Πρέπει να παραγράφονται τα εγκλήματα;

ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ *
Το ζήτημα της παραγραφής των εγκλημάτων απασχολεί το τελευταίο διάστημα την κοινή γνώμη, με αφορμή καταγγελίες για ειδεχθείς πράξεις, οι οποίες διερευνώνται από τη δικαιοσύνη. Διατυπώνονται, μάλιστα, στον δημόσιο διάλογο ακραίες θέσεις (ως απόλυτη έκφραση ποινικού λαϊκισμού) σχετικά με την επέκταση του χρόνου παραγραφής για ορισμένα εγκλήματα.
Καταρχάς, ο ποινικός κώδικας έχει προβλέψεις αναφορικά με την «επέκταση» του χρόνου παραγραφής (π.χ. άρθρο 113 παρ. 4 ΠΚ: «Η προθεσμία παραγραφής των κακουργημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκου, αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος»). Ωστόσο, ο θεσμός της παραγραφής των εγκλημάτων φαίνεται περίεργος σε όσους δεν έχουν επαφή με το δόγμα του ποινικού δικαίου, καθώς μένει αρνητική εντύπωση για το ότι ο εγκληματίας δεν τιμωρείται (εξάλειψη του αξιοποίνου). Είναι όμως έτσι; Γιατί υπάρχει ο θεσμός της παραγραφής και μάλιστα εξετάζεται από τα Δικαστήρια αυτεπάγγελτα;
Η παραγραφή ως θεσμός είναι συνδεδεμένη με τον σκοπό του σωφρονιστικού συστήματος, ο οποίος δεν είναι η εξόντωση αλλά η ομαλή κοινωνική επανένταξη του εγκληματία. Θεωρείται, λοιπόν, ότι η παρέλευση ορισμένου χρόνου, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης (κακούργημα ή πλημμέλημα), αποδυναμώνει τον σκοπό της ποινής και καθιστά την επιβολή της άνευ αξίας.
Επιπρόσθετα, ο θεσμός της παραγραφής συνδράμει κατά το δυνατόν στο να εκδοθεί μια δικαστική απόφαση χωρίς την αλλοίωση αποδεικτικών στοιχείων από τον χρόνο καθώς και στο να δοθεί και στον κατηγορούμενο η πραγματική δυνατότητα να προσκομίσει και αυτός μη αλλοιωθέντα από τον χρόνο αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να ληφθούν υπόψιν από το Δικαστήριο κατά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Με άλλα λόγια: ασφάλεια δικαίου.
Τέλος, μετά από ένα ικανό χρονικό διάστημα (για κακουργήματα τουλάχιστον 15 έτη – ανάλογα και με την επαπειλούμενη ποινή) έχει επέλθει ειρήνευση του εννόμου αγαθού και έχει αποκατασταθεί η κοινωνική ισορροπία η οποία διαταράχθηκε με την τέλεση του εγκλήματος. Σε κάθε, βέβαια, περίπτωση, αυτή η «ειρήνευση» σίγουρα δεν ισχύει για τα θύματα εγκληματικών πράξεων. Ωστόσο, η ποινική δικαιοσύνη δεν απονέμεται από τα θύματα – η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών δεν μπορεί να επηρεάζεται από τις ενδεχομένως για πάντα «αγιάτρευτες πληγές» που αφήνουν ποινικώς ελεγκτέες συμπεριφορές.
Ο ρόλος του θύματος είναι ουσιαστικός: να καταγγέλλει – και για αυτό οι καταγγελίες παραμένουν πάντα σημαντικότατες και σε νομικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Τα θύματα να μιλούν, θεσμικά και έγκαιρα, προκειμένου οι δράστες να μην μένουν ατιμώρητοι. Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να στραφεί και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή να θεσπίσει εύκολες και υποστηρικτικές διαδικασίες για καταγγελίες από τα θύματα, και η κοινωνία, δηλαδή να διαθέτει τουλάχιστον ευήκοα ώτα.
* Ο Δρ. Φώτης Σπυρόπουλος είναι δικηγόρος – ποινικολόγος – εγκληματολόγος, διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας της Νομικής Αθηνών (PostDoc can.), Καθηγητής Σχολής Αξιωματικών Πυροσβεστικής, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, αντιπρόεδρος Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ).