αν δεν την αναγκάσεις.
Εδώ λοιπόν βρίσκεται το πραγματικό ζήτημα. Δεν είναι ούτε η εκταφή, ούτε τα αποστελέσματα αλλά το γιατί ένας άνθρωπος πρέπει να φτάσει στα όρια της ζωής του για να πάρει ένα χαρτί. Εδώ ο χρόνος δεν είναι μέτρο δικαιοσύνης, αλλά ένα εργαλείο εξάντλησης και αυτό το «θα δούμε», κρύβει μια αδιαφορία η οποία κινδυνεύει να γίνει θεσμός, αν δεν έχει γίνει ήδη.
Το να μιλάμε για ευαισθησία δεν αλλάζει κάτι. Χρειάζεται να αλλάξει όλη η λογική της αναμονής που κυριαρχεί, να μάθουμε πως ο πόνος δεν αντέχει αναβολές, πως οι απαντήσεις δεν δίνονται «όταν ωριμάσουν οι συνθήκες», αλλά όταν υπάρχει ηθική υποχρέωση.
Η ιστορία του Ρούτσι, αργά ή γρήγορα, θα φτάσει σε μια κατάληξη. Το ερώτημα είναι αν τότε η κοινωνία θα έχει καταλάβει πως το δράμα δεν είναι μόνο δικό του. Είναι ενός κράτους που ακόμη δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να στέκεται δίπλα στον πολίτη ή και απέναντί του, πίσω από μια σφραγίδα. Εδώ μιλάμε για την αναμονή που από κατάσταση έχει γίνει σύστημα. Και όσο εμείς αυτό θα το ανεχόμαστε, πάντε θα υπάρχει και θα χρειάζεται ένας άνθρωπος να πεινάει για να μας θυμίζει τι σημαίνει δίψα για δικαιοσύνη.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News