Στην Πάτρα με τον Θεοδωράκη και τον Κατράκη – Αναμνήσεις ενός Γάλλου χορωδού
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία από τον Stéphane Dumas.
Πριν αναγνώσετε το εξαιρετικό άρθρο του Stéphane Dumas έχει σημασία να σημειώσουμε πώς φτάσαμε στα ίχνη του και στην επικοινωνία μαζί του, καρπός της οποίας είναι η παρούσα αφήγηση.
Οταν φτάνει στο ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο μήνυμα με αποστολέα τον αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής Πάνο Αλεξόπουλο γνωρίζουμε ότι κάτι ενδιαφέρον θα περιέχει.
Ετσι κι αυτή τη φορά, δεν μας διέψευσε. Ηταν αυτός που εντόπισε τον Stéphane Dumas. Μας μετέφερε την ενδιαφέρουσα ιστορία του κι έγινε ο σύνδεσμος της επικοινωνίας μας. Ετσι ετοιμάστηκε το αφηγηματικό κείμενο στο οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας έδωσε τον τίτλο: «Και νάσου το δέντρο (Aqui viene el arbol)» και τη μετάφραση του οποίου έκανε η Κατερίνα Στενού.
«Ως νεαρός Γάλλος φοιτητής πήγα στην Ελλάδα αρκετές φορές, κυρίως για τις καλοκαιρινές διακοπές του 1974 και του 1975. Αυτά τα ταξίδια μου επέτρεψαν να αντιπαραβάλω τα όνειρά μου μιας ιδανικής Αρχαιότητας με την ελληνική πραγματικότητα της εποχής.
Την πρώτη φορά ήλθα τον Ιούλιο για να επισκεφτώ φίλους της οικογένειάς μου που έμεναν στην Κηφισιά. Ωστόσο, αντί να μείνω δίπλα στην πισίνα, προτίμησα να γνωρίσω διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά και τους δρόμους της Αθήνας.
Γύρω στις 15 Ιουλίου, επιστρέφοντας από τα Μετέωρα στην Αθήνα, βλέπω ξαφνικά το τρένο να γεμίζει ασφυκτικά από στρατιώτες. Σταματάμε σε κάθε σταθμό. Εκεί περιμένουν γυναίκες για να μοιράσουν νερό και φαγητό στους στρατιώτες. Ρωτώντας τους γείτονές μου στο βαγόνι τι συμβαίνει, έλαβα την απάντηση: “Θα σκοτώσουμε τους Τούρκους!”.
Μετά την απόπειρα της ελληνικής στρατιωτικής κυβέρνησης για την επανένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η Τουρκία εισέβαλε στα βόρεια του νησιού. Κηρύχθηκε άμεσα επιστράτευση.
Λίγο αργότερα, το βράδυ της 24ης Ιουλίου, έκανα μια βόλτα στην Αθήνα. Ξαφνικά οι δρόμοι μαυρίζουν από κόσμο, σαν να είχε ξεχυθεί όλη η πόλη στους δρόμους. Απλώνεται μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Ολοι μιλάνε σε όλους. Οι άνθρωποι ανάβουν κεριά σαν να βρίσκονται σε μια τεράστια πομπή. Πολλοί μου απευθύνονται στα Γαλλικά: “Ξεφορτωθήκαμε τους συνταγματάρχες!” Συμμετέχω στο τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος, μέσα σε μια εξαιρετικά χαρούμενη και ειρηνική ατμόσφαιρα. Ηταν η άμεση συνέπεια της αποτυχημένης στρατιωτικής περιπέτειας στην Κύπρο.
Στην αρχή της σχολικής χρονιάς, τον Σεπτέμβριο, γραμμένος στη χορωδία κάποιου ωδείου στο Παρίσι, πέφτω πάνω σε μια αφίσα: “Η Εθνική Χορωδία της Σορβόννης προσλαμβάνει χορωδούς για να συμμετάσχουν σε μια περιοδεία συναυλιών στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1975 για να τραγουδήσουν ένα ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη: το Canto General, βασισμένο στο ποίημα του Πάμπλο Νερούδα”. Δεν διστάζω ούτε στιγμή και δηλώνω συμμετοχή.
Η σχολική χρονιά περνάει με τακτικές πρόβες, τις οποίες διεύθυνε με μεταδοτικό ενθουσιασμό ο Jacques Grimbert, διευθυντής χορωδίας και ιδρυτής της Musique en Sorbonne. Μας εξηγεί πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα της περιοδείας: Ο Μίκης Θεοδωράκης, θέλοντας να σηματοδοτήσει την επιστροφή στη χώρα του, μετά από επτά χρόνια εξορίας στη Γαλλία, πέτυχε μια ευτυχή συνεργασία ανάμεσα στη χορωδία της Σορβόννης, τα Κρουστά του Στρασβούργου (Percussions de Strasbourg, ορχηστρικό σύνολο διεθνούς φήμης) τους σολίστ Μαρία Φαραντούρη και Πέτρο Πανδή και πάνω απ’ όλους, τον ελληνικό λαό.
Αυτό το έργο επρόκειτο να παρουσιαστεί στη Χιλή το 1973, με αφηγητή τον ίδιο τον Πάμπλο Νερούδα. Ομως η ανατροπή του προέδρου Αλιέντε από τον στρατηγό Πινοσέτ αποφάσισε διαφορετικά. Ο ποιητής πέθανε μετά το πραξικόπημα. Η κηδεία του συγκέντρωσε μεγάλο πλήθος Χιλιανών, που αψήφισε τον κίνδυνο της δικτατορίας. Ο Θεοδωράκης θέλησε να γιορτάσει την ειρηνική επιστροφή της δημοκρατίας στην Ελλάδα με αυτό το λυρικό ποίημα.
Ετσι, τον Αύγουστο του 1975 δώσαμε τέσσερις συναυλίες στην Ελλάδα: την πρώτη, στις 13 του μήνα, στο γήπεδο “Καραϊσκάκη” του Πειραιά, τη δεύτερη, στις 15 Αυγούστου στην Πάτρα, στο Στάδιο της “Παναχαϊκής”, μετά στις 16, στο γήπεδο του “Παναθηναϊκού” στην Αθήνα, και, τέλος στις 19, στο “Καυταντζόγλειο” στη Θεσσαλονίκη. Σε αυτές τις συναυλίες συμμετείχαν τουλάχιστον 125.000 άνθρωποι. Θα ήθελα να υπογραμμίσω τη μεγάλη μου συγκίνηση να ανακαλύψω την Πάτρα με αυτόν τον αναπάντεχο και μοναδικό τρόπο, όπου ο γνωστός ηθοποιός Μάνος Κατράκης απήγγειλε στίχους του Νερούδα, σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης στο πλήθος. Οπως λέχθηκε, δεν επρόκειτο μόνο για ένα υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά ταυτόχρονα για ένα αυθόρμητο ξέσπασμα λευτεριάς.
Για τον νεαρό φοιτητή που ήμουν, όχι και πολύ ενημερωμένος για την αναταραχή του κόσμου, παρά τα ίχνη που είχε αφήσει ο Μάης του 68 στη Γαλλία, ήταν μια μοναδική εμπειρία.
Καταρχάς, χάρη σε αυτή τη σαγηνευτική μουσική με την επική της διάσταση. Οι συγκοπτόμενοι ρυθμοί και οι αλματώδεις εναλλαγές χρόνου μάς δυσκόλεψαν ιδιαίτερα και χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, επιμονή και υπομονή! Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια ενός κομματιού, δύο από εμάς κάναμε αντιχρονισμούς, ενώ οι άλλοι εκατό χορωδοί συνέχιζαν την κύρια μελωδία. Στις πρόβες, σε κάποιο θέατρο της Αθήνας, ο Θεοδωράκης είπε και στους δυο μας: “Δεν σας ακούω αρκετά!”.
Hταν επίσης για πολλούς από εμάς και η ανακάλυψη της μεγαλόπνοης και μαγικής ποίησης του Νερούδα. Η πλούσια βλάστηση της Νότιας Αμερικής γίνεται μεταφορά για την απελευθέρωση των λαών:
“Και νάσου το δέντρο, το δέντρο
της καταιγίδας, του λαού το δέντρο.
Από τη γη βγαίνουν οι ήρωές του
όπως απ’ το χυμό τα φύλλα
και χιμάει τ’ αγέρι στη φυλλωσιά
της άγριας κοσμοπλημμύρας
ώσπου τον σπόρο να ρίξει
του ψωμιού ξανά στο χώμα”.
(“Ελευθερωτές”, Canto general, Pablo Neruda, μετάφραση Παντελή Τρωγάδη).
Η μοναδική εμπειρία να τραγουδάει κανείς αυτό το έργο-ποταμό με έναν τέτοιο συνθέτη και μαέστρο ταυτόχρονα, σε τέτοιες συνθήκες πολιτικής μέθης, μας παρέσυρε σαν ένα ακαταμάχητο κύμα. Θυμάμαι τον Jacques Grimbert, αυτόν τον αξιοσέβαστο διευθυντή της χορωδίας, να σκαρφαλώνει στους φωτοστάτες των δρόμων της Αθήνας, ενθουσιασμένος από την πραγματοποίηση αυτού του ονείρου που ήταν ταυτόχρονα μουσικό και πολιτικό.
Μόνιμες φιλίες (ακόμα και έρωτες) γεννήθηκαν σ’ αυτή την περιοδεία!
Αλλά η πιο συγκλονιστική εμπειρία ήταν αυτή των συναυλιών. Το να νιώθω τη μέθεξη ενός ενθουσιώδους λαού που ζει αυτή τη μουσική μέσα από τη μαγική φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, για να μην αναφέρω και τους πολλούς άλλους ερμηνευτές, μου προκαλεί ακόμα, μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια, βαθειά συγκίνηση!
Θυμάμαι το επιβλητικό παράστημα του Μίκη Θεοδωράκη να δεσπόζει το πλήθος των ερμηνευτών (πάνω από εκατόν πενήντα) στη μέση του γκαζόν του γηπέδου. Μόλις τελείωσε το “επίσημο” πρόγραμμα της συναυλίας, καλεί το κοινό να κατέβει από τις κερκίδες και να καθίσει στο γκαζόν. Ενα ανθρώπινο κύμα κυλάει ειρηνικά για να καθίσει γύρω μας.
Αυτή τη στιγμή αρχίζει η αιώνια ελληνική λαϊκή γιορτή, σημαδεμένη από τραγούδια που τραγούδησε ο ίδιος ο Θεοδωράκης, βρυχόμενος, και στη συνέχεια αγάπησε, αγκάλιασε και τραγούδησε ένας ολόκληρος λαός!».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News